Further tags

Είναι το παιδοβούβαλο, ο παις δηλαδή που έχει ξεφύγει από τη χορεία του υπέρβαρου και βρίσκεται πλέον στην κατηγορία βαρέων βαρών ή σούμο.

Η εν λόγω κατάσταση αποτυπώθηκε και σε τηλεοπτικά σποτ, όπως το κλασσικό «τρέξε τρέξε χοντρούλη», για να επιστήσει την προσοχή των μανάδων να μη ταΐζουν υπερβολικά τα παιδιά τους.

Το ντουρντούβαλο υστερεί στον διανοητικό τομέα σε σχέση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του σε τέτοια συχνότητα και βαθμό, που για τη λαϊκή συνείδηση ο όροι ντουρντούβαλο και πίκπα ταυτίζονται.

(από blog όπου προσεχώς συνταξιούχος αναπτύσσει τις απόψεις του για το πώς πρέπει να φαγωθεί το εφάπαξ):

Κάθε φορά που βλέπω μαντράχαλους με προβληματισμένο ύφος να αναρωτιούνται πότε επιτέλους θα τους γράψουν οι γονείς σπίτια, γίδια και χωράφια με πιάνει το κεφάλι μου από τα νεύρα. Το εκνευριστικό επιχείρημα «Να μου τα γράψει τώρα που είμαι νέος γιατί θέλω να κάνω κάτι δικό μου» μου ανακατεύει ακόμα περισσότερο το στομάχι. Συνήθως κάτι τέτοια τυπάκια πρέπει να τα αρπάξεις από το γιακά και να τους πεις «Μυαλό μαλάκα ποιος θα σου γράψει ;» Όμως δεν το κάνεις γιατί υποτίθεται ότι ζούμε σε κοινωνία ανθρώπων και πρέπει να ακούμε τις διαφορετικές απόψεις τον διπλανών μας και μπλά, μπλά, μπλά. Τέτοια τυπάκια το παίζουν καλοί γιοί/καλές κόρες, ανησυχώντας «δήθεν» πιο πολύ απ' ότι ανησυχείς εσύ για την υγεία σου. Φυσικά οι γονείς είναι υπεύθυνοι για το ντουρντούβαλο ετών τριάντα που έφτιαξαν , αλλά και το ντουρντούβαλο κάποια στιγμή πρέπει να κρατηθεί στα ποδαράκια του. Όσο για εμένα, σκέφτομαι ότι αν είμαι καλά στην υγεία μου, το εφάπαξ θα το φάω στο Τόκιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούνται συλλήβδην όλοι οι υπήκοοι του προς Βορρά κρατιδίου της Φυρομίας aka Βαρντάρσκα ή Ντράβσκα Μπανοβίνα, που προήλθε από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Ο πληθυσμός των Ρομά που εγκαταβιούν στο εν λόγω κρατίδιο ανέρχεται στο υπολογίσιμο 10% του συνολικού πληθυσμού, τρίτο ποσοστό μετά τους σλάβους και τους αλβανούς, ενώ και οι πολιτισμικές επιδράσεις του Ρομά στοιχείου είναι ιδιαίτερα έντονες στη χώρα αυτή.

Το λήμμα έχει μια σαφή μειωτική χροιά και χρησιμοποιείται από όσους δεν συμπαθούν τις ανιστόρητες, αλυτρωτικές διαθέσεις που εκφράζονται από την ηγεσία του κρατιδίου σε βάρος του Ελληνικού διαμερίσματος της Μακεδονίας.

  1. (από σισυφώνειο σχόλιο):
    Δεν είμαι μισάνθρωπος, αυτός είναι γυφτοσκοπιανός...αααααχαχαχαχα ααααααααα
    Και μ' αυτά που έγραψε, λίγα του ΄σουρα!!!

  2. (από εδώ):
    Ο Γυφτοσκοπιανός… πρόεδρος ήθελε να έρθει στην Αθήνα… με αεροπλάνο που θα έφερε τα σήματα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ο θρασύς… Για να μπορεί ο βλαξ να έχει τέτοια σήματα πρέπει να έχει την ελληνική έγκριση!... Τίποτε, ο γύφτος…δεν καταλαβαίνει… και φαντάσθηκε ότι μπορούσε … προκλητικά(!) να εισέλθει στην ελληνική επικράτεια… με τα πλαστά σήματά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά σκληρή παιδική έκφραση κατά αδέξιου ή αργόστροφου παιδιού. Χρησιμοποιείται ιδίως στα αθλήματα, σε περίπτωση απρόσμενης αστοχίας σε εύκολο στόχο ή καθυστέρησης στην κατανόηση συνθηματικών εκφράσεων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Π.Ι.Κ.Π.Α. = Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Αποκαταστάσεως & Αντιλήψεως, (1914 - 2003), που στόχο είχε κυρίως την αποκατάσταση και μέριμνα παιδιών με ειδικές ανάγκες.

Δηλαδή η έκφραση σημαίνει ούτε λίγο-ούτε πολύ: Είσαι καθυστερημένο!

Συνώνυμα: Άγαρμπο, καθυστερημένο, παράλυτο, ημιπλήγας, παραπλήγας, μαλακιασμένο, παπαρόμπεης, παλτό, μηναρόμπεης, κουλό, κουλομαρία, κουλαρία, κουλαμάρα, σαπατελό, μανταλάκια, παρμένο, αφαιρεμένο, άμπαλο, παρμενίων, ερείπιο, σαπάκι κ.τ.λ.

Ας θυμηθούμε και παλιό σχολικό πείραγμα, όπου πρότεινε η παρέα σε αφελή συμμαθητή, να προφέρει την ερώτηση «πού με πάει το πουλμανάκι;» με τη γλώσσα του κολλημένη στον ουρανίσκο, οπότε η απάντηση δίνονταν ατάκα και ομαδόν: «Στο Π.Ι.Κ.Π.Α.!»

Για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται οτι ουδέποτε τα σχολιαρόπαιδα υπήρξαν ούτε άδολα ούτε τρισχαριτωμένα, βλ. βασανιστήρια σε ζωάκια π.χ. καλάμι στον κώλο βατράχου και φούσκωμα ως να σκάσει, αφαίρεση φτερών μύγας ή χωνάκι στον κώλο της (!) κλείσιμο σφήκας σε μπουκάλι, πετάλωμα γάτας, ντενεκέδες στην ουρά σκύλων, επιθετικότητα στους σωματικά ή ψυχικά ασθενέστερους (βλ. Lord of the Flies του William Golding 1954 – σινεμεταφορά του Peter Brook 1963), ανταγωνισμός και επίδειξη λόγω κοινωνικών και ήδη εθνοτικών διαφορών, που κυμαίνονται μεταξύ προνομιακής κατοχής σάκας «Χατζηγιάννης» και σούπερ κασετίνας και μέχρι το σημερινό λεγόμενο school bullying και τον Άλεξ στη Βέροια.

Ώστε, η Πάνια δεν μας ήρθε ουρανοκατέβατη...

  1. - Παίρνω στην ομάδα μου το Χρήστο και το Γιάννη. Εσύ πάρε όποιους θέλεις.
    - Σοβαρά; Κι εγώ τί θα' χω τότε ρε φίλε, που μου' χεις αφήσει εδώ πέρα όλο το πίκπα;

  2. - Καλά ρε, έχασες το γκολ με κενή εστία;
    - Αφού γλίστρησα...
    - Τί πίκπα είσαι συ ρε παιδί μου!

(από xalikoutis, 24/08/09)(από johnblack, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γύφτικη γλώσσα, μπαλαμός αποκαλείται πας μη γύφτος, δηλαδή ο λευκός ή ξεθωριασμένος.

Ο ΜΠΑΛΑΜΟΣ

Μουσική: Διονύσης Τσακνής
Στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης

Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα, δε θα με χάσει καμιά πατρίδα και με τα χέρια μου και την καρδιά μου φτιάχνω τσαντίρια στα όνειρά μου

Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό και το λουμνό τ'αφεντικό νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό

Και τα γκανίκια μας όταν χορεύουν, με χασταρώματα που σε μαγεύουν, κουνάνε σώματα και τα πιτέ τους, μέσα σε κλείνουνε στις αγκαλιές τους.

Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό, και το λουμνό τ'αφεντικό νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό

στα ισπανικά (από jesus, 16/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published

«Δεν πάνε να κρεμασθούνε (οι Έλληνες σοφοί) πουθενά ή να γκρεμοτσακιστούνε, αφού δεν ξέρουν τί τους γίνεται;»

Μετά τις βρισιές Καραϊσκάκη, ένας ακόμη σλανγκικός λεκτικός πλούτος αναδεικνύεται μέσα από τα πατερικά κείμενα του γλωσσοπλάστη, μελίρρυτου, ανεξίθρησκου, μη μισαλλόδοξου, προστάτη των γραμμάτων, Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.

Συγκεκριμένα ο Ι.Χ. είναι ιδιαίτερα ευρηματικός όταν αναφέρεται με χαρακτηρισμούς στους Έλληνες εθνικούς, τους οποίους περιγράφει ως:

  • Μωρούς,
  • Εκφέροντες λόγους μιαρούς και ακάθαρτους,
  • Κυλιόμενους ομού με πόρνους και μοιχούς,
  • Δεισιδαιμόνας,
  • Αιμομίκτας μετά μητέρων και αδελφών,
  • Ασοφώτερους από τα ζώα,
  • Εστιγματισμένους,
  • Χειρότερους από τους χοίρους που πασαλείβονται με περιττώματα,
  • Κυνικά καθάρματα,
  • Παναθλίους,
  • Παμμιάρους,
  • Αναισχύντους, κ.α.

Περισσότερα κοσμητικά εδώ.

«Δεν πάνε να κρεμασθούνε (οι Έλληνες σοφοί) πουθενά ή να γκρεμοτσακιστούνε, αφού δεν ξέρουν τί τους γίνεται;» («Κατά Ιουλιανού και προς Έλληνας» λόγος Β' του Ιωάννου Χρυσοστόμου παρ. γ΄)

Ιωάννης Χρυσόστομος (από allivegp, 15/08/09)(από johnblack, 15/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κούρδος χαρακτηρίζεται κάποιος που εξαιτίας του είδους της δουλειάς του αλλάζει συνεχώς τόπους.

Ο Νίκος στην εταιρεία που δουλεύει, κάθε μέρα είναι σε διαφορετική περιοχή. Κούρδος κατάντησε!

Εξαιρούνται οι Κούρδοι περιπτεράδες, αυτή η μάστιγα... (από Khan, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Άραβας, κατά τον ίδιο τρόπο που ο βαφακούλος είναι ο Ιταλός και ο μεμέτης είναι ο Τούρκος. Αντίστοιχα χαρακτηρίζονται και κατηγορίες εμπορικών προϊόντων από την ονομασία αυτού που συναντάμε συχνότερα (π.χ. πούλμαν, σελοτέιπ)

Προέρχεται από την (σημιτικής καταγωγής) ρίζα S-L-M, και ειδικότερα την αραβική ρήση As-Salāmu `Alaykum, που σημαίνει «Η ειρήνη του Αλλάχ ας μεταδοθεί σε σένα» και είναι ο τυπικός χαιρετισμός των Αράβων.

Αντίστοιχα υπάρχουν το εβραϊκό Shalom aleichem και το μαλτέζικο Sliem ghalikom, αλλά παρά τις περισσότερες επαφές Ελλήνων με Εβραίους (οι οποίοι όμως μιλούσαν Ladino και όχι Εβραϊκά) ο χαρακτηρισμός έμεινε στους Άραβες...

*Νουνός: BuBis από το ΔΠ*

- Αυτός ο Αμπντουλλάχ, μεμέτης είναι για σαλαμαλέκος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ macho gay. Ο υπέρ το δέον φουσκωτός σε στυλ άγριου πορτιέρη αλλά με πωπό λουγκρίτας. Μιλάμε για πολλές ώρες σε γυμναστήριο (συν κάμποση αναβολικούρα μέσα, για να δέσει το γλυκάκι). Συνήθως made in USA. Το στυλάκι φοριέται πολύ στη Μύκονο. Άντε παιδιά, καλούς απογόνους...

Έχουνε γίνει όλοι φουσκωτόπουστες. Ούτε να τους κράξεις δεν μπορείς πλέον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια και ανοίξαμε τη συζήτηση με τον ταμπαβιόλη/παρμπριζουόζο για τους αλλοδαπούς συμπολίτες μας και τα σπορ στα οποία επιδίδονται, η συνέχεια έρχεται με τον πορτοφολέσκου, τον Ρουμάνο (με την έννοια του κατέχοντα Ρουμανική υπηκοότητα και όχι του κλασσικού σλανγκικού ρουμάνου) πορτοφολά, κλέπτη δηλαδή πορτοφολιώνε.

Οι πορτοφολέσκου δρουν σε μέρη όπου επικρατεί συνωστισμός (αστικά λεωφορεία, στάσεις, ουρές, γήπεδα κ.λπ.) και στοχεύουν κυρίως στα πορτοφόλια ανυποψίαστων πολιτών που διατηρούνται στην κωλότσεπη. Άλλες τακτικές των πορτοφολέσκου περιλαμβάνουν την δια τέμνοντος οργάνου διάρρηξη τσαντών και αφαίρεση του περιεχομένου τους καθώς και την όροφο-προς-όροφο λεηλασία κλειστών χώρων όπως Νοσοκομεία όπου οι άνθρωποι δεν έχουν την προσοχή τους στα πράγματα τους.

  1. (Από βλόγιο:)
    Ανεξέλεγκτη η δράση πορτοφολέσκου στο Ηράκλειο. Πάνω από 100 κρούσματα κλοπών πορτοφολιών σε μία εβδομάδα.

  2. (Μέσα σε αστικό:)
    - Το νου σου στον πορτοφολέσκου που σε πλευρίτωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνισταμένη δύο κλασικών πλέον βρασταμανικών λημμάτων, ήτοι οαρκούρδος είναι αρκούδος και μελαψός Αγγλοσάξων ή Γαλάτης ή Τεύτων ή γουατέβα, αλλά περισσότερο στην απόχρωση της σκουριάς.

Βέβαια, στις προθέσεις του λημματονουνού Κνάσου και της φίλης του, που το εφηύρε για «κάτι περίεργους, μαυριδερούς, βρώμικους και τριχωτούς Άγγλους σε ένα αεροδρόμιο» δεν ξέρω αν περιείχετο η γκέι έννοια. Πλην ύστερα από την πρόσφατη λημματογράφηση του αρκούδου, κάθε μη αρκούδως γκέι εκδοχή του αρκούρδου έχει πλέον καταστεί παρώ. Βέβαια, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί η έκφραση και για έναν στρέιτ μελαψό βερμουδιάρη, πλην φοβούμαι ότι θα δημιουργηθούν εύλογες υποψίες μήπως ο χαρακτηριζόμενος ως αρκούρδος το αυτονομεί το Κουρδιστάν ή, εναλλακτικώς, το γλείφει το μέλι...

Αρκούρδος, λοιπόν, ο αρκούδος με απόχρωση σαν Κούρδο, ή πάκι ταμπαβιόλη.

Trivia: 1. Πριν από την φίλη του Κνάσου, η έκφραση υπήρχε επίσης σε κρύα ανέκδοτα του στυλ: - Τι είναι καφέ, ζει στα δάση και το κυνηγάνε οι Τούρκοι; - ...;
- Ο αρκούρδος.

- Τι είναι καφέ, τρώει μέλι και έχει κουπιά; - ...;
- Η βαρκούδα.
κ.ο.κ. Δεν νομίζω ότι μας πολυενδιαφέρει αυτό.

  1. Η αρκούδα είναι ένα από τα πιο σλανγκενεργά ζώα. Παραθέτω έναν ενδεικτικό κατάλογο: αρκούδα, αρκουδάκος, αρκουδέας, αρκουδέης, αρκούδες, αρκουδιά, αρκουδιάρης, αρκουδίσιον, αρκουδίτσα, αρκουδοπεταλούδα, αρκούδος, αρκούδως, βολική αρκούδα, της αρκούδας, το χώσιμο της αρκούδας, χέζουν οι αρκούδες στο δάσος; κ.ά.

- Χέζουν οι αρκούρδοι στο δάσος;
- Δύσκολο το κόβω...

Λε-λε-λευτεριά, λευτεριά στον αρκούρδο!

Το αποσχίζει το Κουρδιστάν (από Khan, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified