Ο μαλάκας πιο ευγενικά...
- Πού πας ρε μαμαλάκη από κει... από δω πάμε...!
Ο μαλάκας πιο ευγενικά...
- Πού πας ρε μαμαλάκη από κει... από δω πάμε...!
Got a better definition? Add it!
Μικρόσωμος, καχεκτικός. Συνώνυμα: δείγμα (άντρα, γυναίκας)
Εμφανίζεται η Ρωσίδα και τι να δω; Μισή μερίδα γυναίκα. Ύψος 155, κιλά 45. (από το διαδίκτυο)
Αν ήξερα [...] δεν θα τον έπαιρνα τη μισή μερίδα. Μισός άνθρωπος και 'γω νταρντάνα. (από ιστολόγιο)
Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισοριξιά
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Τύπος λάτρης του φαγητού...
(τραγουδιστά)
- Καλώς τον Μαμαλάκη, φτιάξ' του ένα σουβλάκι!
Got a better definition? Add it!
Ο φτιαγμένος με μπαγιάτικο ψωμί ή παξιμάδι ντάκος*.
*Ντάκος: πρόχειρο ορεκτικό, μάλλον Κρητικής προέλευσης, που αποτελείται από παξιμάδι, μια στρώση τριμμένης τομάτας, μια στρώση τριμμένης φέτας και λάδι, ρίγανη κτλ.
-Πώς ήταν το μαγαζί; Όπως στα λεγα;
-Καλά ήταν μωρέ, πλακώσαμε τα ρακόμελα και κάτι άλλα μπινελίκια. Παραγγείλαμε και ντάκους, αλλά μας έφερε γεροντάκους και δεν τους ακουμπήσαμε. Λογικά θα τους σερβίρει στους επόμενους, όπως εμάς μας έφερε των προηγούμενων.
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.
Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;
Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.
Got a better definition? Add it!