Selected tags

Further tags

Είναι η στάση όπου η γυναίκα τρίβει τους όρχεις του άντρα.

- Έτσι, ναιιιι, ζούλα μου τ' αρχίδια...
- (επιφώνημα που δείχνει απόλαυση)
- Ναι, μωρό μου. Κάνεις τέλειο τσαγωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρχις. Επίσης χρησιμοποιείται ως υβριστική έκφραση.

- Σε παρακαλώ, δώσε μου το στυλό.
- Ρε φίλε, λέμε «όχι». Μην μου πρήζεις άλλο τα λαμπούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί στην σημερινή γλώσσα να σημαίνει ότι κάνω κάτι χωρίς συνέπειες, αλλά προήλθε από την τύχη κάποιου να την βάλει μέσα στον γυναίκειο πρωκτό και να την βγάλει καθαρή.

Βλ. και τη σκαπουλάρω.

  1. - Τελικά πάλι καθαρή την έβγαλες...
    - Νομίζεις... 5 μέρες κράτηση έφαγα...

  2. Καλά μιλάμε χθες πήγα και γάμησα μια βρωμοκώλα και την έβγαλα καθαρή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας χαρακτηρησμός του πέους, κοινώς πούτσος.

  1. (Πάνω στην σεξουαλική πράξη)
    - Μη Γιάννη, δεν είμαι έτοιμη...
    - Βρε πάρε τον τσολιά!

  2. - Τι έγινε ρε χθες με το πρόσωπο;
    - Τι να σου λέω! Ο τσολιάς με έβγαλε ασπροπρόσωπο με το θάρρος του!

(από Άγης, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα παιχνίδι που παίζεται από 14-16,συνοδεύεται από μια κίνηση των χεριών δείχνοντας στο ματζαφλάρι του καθενός και ποικίλει σε φαντασία. Μπορεί να περιλαμβάνει απλές ερωτήσεις, ανέκδοτα, και εάν κάποιος είναι αφηρημένος, και μόνον τότε, μπορεί να την πατήσει.

- Ε, ξέρεις σ' αγαπάει... - Ποιος;
- ΑΥΤΟΣ!!!!!!! ΧΑΧΑΧΑ
(καντήλες)

(από Άγης, 04/12/10)(από Άγης, 04/12/10)

Βλέπε και αυτός! 1-0.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που τις γαμάει όλες.

Πρέπει να γίνει διαχωρισμός από το σαβουρογάμη ή σαβουρογαμόσαυρο. Ο σαβουρογάμης έχει την τάση να γαμάει άσχημες γυναίκες, ενώ ο οδοστρωτήρας μπορεί να έχει στο ενεργητικό του φωτομοντέλα, αλλά και εντελώς χάλια γυναίκες. Οδοστρωτήρας θεωρείται αυτός που δεν αφήνει να του ξεφύγει καμία.

Ο Θόδωρος είναι οδοστρωτήρας. Δεν αφήνει παραπονεμένη καμία. Ούτε μαθήτρια, ούτε φοιτήτρια, αλλά ούτε και συνταξιούχο.

Ο Θόδωρος ο οδοστρωτήρας (από allivegp, 30/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή, όπως ολοκάθαρα φαίνεται, αποτελείται από δύο συνθετικά - το πούτσα και το πόρνη.

Χρησιμοποιείται κυρίως για άνδρες, αντί της λέξης loser, ελληνιστί = χαμένος, κορόιδο. Πολλοί φίλοι αποκαλούνται μεταξύ τους κατ' αυτόν τον τρόπο, ώστε να πειράξουν ο ένας τον άλλον.

  1. 'Αντε, μωρή πουτσοπόρνη!

  2. Όλο παιχτήρι είσαι παλιο-πουτσοπόρνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του Παίρνω Πίπες Όρθια. Δηλώνει την ιδιαίτερα κοντή, αλλά πρόθυμη και καπάτσα, γυναίκα που δε χρειάζεται να σκύψει για να πάρει πίπα. Χρησιμοποιείται δε και για την περπατημένη και σεξουαλικά πρόθυμη νεαρή γυναίκα.

- Λες να μου κάτσει η Μαρία άμα της την πέσω;
- Σίιιιγουρα! Αυτή βρε είναι ΠΠΟ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την σχετικά κυριολεκτική σημασία, δηλαδή παύω να τελώ εν καύληι, για τους άντρες εν στύσει, είτε μετά την ευτυχή εκπλήρωση της καύλας μου, είτε απλώς λόγω ξενερώματος και υπερβολικής αναμουνής πρβλ. στο ξεκαύλωτο, έχει και μια λίγο πιο ιδιαίτερη σημασία: επιδίδομαι σε μία από τις ποικίλες μετουσιώσεις και μεταρσιώσεις της καύλας, με συμπεριφορά παρορμητική, λιγούρικη, κουτουρατζίδικη, εφηβική.

Όταν λέμε μετουσιώσεις και μεταρσιώσεις της καύλας εννοούμε τα γνωστά, μηχανάκια, αυτοκίνητα, κυνήγι, όπλα, πολεμικές τέχνες, ακροδεξιές οργανώσεις ή αντίθετα ακτιβιστικές διαδηλώσεις με έφεση στο μπάχαλο, λήμματα στο σλανγκρ, το να γράφεις με bold αντί για italics Η ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, υπογεγραμμένα ή παραγεγραμμένα ιώτα μπαγαποντοδοτικά κουλούρια, γράψιμο ποίησης, ζωγραφική, μουσική, γλύψιμο και ταλιμπάν.

Συνήθως λέγεται με συγκατάβαση προς τον ξεκαυλούμενο, στο στυλ «άστον να ξεκαυλώσει λίγο με το τάδε», και εννοούμε ότι θα μπορούσε να κάνει και κάτι πιο επικίνδυνο, ή να τον βαρέσει η μαλακία στο κεφάλι. Όχι ότι δεν είναι επικίνδυνο και το να ξεκαυλώνεις με τα παραπάνω. Μέχρι και να καταστρέψεις την ελληνική γλώσσα μπορείς...

Επίσης, μπορεί να ειπωθεί ως υποτιμητική γείωση για αυτόν στον οποίο αναφέρεται. Ενώ δηλαδή ο δράστης μιας από τις παραπάνω δραστηριότητες μπορεί να είναι υπερήφανος γι' αυτήν, χρησιμοποιώντας την έκφραση «ξεκαυλώνω» την θεωρούμε ως υποκατάστατο σεξουαλικής στέρησης, εν ολίγοις ως ισοδύναμη με εκτονωτικό αυνανισμό.

  1. Και ακούστε και αυτό: φίλος, 34 ετών, είναι κάτοχος F430, Μ5, Ζ8, Ζ1, Μ3, 996 turbo και όταν θέλει να ξεκαυλώσει πάει Μέγαρα ή Σέρρες (εδώ)

  2. Απο το να ξεκαβλώσε με ένα παπί ή με το αμάξι του μπαμπά καλύτερα να ξεκαβλώσει με ώρες προπόνησης kick boxing που είναι πολύ πιο ασφαλείς (κάπου εδώ)

  3. Εγω παλι θεωρω οτι οποιος λεει οτι ξερει παπου προς παπου το αίμα του και την καθαρότητα του ειναι μαλλον ψευτης ή ρατσιστης εθνικαρος και ελληναρας που να παει να οργανωθει στην Χρυση Αυγη το συντομοτερον δυνατον μπας και ξεκαυλωσει...
    (εδώ)

  4. 1η κιθάρα θέλει να πάρει το παλικάρι να ξεκαυλώσει και του λες να παίξει jazz;
    (εδώ)

  5. Καμιά φορά περιπρισμένος αριθμός αντιεξουσιαστών την πέφτει στα ΜΑΤ για να ξεκαυλώσει. Η υπόλοιπη πορεία διαδηλώνει ειρηνικα (εδώ)

serious delirium (από jesus, 22/11/10)(από Khan, 12/02/15)

βλ. και ξεχαρμανιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπέρδεμα, η μπερδεμένη κατάσταση.

- Έβγαλες άκρη με το μόντεμ;
- Διάβαζα πέντε ώρες το μάνουαλ, αλλά είναι περδικλοπούτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified