Selected tags

Further tags

Το πολυτραγουδισμένο τσιμπούκι με σλανγκική αποκοπή. Παίζει μάλλον ρόλο και το ρήμα μπουκώνω που χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του τσιμπουκώνω.

  1. Από εμφάνιση δεν έλεγε και πολλά μια πρόστυχη εκφυλόφατσα ήταν, αλλά όταν με άρχισε στα μπούκια με φτυσίματα και πνιξίματα τα είδα όλα κωλυόμενα.

  2. Προγραμματα τωρα , απο 30 ξεκιναει λεει , +20 ευρω για γυμνο μπουκι.

  3. ωραίο Αλβανιδάκι με κώλο και ακάλυπτο μπούκι στο πρόγραμμα.

(Από σάιτ για ενήλικες στο Διαδίχτυο).

Got a better definition? Add it!

Published

Βορειοελλαδίτικης προέλευσης χαρακτηρισμός που προσιδιάζει σ' εκείνες τις ξεχωριστές και δημοφιλείς εκπροσώπους του γυναικείου φύλου που χαίρονται να προσφέρουν γενναιόδωρα και μερακλίδικα την ηδονή στον αντρικό πληθυσμό. Ως εκ τούτου, σπανίως και μόνο από αδαείς κομπλεξικούς (ζωή σε λόγου μας) νεκροτσούτσουνους εισπράττουν μειωτικά σχόλια.

Η πουτσογλύκα απαντάται σ' όλες τις ερωτικά εξασκούμενες ηλικίες, την χαρακτηρίζει μια παντελής έλλειψη αντικειμενικού γούστου και, συνεπώς, η προσέγγιση της ερωτικής περίπτυξης δια του ενστίκτου και μόνο.

Η αλήθεια είναι πως όλες οι γυναίκες κρύβουν μια πουτσογλύκα μέσα τους, η οποία περιμένει παθιασμένα την ώρα και τη στιγμή που θα αναπνεύσει τον καθαρό και αθώο αέρα της άδολης γκαύλας. Εξαιρούνται γυναικοειδή πρότυπα του είδους Μαρίκας Μητσοτάκη, Πάρις Χίλτον, της γειτόνισσας-φασινορομπότ με το πατσόκοιλο, τη μέση σωλήνα, το γερακίσιο μάτι (για να εποπτεύει την πεταχτούλα κόρη) και το ΜΑΤατζή σύζυγο.

- Αυτή η Ελενίτσα πως ξεπετάχτηκε έτσι ρε συ; Μπουκιά και συγχώριο είναι το θηλυκό!
- (Μετά δαγκώματος κάτω χείλους) Άσε και που να τη ξεμοναχιάσεις να δεις τι έχεις να πάθεις, σκέτη πουτσογλύκα σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί συνειδητή ή όχι, χυδαία απόδοση των χυδαίων αμερικανοεγγλέζικων boy / male / man-cunt, boy /man-pussy, boyhole, manhole (με την σεξουαλική έννοια κι όχι: «το άνοιγμα φρεατίου υπονόμου»).

Αναφέρεται υποτιμητικά στη σούφρα τού παθητικού και θηλυπρεπή πούστη.

Σαν βρισιά, μπορεί να προσβάλει βαρύτατα ακόμη και κωλομπαράδες (ιδιαίτερα αν προέρχεται από το ίδιο, ή χειρότερα απ’ το... βατευόμενο σινάφι, που άλλωστε έχει μια άλφα ροπή στο ξεφώνημα), αφού υπονοεί απαξιωτικότατα θηλυπρέπεια και παθητικότητα που ανέκαθεν και σε κάθε κακούργα κενωνία, λέρωναν το κούτελο κάθε αρσενικού, ακόμη κι αυτού που ξέρει καλά πώς να τη βγάζει καθαρή.

Εννοείται, πως η χρήση του όρου περιπαικτικά ή χαϊδευτικά απαιτεί κάποια ...οικειότητα.

Η στενή σεξουαλική συνάφεια μουνιού και κώλου έχει πολλάκις, απολαυστικότατα κι επαρκέστατα καταγραφεί στο σάιτ από patsis: «δύσκολο μουνί ο κώλος» και «σφιχτό μουνί ο κώλος», Vrastaman: «κωλόμουνο», iwn, Vrastaman, spydel: «από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι», DirtyTalking: «απ' τη ζωή στο θάνατο είν' ένα μονοπάτι και από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι», klanidi, John Kar: «απ' το μουνί στον κώλο», Hank: «ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος», HODJAS: «τώρα βγήκανε οι κώλοι και μπαταλιάρανε τα μουνιά» αλλά και «η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο», papageno: «με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί», pinotubo, oo9oo: «με σάλιο και υπομονή ο κώλος γίνεται μουνί».

Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι πως παίζει και το « πουστομούνι».

  1. «Θα στο κάνω μουνί. Πουστόμουνο απαλό από το γλείψιμο. Θα στο λιώσω το κωλί σου! Αχ…κωλόχειλά μου! Σαν τριαντάφυλλο στα έχω ανοίξει πούστρα
    (από ερωτικό λογοτέχνημα)

  2. Πουστόμουνο... έρχεται η ώρα σου... 35 χρόνια ήταν πολλά.... να μας φοβάσαι.... για σένα γίναμε χρυσή αυγή.... για σένα....
    (άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!!)

  3. Μόνο και μόνο για το masturbating the wargod. Άντε ρε μαλάκες να κι ένας Ωραίος. Ρε καριόλη σ' αγαπάω. Χριστοί παντού Masturbating The Wargod ρε πουστόμουνα.

  4. Πουστομούνι δηλώνει την θέση του σ’ αυτή την κοινωνία. Περιμένει να χρησιμοποιηθεί και να ξαλαφρώσει δυνατά καυλιά.
    (λεζάντα από ΧΧΧ φωτογραφία με τον εικονιζόμενο σε προ(σ)κλητικότατες πόζες)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται συνήθως όταν παρακολουθούμε ή μας αφηγούνται μια χαζοχαρούμενη «δακρύβρεχτη» ιστορία η οποία μας αφήνει παντελώς αδιάφορους. Δηλώνουμε λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο ότι μη μου τα ζαλίζεις, χέστηκα, δεν μ' ενδιαφέρει η παπαριά που μου λες και σε γράφω στ' αρχίδια μου.

(Η γκόμενα παρακολουθεί μια σειρά στην τηλεόραση)
- Αχ τι συγκινητικό! Θα παντρευτούνε!
(Ο άλλος κοντεύει να κοιμηθεί από την βαρεμάρα)
- Τελέρε! Δάκρυσαν τ' αρχίδια μου από την συγκίνηση! (δε μας χέζεις ρε Νταλάρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck. Σημαίνει γάματα, γάμησέ τα, πω ρε πούστη, όχι ρε πούστη, έλα ρε μαλάκα, όχι ρε μαλάκα, τ' είπες τώρα!, είναι τεσπα δηλωτικό έκπληξης. Ενίοτε λέμε και «φακ ρε!»

Είναι πιο λάιτ φάση, δηλ. το χρησιμοποιούμε για να μην πούμε όλα τ' άλλα στα ελληνικά και μας πουν βρωμόστομους.

Επίσης σημαίνει και «άντε και γαμήσου», «γαμιέσαι» κλπ, και το βλέπουμε και ως ρε «άει φακ ρε».

Το φακ το έχουμε και σε άλλες εκφράσεις, βλ. γουαταφάκ, γουανταφάκ, μαδαφάκας, μαλαφάκας, φακ απ (fuck up).

  1. ΦΑΚ ΡΕ ΦΙΛΕ, ΦΑΚ ! Δεν το εύχομαι ούτε στον πλεον ορκισμένο εχθρό μου! Είχα μαζέψει μπόλικα αρχεία στο desktop ... Ευκαιρία ηταν να ταξινομήσω τα αρχεία στους σχετικούς φακέλους και μετά να έπαιρνα και ένα back up ...Ο ταλαιπωρημένος υπολογιστής άρχισε να αργει χαρακτηριστικά. Ένα restart θα βοηθήσει την κατάσταση σκέφτηκα, και ….μας τελείωσε! Χτύπησε ο δίσκος!

  2. Ρε άντε και φακ γιου
    Νομίζατε ότι γλυτώσατε, έτσι; Σας είχα αφήσει καιρό λάσκα και τώρα κουνάτε κωλαράκια σα στράκια που ψωνίζονται στο Ζάππειο, ε;

από το δίχτυ όλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται για άτομο που κάνει πολυτελή έξοδα, ενώ δεν έχει την οικονομική άνεση να τα καλύψει μέχρι τέλους.

  1. - Τον είδες τον Αντώνη; Το έκλεισε το μπαράκι, του μείνανε οι δόσεις να πλερώνει και είχε δώσει και μπροστάντζα ένα σκασμό. Τώρα σκάει με καινούρια BMW εξάρα. Τί του λες;
    - Α καλά. Εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας!

  2. - Πωω φίλη μου, δύσκολο πράμα να είσαι φοιτητόνι. Οι γονείς μου δεν μπορούν να μου στέλνουν παραπάνω λεφτά. Μάλλον θα κόψω τη θέρμανσή μου. Αρρωστάινω. Ευτυχώς θα πάω την άνοιξη Εράσμους Μπαρτσελόνα.
    - Ρε φίλη, εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα σου και μουνάκι θέλει η ψωλίτσα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστείος συνδυασμός δύο κλασσικών βρισιών, των μαλάκας και χαζοβιόλης. Το νόημα γνωστό: μαλάκας, ηλίθιος, τρόμπας, αυτός που ζει στον κόσμο του εν ολίγοις...

  1. Κοίτα τον μαλακοβιόλη που πήγε και άφησε το αυτοκίνητό του... Άντε να ξεπαρκάρω εγώ τώρα...

  2. Μη διακόπτεις την κοπέλα! Πείτε μας δεσποινίς, τι τον θέλετε αυτόν τον μαλακοβιόλη; (Από τη σειρά Κων/νου κι Ελένης - δείτε το βίντεο παρακάτω στο 3:02)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σλανγκική απόδοση της Ιλιάδας του Ομήρου και είναι ένα μικρό μέρος, μια περίληψη από την «Οδύσσεια» που είναι το πλήρες κείμενο. Το λέγαμε στο Γυμνάσιο, δεκαετία του '90, αλλά μπορεί να είναι και παλαιότερο. Αργότερα κυκλοφόρησε και σαν ηλεκτρονικό παιγνίδι, με έναν ποντικό να κάνει τον αφηγητή και να λέει αποσπάσματα από το κείμενο σε κάθε πίστα.

Πάνω στης Τροίας τα βουνά πού 'ταν σαν κωλομέρια,
καθότανε ο Όμηρος με των ψωλή στα χέρια.
Κι όπως μαλακιζότανε και έχυνε το χύσι
του ήρθε η θεία έμπνευση το έπος του ν' αρχίσει.
- Μαλάκα Αγαμέμνονα, μου κλέψαν το Λενάκι,
και τώρα άλλος χαίρεται το τρυφερό μουνάκι!
- Σώπασε 'σύ Μενέλαε, τον πούστη θα τον βρούμε!
Και θα του δείξουμε καλά πως τέτοιους τους γαμούμε...
- Έφυγε η ξεσκισμένη και πήγε με τον Πάρη,
λες κι εμείς δεν είχαμε αρχίδια και παπάρι!
(συνεχίζεται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλίδης ή ψωλόπουλος: είναι αυτός που πετάγεται σαν την πορδή ή σαν τσουτσού εκεί που δεν τον περιμένεις. Λέγεται συνήθως όταν οδηγούμε στον δρόμο με μια κάποια ταχύτητα και ξαφνικά στρίβει από το στενό κάποιος μπάρμπα-Μπρίλιος ή καμιά γκόμενα και μας πάει σαν την κότα με 40.

Μπορεί όμως να το πούμε και για κάποιον που πετάγεται ενώ μιλάμε.

  1. - Φάε ένα μαλάκα ψωλίδη που βγήκε από την γωνία και μ' έκοψε. Πάτα γκάζι ρε αρχίδι με σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε! Τι θα γίνει ρε Ψωλόπουλε! Θα φτάσουμε καμιά φορά;

  2. (Μέσα στην τάξη)
    - Ποιος είπε «όχι» το 1940;
    - Ο Μεταξάς!
    - Γιατί πετάγεσαι ρε Ψωλίδη! Άσε να πάρει καλό βαθμό και κανένας άλλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[βεν. limounada με τροπή [i>e] κατά το λιμούνι]

Η ξινή γκόμενα, προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων λεμόνι και μουνί, προσδίδοντας χαρακτηριστικά του πρώτου στην φυσική υπόσταση του δευτέρου. Συνώνυμα: ξινομούνα, κακογαμημένη, Γεωργία Βασιλειάδου.

Στέλιος: Μαλάκα το μπαρ πάλι τίγκα στις ξινές ανορεξικές γκόμενες είναι...
Πάνος: Κατάλαβα... Πάλι λεμουνάδα θα πιούμε...

λεμούνι (από Khan, 16/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified