Selected tags

Further tags

Διάσημη φράση που δηλώνει την συχνή σεξουαλική επάφη μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Εναλλακτικά, δηλώνει την ένταση την σεξουαλικής επαφής.

  1. - Τι με κοιτάς έτσι, ρε βλαμμένο;
    - Θα σε πάω τρένο, ρε μαλάκα...

  2. (Δασκάλα) - Φτιάξτε μια πρόταση με την λέξη τρένο.
    (Μαθητής) - Τον Νίκο τον πάω τρένο...

Το αγαπητό μεταφορικό μέσο... (από PANOS13, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρώτο μέρος του λήμματος το γνωρίσαμε στις περιπέτειες του Καπετάν Αντρέα Ζέππου (από το ομώνυμο σουξεδάκι), ο οποίος αλήτευε με την ψαροπούλα του.

Τελικά, οι ευφάνταστοι σεναριογράφοι ποιοτικών αισθησιακών ταινιών (κοινώς τσόντες) μερεμέτιασαν λίγο την φράση αυτή και προέκυψε αυτό το απαύγασμα της ποίησης...

Το νόημα της ρήσης είναι φανερό. Αναφέρεται σε έναν τρόπο ικανοποίησης της ερωτικής συντρόφου με χρήση όοοοοοολων των αντρικών όπλων (από τη μέση και κάτω).

(Επιβήτορας τύπου Γκουσγκούνη:) - Αχ μανάρα μου, τι σου κάνω...
- Έγια μόλα έγια λέσα, βάλε και τις μπάλες μέσα, άντρακλα μου...

(από PANOS13, 14/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει μπάζα. Δεν φταίει όμως η προσωπική του μπαζοσύνη, αλλά το κόμπλεξ κατωτερότητας που τον διακατέχει και τον ωθεί στο να επιβεβαιώνεται από άτομα λιγότερο βλεπίσιμα.

Θηλ.: μπαζογαμιόλα.

Από τότε που τον παράτησε η Μαρία, του βγήκαν όλα τα κόμπλεξ στη φόρα και έγινε ο χειρότερος μπαζογαμιάς του αιώνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε πλειάδα παρεμφερών αργκοτικών εκφράσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ράμματα παραπέμπουν στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα που έχει επειγόντως τη χρεία τους.

  1. Πήγα για ράμματα = έφαγα ήττα, έπαθα νίλα, τον ήπια. Λέγεται κατά κανόνα εκ των υστέρων. Αν π.χ. μια γκόμενα σου ρίξει άκυρο ή σε σχολάσει, τότε μπορούμε να πούμε -αναλόγως και τη σοβαρότητα της κατάστασης- ότι είσαι για να πας να κάνεις ράμματα, ή ότι σ' έστειλε για ράμματα.

  2. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Βαρύτατη απειλή που αντικαθιστά το τετριμμένον «θα σε γαμήσω». Καθώς δεν εμπεριέχει κάποια αμέσως υβριστικήν λέξιν, η απειλή καθίσταται πιο υποδόρια και, υπό προϋποθέσεις, περισσότερο σοβαρή. Εκτεταμένη βερσιόν της, είναι και το υπό του hodja αναρτηθέν έχω ράμματα για τη σούφρα σου. Στην τελευταία περίπτωση, φρονώ πως η απειλή πάλιν αποδυναμώνεται εξαιτίας της αμέσου αναφοράς εις την ροδέλα και του μακροσκελούς της εκφράσεως, πράγματα που την φέρουν εγγύτερα στη σφαίρα της γραφικότητος.

  3. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Φαινομενικώς όμοια με την προηγούμενη, λέγεται υπό εξημμένου τινός αρσενικού προς το αντικείμενο του πόθου του (γυναίκα ή πούστη). Το εν λόγω σερνικόν διαφημίζει ούτως τας σεξουαλικάς του επιδόσεις (αντοχή, τεχνική, μέγεθος φαλλού κλπ), προϊδεάζοντας τον/την σύνευνόν του περί των σεισμικών δονήσεων που θα επακολουθήσουν. Εις ιστορικόν χρόνον, χρησιμοποιείται μεταξύ επιβητόρων προς κομπασμόν.

- Άσε, χτες είχαμε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου με τη Μαιρούλα. Μιλάμε πως δεν τη γάμησα απλά, την έστειλα για ράμματα.

  1. Της Παναγιάς τα ράμματα. Εξαιρετικά βλάσφημη βερσιόν του ανώδυνου «της Παναγιάς τα μάτια», η οποία θα άξιζε ίσως να τύχει αυτοτελούς πραγμάτευσης. Τα όμματα (μάτια) ευκόλως τρέπονται εν τη ρύμη του λόγου εις ράμματα. Χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το γνωστό, ως κατακλείδα δλδ προτάσεων που απαριθμούν τα μέρη ενός συνόλου.

- Και σκάω που λες στα έβερεστ και χτυπάω ένα τοστάκι με τα πάντα όλα μέσα: τυρί, μπιφτέκι, λουκάνικο, ομελέτα, μπέϊκον, τηγανητές, ρώσικη, τυροκαυτερή, της παναγιάς τα ράμματα να πούμε!!

Σε ακόμη πιο καμμένες καταστάσεις, προσκολλάται ως πασπαρτού στο τέλος μιας οποιασδήποτε άσχετης φράσης. Το υπονοούμενο είναι grosso modo και εν συντομία το εξής: η Παναγία ήταν παρθένα από μπρος (άμωμος σύλληψις κλπ) τίποτα όμως δεν την εμπόδιζε να τον τρώει από πίσω...

- Την τράβηξα στο διάλειμμα στις τουαλέτες του 3ου, μου τον πήρε στο στόμα και στο καπάκι της τον φόρεσα, της παναγιάς τα ράμματα, τι να σου λέω τώρα!

Σ.ς.: Κατ' άλλη άποψη πρόκειται για τα ράμματα από την παρθενοραφή που χρειάστηκε να κάνει μετά το ξεπέταγμα του θείου βρέφους. Η ερμηνεία αυτή είναι και η μόνη πραγματικά βλάσφημη, καθότι αρνείται το θεμελιώδες δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης. Αποτελεί εμμέσως μια θεολογική θέση κι όχι ένα απλό χοντροκομμένο αστείο.

  1. - Μαλάκα μου τι παλούκια θέματα ήταν αυτά που έβαλε στα Λατινικά; Πήγαμε για ράμματα, κανονικά όμως.

  2. - Φιλαράκι, ακόμα μια φορά να κάνεις πως κοιτάς τη γκόμενά μου και θα σε στείλω για ράμματα.

  3. - Μωρό μου, όλες αυτές τις μέρες που λείπεις ούτε μαλακία δεν έχω τραβήξει, τα φυλάω όλα τα φλόκια για πάρτη σου. Και στο λέω να το ξέρεις, πως όταν βρεθούμε, σε βλέπω να πηγαίνεις για ράμματα απ' τον πούτσο που θα σου ρίξω.

  4. - Το 'χω κάνει τούμπανο το αμαξάκι, τι αεροτομή του 'χω χώσει, τι φιμάτα τζάμια, τι εξάτμιση, τι ζάντες 18άρες. Της παναγιάς τα ράμματα του 'χω ρίξει απάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντροπιασμένος, αυτός που έχασε την τιμή του.

- Γιατί δεν έρχεσαι μέσα στο σπίτι να ευχηθείς; Ε, βέβαια! Είσαι κωλοφαγωμένος, μετά από τα αίσχη που έκανες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα όφωνο αλλιώτικο απ' τ' άλλα. Με αυτό, ορισμένες αξιέπαινες κυρίες που ζουν ανάμεσά μας, δίνουν κανονικά ρεσιτάλ. Ο λυτρωτικός και καθαρτικός χαρακτήρας μιας υψηλής τέχνης απαιτήσεων.

Το πέτσινο μικρόφωνο θέλει να το πονάς, θέλει να το ματώνεις. Η επιτυχία στο άθλημα επ' ουδενί πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απαιτείται μακροχρόνια τριβή με το αντικείμενο, στοχοπροσήλωση, συνέπεια και συνέχεια. Πάνω απ' όλα πρέπει να το αγαπάς το άθλημα. Όχι «πιάσαμε όλοι από 'να μαρκούτσι και την είδαμε τραγουδιστές». Όχι αγάπη μου, δεν είναι τόσο απλό.

Όροι επομένως όπως πέτσινο μικρόφωνο, κλαρίνο ή βουκολική φλογέρα, υπογραμμίζουν τον εξόχως συναγωνιστικό χαρακτήρα της εν λόγω αγαθοεργού και θεαρέστου πρακτικής. Δεν είμαστε όλες ίσα κι όμοια, πώς να το κάνουμε. Άλλες το 'χουν, άλλες δεν το 'χουν. Όπως σημειώνω και στα παραδείγματα εδώ, η πεολειχία ελάχιστα απέχει από την αναγόρευσή της ως επισήμου ολυμπιακού αθλήματος. Τα όργια (διαγωνισμοί τσιμπουκιού) που έκαναν οι αγγλίδες σε θέρετρα όπως Φαληράκι Ρόδου, Λαγανάς Ζακύνθου, Κάβος Κερκύρας κ.ο.κ., δεν σοκάρουν όπως παλιά την ελληνική καθημερινότητα.

Και μια τελευταία βελτσιά, έτσι να μην ξεχνιόμαστε: οι πεολειχιάστρες αποτελούν τους σύγχρονους συνεχιστές μιας μακράς και αγλαούς προφορικής παράδοσης, εκπρόσωποι μιας αειθαλούς κουλτούρας προφορικότητας. Παράδοση που ξεκινά απ' τον Όμηρα, τους ραπ-σωδούς και τους αοιδούς, την αρχαϊκή ποίησις της Σαπφούς και του Αλκμάνα, συνεχίζεται εν τη Ρωμανία με τον Διγενή Ακρίτα και τα λοιπά άσματα του ακριτικού κύκλου, περνάει κι απ' τα Δημοτικά Τραγούδια. Με τις υγείες σας.

- Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό που σου έχουν πει για τον κώλο σου;
- Πολλά έχουν πει: «Ποπο κωλάρα!», «Τι κωλάρα είν' αυτή!», «Να σε σκίσω!» κλπ. Δεν μ' αρέσουν όμως αυτές οι ατάκες...
- Τραγουδάς στο μπάνιο σου;
- Όχι, δε μ' αρέσει.
- Έχεις τραγουδήσει ποτέ στη ζωή σου με πέτσινο μικρόφωνο;
- Τι εννοείς; (σ.σ.: γέλια) Σα δε ντρέπεσαι!

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από συνέντευξη μιας κάποιας κιουρίας Μάρσιας Αλεξάνδρου, η οποία φωτογραφίζεται με αδαμιαία περιβολή στο MAXIM Δεκεμβρίου (αυτό με τη Σάσα Μπάστα). Όποιον ενδιαφέρει, ας ρίξει μια ματιά εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει άνθρωπο ποταπό ή ανάξιο / ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται και η έκφραση «ψωλή γαϊδάρου».

  1. - Τώρα που πήρα το δίπλωμα, θα κυκλοφοράω το αμάξι ελεύθερα.
    - Άντε μωρή ψωλή λαγού, που θες κι αμάξι...

  2. - Θέλεις να κουβαλήσω τα ψώνια σου μέχρι στο σπίτι; - Τι να κουβαλήσεις μωρή ψωλή λαγού, ούτε μισό κιλό δεν μπορείς να σηκώσεις...

Δες και πούτσα από λαγό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση των όρχεων στο στόμα άλλου ατόμου με παρατεταμένη διάρκεια ώστε να μουλιάσουν και να καθαρίσουν.

- Τι θα κάνεις μετά τη δουλειά;
- Θα πάω στο σπίτι της δικιάς μου. Θα την βάλω να μου κάνει και ένα αρχιδόλουτρο, για να με ξεκουράσει.

(από aias.ath, 15/12/09)Ορίστε! (από knasos, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς, πρόκειται για το μηχάνημα που κάνει κούρμπες (=καμπύλες) στις σιδηρόβεργες. Μεταφορικά, περιγράφει άνθρωπο που μυείται τόσο πολύ στο άθλημα που λέγεται «σεξ» ώστε να στραβώνει πέη.

- Φιλαράκι ωραία γκόμενα η Μαρία, έτσι;
- Άσε ρε το πουταναριό, ο κώλος της σκέτος κουρμπαδόρος είναι, έχει στραβώσει ψωλές και ψωλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified