Further tags

Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.

- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...

Στου γιαλού τα πουτσαλάκια! (από Cunning Linguist, 19/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόλος στην ταινία Carlito's Way, ενσαρκωμένος από τον ηθοποιό Luis Guzmán. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για την πολύ άσχημη γυναίκα, ή αλλιώς το μπάζο.

- Τι είναι αυτή που μας έφερες βρε παιδί μου! Σκέτος Πατσάνγκα!

Ο ηθοποιός Luis Guzmán ως Pachanga. (από patsis, 27/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράου Μπλούχερ (frau Bluecher) ήταν η γκόμενα του παππού του Φρανκενστάιν. Από την ταινία «Young Frankenstein» του Gene Wilder.

Φαντάσου τώρα αγαπητέ αναγνώστη τι έκπαγλου καλλονής και ψυχικής αρμονίας ήταν η γκόμενα αυτή.

Χρησιμοποιείται λοιπόν για θήλυ ανώτερο στέλεχος εταιρίας που ούτε όμορφο είναι, ούτε και σφύζει από τα καλύτερα συναισθήματα για τους άλλους.

- Τι μαλακίες γράφει πάλι η φράου μπλούχερ;
- Ξέρω 'γω; Πάλι θα θάβει κάποιον φουκαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά κουρασμένος άνθρωπος, τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος που μόλις βρει κρεβάτι θα πέσει όπως έπεσε ο Απόλλο στο Ρόκυ 4 μετά από τις μπουνιές του Ρώσου (βλ. βίντεο).

Επειδή θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Απόλλο στη εν λόγω σκηνή έπεσε για κάποιο σκοπό και άρα σαν ήρωας, Απόλλο μπορεί να είναι και αυτός που παπαρ' ότι όλες οι πιθανότητες να πετύχει το σκοπό του είναι κατά του, συνεχίζει και το παλεύει μέχρι που τελικά χάνει και αυτός ηρωικά όπως ο Απόλλο.

  1. - Το βράδυ είμαστε για πολλά ε; Σε θέλω δυνατό...
    - Μπα δεν το 'χω ρε, είμαι Απόλλο, θέλω να ψοφήσω.

  2. - Κοίτα τον πούστη τον Άρη πως χώνεται σαν την αρκούδα σε όλες τις γκόμενες.
    - Ναι αλλά στο τέλος... Απόλλο.

(από notheitis, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχικός οδηγός street μηχανής, συνήθως ευτραφής, με άσπρη κάλτσα, βλαχολαϊκής εμφάνισης, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εξαντλήσει τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας του. Όρος που προέρχεται από τις ταινίες του Στάθη Ψάλτη της δεκαετίας του '80.

- Αμάν, μας πήρε τα αυτιά αυτός με την χαγιαμπούσα!
- Ε, τι περιμένεις; Δεν τον βλέπεις τι Στάθης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολιτικός ή ο συνδικαλιστής που έχει εύκολες τις υποσχέσεις,που θέλει να παραμυθιάζει τους ψηφοφόρους του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται θαθάκιας, κατώτερος των περιστάσεων, υποκριτής και ανίκανος. Ο όρος προέρχεται από την ταινία:«Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Κωνσταντάρα, όπου ο Κωνσταντάρας υποδυόταν τον υπουργό αγροτικής ανασυγκροτήσεως Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, ο οποίος έχοντας εμπιστοσύνη στους αυλοκόλακες του περιβάλλοντός του αγνοούσε τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και είχε εύκολες τις υποσχέσεις.

- Πλησιάζουν πάλι οι εκλογές.
- Ωχ. Θα μας πρήξουν πάλι τα αρχίδια οι διάφοροι Μαυρογιαλούροι με τα έργα που θα κάνουν, με τα χρυσά κουτάλια που θα μας δώσουν να τρώμε και με τις άλλες παπαριές που θα ακούσουμε. - Αυτοί τη δουλειά τους και μεις τη δικιά μας
- Δηλαδή;
- Μαύρο δαγκωτό στους Μαυρογιαλούρους. Στο καρφί χωρίς επιστροφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προδότης, ο χαφιές.

Αρτέμης Μάτσας σε ταινίες Β' ΠΠ: -Παραδώστε τα όπλα σας, οι Γερμανοί μας αγαπούν, είναι φίλοι μας.

- Μη πεις του Μάτσα οτι ξενοπηδάω γιατί θα με δώσει στη δικιά μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάστορας που σου κάνει το σπίτι μπουρδέλο.

(από την μεγάλη ταινία «Κλασική περίπτωση βλάβης» με τον Κώστα Τσάκωνα).

- Τι επαθες ρε μούτρο;
- Ήρθε ο Τσάκωνας να μου φτιάξει τις πρίζες. Χτύπησε σωλήνα με το τρυπάνι και πλημμυρίσαμε.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που του ρίχνουν σφαλιάρες. Ο σφαλιαροεισπράκτορας. Έκφραση εμνευσμένη από τον αγαπημένο κωμικό των παλιών ελληνικών ταινιών Αλέκο Τζανετάκο.

- Πέταξε μια βλακεία και τον κάνανε τζανετάκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ο χτυπημένος από τη ζωή και τις κακουχίες της που παίζει μπουζούκι για να παρηγορηθεί.

Ο όρος έχει βγεί από τον μεγάλο ηθοποιό του έθνους Νίκο Ξανθόπουλο, από την ομώνυμη ταινία Γιακουμής - μια Ρωμαίικη καρδιά.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αυτούς οι οποίοι κλαίγονται συνεχώς για την πάρτη τους, με απώτερο σκοπό να τους λυπηθείς και να τους καβατζώσεις (κυρίως οικονομικά). Συνηθίζεται η έναρξη της κλάψας να γίνεται με την λέξη: «Μάνααα...», αφού συνήθως κλαίγονται στη μάνα τους για λύπηση και χαρτζιλίκι.

Υπάρχει φυσικά και η δεύτερη και σημαντικότερη χρήση, η οποία αναφέρεται σε υπερβολικά πλούσια ή νεόπλουτα άτομα, με απαραίτητη προϋπόθεση την κατοχή σκάφους ως μουνοπαγίδα. Συνήθως κυκλοφορούν με πουλοβεράκι στους ώμους και σορτσάκι Nautica και κόβουν βόλτες στις μαρίνες σε ακτίνα κοντινή στο σκάφος. Μιλάνε στο κινητό μεγαλόφωνα και κανονίζουνε το επόμενο μπακουροπάρτυ στο σκάφος. (Ο Γιακουμής της ταινίας κοιμότανε σε βάρκα και όλο το story έπαιζε γύρω από αυτό).

Η χρήση αυτή του όρου γίνεται με εντελώς αντίστροφη λογική από αυτήν του αγαπητού παιδιού του λαού! Σε αντίθεση με τον Ξανθόπουλο - που ήταν χαμάλης στο καρνάγιο - τα άτομα αυτά συνήθως δεν δουλεύουν.

  1. Τάσος: - Ρε συ Πάμπο, πού να σου λέω τι έπαθα... Πάνω που ερχόμουνα με πιάνει λάστιχο, παίρνω λεωφορείο και μου κλέβουνε το πορτοφόλι, με πιάνει εισπράκτορας και τρώω πρόστιμο, το κινητό δεν έχει μονάδες και δεν έχω και τηλεκάρτα! Έχεις κάνα ψιλό για δανεικά; και θα στα φέρω αύριο...
    Πάμπος: - Πού 'σαι Γιακουμή; Το μπουζουκάκι σου και σ' άλλη παραλία...

  2. - Μαλάκα, τι σκάφος είναι αυτό που έχει το πουρέιντζερ;;;;
    - Ναι, ναι... Γιακουμής ο δικός σου...!

(από GATZMAN, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified