Το μουνόπανο, αυτός που δεν ξηγιέται σωστά. Συνήθως ο χαφιές, ο απατεώνας.
- Δώσε μου πίσω τα λεφτά μου ρε αρχίδι!
Το μουνόπανο, αυτός που δεν ξηγιέται σωστά. Συνήθως ο χαφιές, ο απατεώνας.
- Δώσε μου πίσω τα λεφτά μου ρε αρχίδι!
Got a better definition? Add it!
Η γκομενάρα πουτάνα που της αρέσουν οι δύσκολες στάσεις.
- Βλεπεις αυτή στο τέλος του δρομου;
- Την πουτάνα;
- Ναι, πολύ πουτανογκαβλιάρα, έτσι;
- Ναι, πάμε να τη γαμήσουμε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απόλυτη πεποίθηση ότι η επαπειλούμενη ζημία ή βλάβη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή δεν έχει το θάρρος ο απειλών να την πραγματοποιήσει. Εμφατικό του «θα μου κλάσει τ'αρχίδια».
- Ο Χ λέει μη σε πετύχει γιατί θα σε σκίσει!
- Καλά που μου το είπες, όταν έρθει σπίτι να θυμηθώ να τον κεράσω μια φασολάδα για να μου κλάσει τ'αρχίδια!
Got a better definition? Add it!
Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.
«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).
Got a better definition? Add it!
Επιβεβαίωση ανδρισμού σε ποικίλες καταστάσεις: στο κρεβάτι, σε κάποιο παιχνίδι, όταν επιτυγχάνεται κάτι πολύ δύσκολο, κλπ.
(σε φίλο)
- Πάρ' τα μωρή άρρωστη σ' έχω ξεκωλιάσει στο μπιλιάρδο σήμερα!
(στο κρεβάτι χυδαία)
-Πάρ' τα μωρή άρρωστη, τα φλόκια όλα για πάρτη σου μωρό μου!...
Got a better definition? Add it!
Μέρος στο οποίο συχνάζουν gay.
Χρησιμοποιείται για gay club - bar - cafe.
Συνάντησα τον x σε ένα πουστράδικο.
Got a better definition? Add it!
Published
Υποείδος ανθρώπου, αρσενικού γένους, που έχει την συνήθεια να κρατάει παρέα και να μεταφέρει από και προς το σπίτι, μπαρ, σινεμά κτλ, γκόμενες άλλων ή γκόμενες σκέτο, με μόνο σκοπό την δική τους ευχαρίστηση και την φιλία.
- Έλα ρε, κανόνισα απόψε να μπούμε στο γήπεδο τσάμπα, πάρε και τον Μήτσο να έρθει.
- Μπα άσ' το. Άφησε ο Λάκης την δικιά του για να τα πιει με φίλους και ο Μήτσος θα κάνει τον μουνοφύλακα.
Βλ. και μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, bye sexual.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.
Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ ωραίος άντρας, αντίθετο του κάγκουρας.
Χρησιμοποιείται και σε συγκριτικό ή υπερθετικό βαθμό.
Συνώνυμα: καυλούρι, καυλιάουρας.
Ο αδερφός σου είναι και πολύ μεγάλος καύλουρας!
Got a better definition? Add it!
Ο γαμιάς που ... δεν ξεχνιέται, που γαμάει καλά και μια γκόμενα τον ξαναθέλει, τον ζητά απελπισμένα.
Κάποιος γαμάει μια γκόμενα που τά 'χει με άλλον, αυτός όμως επειδή είναι φαρμακοπούτσης την φαρμακώνει, δηλ. την κάνει καλό γαμήσι και τον ξαναζητάει.
Got a better definition? Add it!