κινέζος με πούστη, πούστης με κινέζο

Στο στρατιωτικό συσσίτιο, το κοτόπουλο (πούστης) με ρύζι (κινέζος). Παρεμφερές με/του πούστης με γύφτο.

- Τι θα φάμε σήμερα;
- Ό,τι τρώμε τέτοια μέρα: πούστη με κινέζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπολειπόμενη ομορφιάς συνοδός αιθέριας ύπαρξης.
(παρατηρείται συχνά όμορφη νεανίς να συνοδεύεται από μη συνάδουσα φίλη).

Όταν οι ζεύγω δρώντες θηρευτές εντοπίσουν το θύμα, ρίχνουν τον κλήρο ποιος θα επωμισθεί το πακέτο.

Γενικότερα όταν είς εκ των θηρευτών ενδιαφέρεται ιδιεταίρως για την μία εκ των δύο, ο έτερος καλείται να ασχοληθεί με το πακέτο.

- Λοιπόν, εγώ την Λίτσα, εσύ το πακέτο!
- Να χαρώ το φιλαράκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ο ευνούχος. Έτσι χαρακτηρίζεται επίσης και ο ομοφυλόφιλος ή ο άντρας τον οποίο η γυναίκα του τον έχει βάλει στο βρακί της. Απο το δημοφιλές κόμικ του Αρκά (στα αγγλικά ο ευνούχος λέγεται castrated).

- Θα έρθει μαζί μας για μπύρες ο Τάσος τελικά;
- Πού να έρθει ρε; Αφού τον έχει κάνει καστράτο η Σούλα να πούμε!

Ο γάτος μου είναι γκέι (από Hank, 12/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή, ο πούστης, ο gay, η παλιόπουστα, η σκατολουγκρητία.

Αναφέρεται σε εκείνο το άτομο το οποίο συμπεριφέρεται ακριβώς σαν κοπέλα. Έχει επέλθει η πλήρης μετεξέλιξη και ο τύπος πλέον ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με το άλλο φύλο. Η κοπέλα η τελειωμένη συμπεριφέρεται με πουτανιά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του (ναι πάλι στα πέη αναφέρομαι).

Γιαννάκης: - Μπαμπά είμαι Gay
- Τι λες παιδί μου... Έχεις εσύ φίλες μοντέλα;
- Όχι μπαμπά.
- Έχεις σπίτι στη Μύκονο;
- Ούτε.
- Δουλεύεις στην τηλεόραση; - Όχι μπαμπά.
- Τότε τι gay είσαι ρε μαλακισμένο. Παλιόπουστα του κερατά είσαι, κοπέλα τελειωμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά των λέξεων Παίρνει Τσιμπούκια Όρθια. Χαρακτηρίζει τη γκόμενα εκείνη που είναι τόσο κοντή που ο λαιμός της μυρίζει ποδαρίλα, τη γκόμενα εκείνη που είναι 1.50m με τα χέρια στην ανάταση, την πολύ κοντή, να το πω επιστημονικά, γκόμενα. Προσοχή, δεν αναφέρεται στις γυναίκες μπάζα. Πολλές φορές τα Π.Τ.Ο. έχουν πολλά πλεονεκτήματα (εύκολη αποθήκευση και ευχρηστία αν και είναι λίγο ευαίσθητα στην υπερβολική χρήση).

— Επιτέλους την πήδηξα τη Μαρία.
— Ποια ρε μαλάκα; αυτό το Π.Τ.Ο.; Αυτή ρε δε σου φτάνει ούτε μέχρι τα αρχίδια!
— Ε και πού είναι το κακό;

(από gggggg, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.

Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.

  1. (Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
    Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.

  2. (Από http://raptusr.blogspot.com)
    Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για έναν ομοφυλόφιλο, συνήθως έναν που του αρέσει περισσότερο να τον τρώει παρά να τον δίνει.

- Γεια σας, παιδιά.
- Φύγε απο 'δω, ρε πουτσογλείφτη, μας την σπας και μόνο που σε βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.

- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι. - Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.

(από GATZMAN, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified