Selected tags

Further tags

Τη λέξη πουτσούλα, πουτσούλας, πουτσούλα μου την άκουγα παλιά στο χωριό της μάνας μου στο Βούναργο Ηλείας και την ξανάκουσα πριν μερικές μέρες ξανά από μια γειτόνισσα! Θα τολμήσω να γράψω πως έχει την έννοια το άντρα που έχει πουτσούλα και δεν είναι μουνάκι στη συμπεριφορά. Σας την παραθέτω λοιπόν.

  • Ο κατά μίαν έννοια καταφερτζής, ο ξύπνιος και επίμονος που τελικά κάνει αυτό που θέλει ακόμα και πάνω από τις δυνάμεις του και είναι και το σωστό/κοινωνικά αποδεκτό.
  • Ο ντόμπρος, τίμιος και μπεσαλής άντρας ανεξαρτήτου ηλικίας.

- Κοίτα πως του χώθηκε ο μικρός του νταγλαρά του κουραδόμαγκα! το λέει η καρδούλα του! Απάνω του ρε πουτσούλα!

- Ήρθε και με βρήκε χτες στο καφενείο ο Μήτσος και μου τά' πε στα ίσια: Μάκη την αγαπάω την αδερφή σου και θα τη πάρω!
- Άντε η ώρα η καλή Μάκη μου! Στό' πα, πουτσούλα ο Μητσάρας!

- Γιαγιά βρήκα κάτι λεφτά στη κουζίνα, δικά σου είναι;
- Ναι λεβέντη μου! Νά' χεις την ευχή μου! Πουτσούλα μου, μένανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που «περιποιείται» τους πάντες. Αλλιώς, η παρτόλα.

- Σοβαρά; Την έχει πηδήξει κι ο Γιώργος την Ελένη;
- Ποιος Γιώργος ρε, τη μισή γειτονιά έχει πάρει. Γυναίκα ασθενοφόρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερός έως γουτσιστικός χαρακτηρισμός για νεαρό (συνήθως) άτομο που έχει εμφάνιση καύλα, και ωσεκτουτού προκαλεί γκαύλα και σε εμάς. Συνήθως χρησιμοποιείται για καυλοπίπινα μικρόσωμα, λεπτοφυή και με ένα slutty ζενεσεκουά, τ. λολίτες, γυμνηματομούνες, ξεκωλάκια, πιπινέζες κ.τ.ό. Οριακά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αγόρια που είναι και πολύ μουνιά. Χρησιμοποιείται πολύ και ως γαμησιάτικο μπινελίκι.

  1. Τίτλοι από το Ιντερνέτι:

- 19χρονο κοκκινομάλλικο καυλάκι σε αυτοφωτογράφιση.
- Βάλτο καυλάκι μου το αγγούρι όλο μες στη σούφρα σου.
- Λινάκι το καυλάκι, Χριστινάκι το καυλάκι.
- Καυλάκι να το γαμάς από όλες τις τρύπες.
- Ντόπιο καυλάκι αφοσιώνεται στο γαμήσι.
- Γιαπωνέζικο καυλάκι.
- Καυλάκι ποζάρει μόνο και με την φίλη του.
- Ντροπαλό Ελληνικό καυλάκι.
- Μπιχλιμπιδάτο το καυλάκι.

  1. (Από διάλογο που αυτηκόησα):
    - Μπράβο γιατρέ μου που αδυνάτησες! Καυλάκι έγινες πάλι!

(από Khan, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Το τηλεχειριστήριο. Το remote control. Το καμ-πιούτα εμπάσει περιπτώσει. Αυτό που πατάς κι αλλάζει κανάλια, ψηλώνει φωνές, κλείνει την τιβί, ανοίγει το αρκοντίσιο, κλπ.

Όχι αυτό της πρώην τηλεόρασης που το φυλάς λες και θα αλλάξει η μόδα, όχι τα δεκατέσσερα παροπλισμένα άλλα, που βάζεις σε ένα κουτί κάτω από το τραπέζι του σαλονιού και τα τρώει η σκόνη, όχι το παλιό που χάλασε από την πολλή χρήση και το κρατάς για ανταλλακτικά.

Εκείνο το γαμίδι που όταν το ψάχνεις πάει και κρύβεται γ@μώ το στανιό του μέσα και δε λέει ένα «ορίστε» που το φωνάζεις να ρθει να φάει και να πέσει για ύπνο γιατί έχει σχολειό το πρωί.

υγ ένα μεγάλο grazie στον capo di capi di tutti capi που σκοπό ζωής έχει να χάνει το εν λόγω.

(ακριβώς στα τρία λεπτά ανακατέματος μαξιλαριών και καλυμμάτων)

- Πλάτωνα που είναι το τηλεγαμίδι;
- Το τηλεχειριστήριο;
- Ναι αυτό.
- Το ριμότ κοντρόλ;
- Ναι γαμώ την πουτάνα μου γαμώ.
- Αυτό τι είναι;
- Φέρτο, καλό είναι.

βλ. και γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποφάσισα να εισαγάγω το παρόν λήμμα, αφού άκουσα τον πατέρα μου να το χρησιμοποιεί. Η προέλευση είναι πελοποννησιακή (όπως πολλές αξιόλογες εκφράσεις) και χρησιμοποιούνταν κατά κόρον από τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου. Η χρήση της παθητικής μετοχής ως ουσιαστικό τονίζει την ουσία της πράξης: αποτελείται από το ουσιαστικό σκύλα και το ρήμα «πηδάω», με αναφορά στη γενετήσια πράξη. Απλά, περιγράφει αυτή που πηδιέται σαν σκύλα.

Ως γνωστόν, όταν τα θηλυκά σκυλιά βρίσκονται σε οίστρο ζευγαρώνουν με περισσότερα του ενός αρσενικά, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε ποιος αρσενικός είναι τελικά ο πατέρας. Έτσι λοιπόν και η σκυλαπηδημένη συνευρίσκεται ερωτικά με πολλούς άνδρες, ωσάν σκύλα που «σούρνει», χωρίς όμως να στοχεύει στην αναπαραγωγή του είδους, αλλά στην ευχαρίστηση.

Η τηλεόραση και τα πρότυπα που εδώ και χρόνια προωθεί παραπέμπει συχνάκις σε «σκυλαπηδημένες» διαφόρων κατηγοριών και υφών. Η κρίση θα λέγαμε ότι ευνοεί την τάση προς αυτή την κατεύθυνση και για λόγους βιοπορισμού και κάλυψης εξόδων και χαρατσιών.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σύντμηση ως «σκυλαπήδω».

  1. - Βάλε να δούμε ειδήσεις. - Δεν γίνεται, ξεκινάει νέο reality σήμερα. - Κάνε μου τη χάρη μωρέ, θα καθόμαστε να παρακολουθούμε όλες τις σκυλαπηδημένες βραδυάτικα... Βάλε να δούμε ειδήσεις...

  2. Αποκλείεται να πάω για μπάνιο ξανά κυριακάτικα και να ψάχνω να
    βρω ξαπλώστρα στο λιοπύρι, από τις σκυλαπηδημένες που τις μαζεύουν για να ακουμπούν τα πράγματά τους... Σπίτι και πάλι σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκιστί: της πουτάνας το κάγκελο.

-Γάμησέ τα. Χθες στο πάρτυ έγινε της επί χρήμασι εκδιδόμενης το κιγκλίδωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκ του πέρασα ΚΤΕΟ. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται από γυναίκες και από gay. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι γαμήθηκε μια χρονική περίοδο.

Λόλα: - Βγήκες τελικά με το παιδί που σου σύστησα;
Λίλη: - Ναι. Και με πέρασε ΠΕΟ μάλιστα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι οι επιδόσεις με μια γυναίκα στο κρεβάτι είναι εξαιρετικές.

Μάνος: - Πώς τα πήγες με την Άννα δικέ μου;
Κώστας: - Φίλε, χθες την ξέσκισα την καριόλα... Έγινε παρακαύλωμα του πυρός!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.

Κώστας: - Δικέ μου, κοίτα κάτι μπαλκόνια που έχει αυτός ο μούναρος!!
Νίκος: - Όντως... Έχει άριστη βυζική κατάσταση...

(από HardcoreGR, 25/03/13)"Έχεις βυζιά, μπαίνεις παντού". Αλλά με λίγη φαντασία μπορεί να διαβαστεί και ως "βυζίκ". (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να ξεκωλιάσεις μια γκόμενα και είσαι μεθυσμένος, με αποτέλεσμα να κάνεις αυτή την επισήμανση.

Γεωργία: - Αχ σκίσε μου το κωλάντερο Δημήτρη!!
Δημήτρης: - Έχω πιει τόσο που ή στραβή είναι η πούτσα μου ή στραβός ο κώλος σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified