Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.
- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!
Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.
- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!
Got a better definition? Add it!
Ο Σκοπιανός.
Μας ζαλίσανε τα αρχίδια οι φυροματσεντόνες.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση για τον γκέι, όπως και το του σωματείου. Προέρχεται από την Βιολογία και είναι σαν να λέμε ότι οι στρέιτ και οι γκέι ανήκουν σε άλλες συνομοταξίες. Όμως τα εξελικτικά όρια έχουν θολώσει δραματικά με την εμφάνιση των στρέι.
Τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα ο Λούλης! Είναι της συνομοταξίας!
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση υποδηλώνει:
Α. Σοβαρότατη σωματική, αλλά κυρίως νευρο-ψυχική και ψυχολογική καταπόνηση ένεκα στέρησης, καρτερίας, ταλαιπωρίας, δοκιμασίας, αναμονής, υπομονής, βασανισμού κλπ.
Το μάτι μαυρίζει εξαπανέκαθεν από 3 αιτίες:
α) μακιγιάζ
β) μπουκέτο
γ) μυδρίαση
Η γ' περίπτωση είναι κυρίως αυτή που υπαινίσσεται η έκφραση μεταφορικά, καθ' όσον η μέτρια μυδρίαση (διαστολή της κόρης του ματιού) αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής νευρο-σωματικής πάθησης, ενώ η πλήρης μυδρίαση αποτελεί τυπική εικόνα του νεκρού.
B. Πλήθος ατόμων, πραγμάτων κλπ με μαύρο ή σκούρο εξωτερικό χαρακτηριστικό χρώμα όπως μελαψοί, ιερείς, μαυροφορεμένοι, κοράκια κλπ, όπου το μάτι μαυρίζει είτε εξ ανακλάσεως είτε από μείωση της φωτεινότητας.
Ιστορικό ανάλογο: «Καλύτερα, θα πολεμάμε υπό σκιάν», απάντησε ο Λεωνίδας στους πολυπληθέστερους Πέρσες, όταν απείλησαν τους Σπαρτιάτες ότι θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους.
Γ. Συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γενικότερα, ασχέτως χρωματικής απόχρωσης ή διαβάθμισης φωτεινότητας.
Σημ:. Η έκφραση-έννοια «μαύρισε το μάτι μου, από μπουνιά» παραλείπεται ως πλέον τετριμμένη.
- Μαύρισε το μάτι μας να περιμένουμε πότε θα μας προσλάβουν για δουλειά.
- Πού να σ'τα λέω; Ανακάλυψα μπουρδελάκι με Αφρικανές. Μπήκα μέσα και μαύρισε το μάτι μου.
- Μαύρισε το μάτι μου όταν είδα τις στίβες με τα χαρτιά στο γραφείο μου, όταν επέστρεψα απ την άδεια.
Got a better definition? Add it!
Δες και την τρίζει την όπισθεν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)
Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο
Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.
- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;
Got a better definition? Add it!
Η αδερφή, ο πούστης, ο gay, η παλιόπουστα, η σκατολουγκρητία.
Αναφέρεται σε εκείνο το άτομο το οποίο συμπεριφέρεται ακριβώς σαν κοπέλα. Έχει επέλθει η πλήρης μετεξέλιξη και ο τύπος πλέον ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με το άλλο φύλο. Η κοπέλα η τελειωμένη συμπεριφέρεται με πουτανιά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του (ναι πάλι στα πέη αναφέρομαι).
Γιαννάκης:
- Μπαμπά είμαι Gay
- Τι λες παιδί μου... Έχεις εσύ φίλες μοντέλα;
- Όχι μπαμπά.
- Έχεις σπίτι στη Μύκονο;
- Ούτε.
- Δουλεύεις στην τηλεόραση;
- Όχι μπαμπά.
- Τότε τι gay είσαι ρε μαλακισμένο. Παλιόπουστα του κερατά είσαι, κοπέλα τελειωμένη...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που χρησιμοποιείται συνήθως για να αποτρέψει την προσέγγιση προς εμάς, θηλυκού τετράπαχου, άσχημου και ενίοτε γενειοφόρου!
Η προέλευση της έκφρασης έχει τις ρίζες της στο κλασσικό Ποπάυ, όπου ο πρωταγωνιστής ναύτης προέτρεπε τον αντίπαλο του Μπρούτο (εξ ου και το τετράπαχο, άσχημο και γενειοφόρο του πράγματος) να απομακρυνθεί πάραυτα!
- Μπάμπη, αυτό το μπάζο η Νένα έρχεται κατά πάνω σου. Και με άγριες διαθέσεις απ' ό,τι βλέπω...
- Πίσω γορίλλα!!!
Η έκφραση είναι προγενέστερη του Ποπάυ: Γορίλλαι στην αρχαιότητα αποκαλούντο τα μέλη μυθικής φυλής κακάσχημων τριχωτών γυναικών.
Got a better definition? Add it!
Γαμησιάτικο μπινελίκι παλαιάς κοπής, της μοδός στα '70ς και '80ς, ίσως λόγω οριενταλιστικού ρομαντισμού. Σύγκρινε: Τουρκόγυφτος.
- Αχ, τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα!
- Να μού 'κανες και κάτι, αλλά πού;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified