Ο αράπης. Το καθιέρωσε ο Γιώργος Ζαμπέτας στο άσμα «Ο Άραψ».
Συνώνυμο: Άραψ, μελαψός αγγλοσάξων, μελαψός Γαλάτης (και πάει λέγοντας...).
Γουστάρει κι αγαπάει τον μαύρο, τον σκύλο τον αάπη!
Ο αράπης. Το καθιέρωσε ο Γιώργος Ζαμπέτας στο άσμα «Ο Άραψ».
Συνώνυμο: Άραψ, μελαψός αγγλοσάξων, μελαψός Γαλάτης (και πάει λέγοντας...).
Γουστάρει κι αγαπάει τον μαύρο, τον σκύλο τον αάπη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ανήκει στα συνώνυμα του μεγάλε, με τοπική- τεχνολογική χροιά, όπως τα «διηπειρωτικέ, υπερατλαντικέ, διαπλανητικέ», κ.ο.κ. Υπερπόντιος σημαίνει αυτός που περνά τον πόντο, δηλαδή την θάλασσα, λ.χ. υπερπόντιο ταξίδι, επικοινωνία κ.τ.ό. Οπότε το λέμε με θαυμασμό σε κάποιον που είναι «τεράστιος», όπως μπορούμε να τον αποκαλέσουμε λ.χ. και «υπερατλαντικό» ή τα συναφή.
Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι «Πόντιος» ονομάζεται ρατσιστικώς ο χαζός, (λόγω ρατσιστικής συμπεριφοράς των Ελλαδιτών προς τους Έλληνες του Ευξείνου Πόντου, που ήρθαν μετανάστες ή πρόσφυγες στον Ελλαδικό χώρο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή). Οπότε το «υπερπόντιε» λέγεται ειρωνικά, όταν κάποιος λέει με ύφος «μεγάλου, τεράστιου» κάτι που στο περιεχόμενό του είναι «πόντιο». Η έκφραση, λοιπόν, βασίζεται στην αμφισημία μεταξύ δοξασμού και χλευασμού.
- Πιστεύω ότι, όπως λέει κι ο Γιανναράς, η λύση δεν είναι ο περισσότερος εκσυγχρονισμός, αλλά μια δημιουργική αντιπρόταση που να ταυτίζει το κοινωνείν με το αληθεύειν, όπως πέτυχαν οι Ρωμιοί με πατίνα αρχοντιάς στις κοινότητες της Τουρκοκρατίας και στις υπερπόντιες παροικίες, αποτελώντας συνέχεια του «κοινού λόγου» του Ηρακλείτου!
- Τι είπες τώρα ρε υπερπόντιε! Ο Μερεντόνας είσαι, ναούμ! Πέντε λεπτά ειδήσεις για όσους έχουν προβλήματα ακοής!
Got a better definition? Add it!
Ο τρυφερός, χαδιάρικος τρόπος για να αποκαλέσεις έναν έγχρωμο, έναν Αφρογενή, έναν μελαψό αγγλοσάξονα, έναν αράπακλα ντε! Δηλαδή, είναι ο έγχρωμος, που εμπνέει στοργή και προδέρμ.
Slang quiz: Ποιος ήρωας του The Slang & the Restless έχει αδυναμία στους μαυρούκους;
Η απάντηση είναι, νομίζω, αυτονόητη...
Got a better definition? Add it!
Published
Φιλοσοφικό απόφθεγμα, που είναι αντάξιο σοβαρής επιστημονικής μελέτης, μιας και είναι μυστήριο λογοπαίγνιο μεταξύ της μεταφοράς, όπου κάποιος πούστης τυχαίνει να είναι κωλόφαρδος και μεταξύ της κυριολεξίας, όπου αυτός που τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι έχει ξεχειλωμένη σούφρα.
Όμως...
Οι συνδυασμοί μεταξύ κυριολεκτικής και μεταφορικής έννοιας, που είναι 2 x 2 = 4, κάνουνε τη φράση πολυσήμαντη. Είναι δηλαδή σα να λέει κάποιος τέσσερις διαφορετικές αλήθειες στη συσκευασία της μιας.
Ο πούστης (μεταφορικά) είναι κωλόφαρδος (μεταφορικά). Αυτό σημαίνει, ότι ένας ύπουλος άνθρωπος είναι πάντα βολεψάκιας, εξ ου και την περνάει καλά.
Ο πούστης (μεταφορικά) είναι κωλόφαρδος (κυριολεκτικά). Αυτό σημαίνει, ότι κάποιος που είναι ύπουλος, πρέπει κανονικά να τον παίρνει.
Ο πούστης (κυριολεκτικά) είναι κωλόφαρδος (μεταφορικά). Αυτό σημαίνει, ότι κάποιος που τον παίρνει, κάπως θα την βολέψει.
Ο πούστης (κυριολεκτικά) είναι κωλόφαρδος (κυριολεκτικά). Αυτό σημαίνει, ότι όποιος τον παίρνει, ξεχειλώνει η σούφρα του.
Επειδή λοιπόν όλες οι παραπάνω φράσεις είναι βαθύτατα φιλοσοφημένες αλήθειες, σε περίπτωση που δεν ξέρεις τι συμβαίνει με κάποιο άτομο, λες ένα «οι πούστηδες είναι πάντα κωλόφαρδοι», πιάνεις έτσι όλες τις περιπτώσεις και ξεμπερδεύεις. Είναι σαν χορήγηση αντιβίωσης ευρέος φάσματος.
– Κοίτα ρε τον Νίκο... Όλα καλά του πάνε. Έχει καλή δουλειά, κέρδισε στο λαχείο, πήρε καλή προίκα από τον πεθερό του...
– Ε δεν ξέρεις;... Οι πούστηδες είναι πάντα κωλόφαρδοι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η έκφραση προέρχεται από το «sisters of mercy».
Οι αδελφές του ελέους είναι γυναικείο τάγμα καθολικών μοναχών που ξεκίνησε από την Ιρλανδία το 1831 και έκτοτε δραστηριοποιούνται παγκόσμια στις φιλανθρωπίες.
Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να προσδιορίσει τον άρρενα ομοφυλόφιλο, ο οποίος τείνει με ευκολία να δραστηριοποιείται σεξουαλικά, ανεξαρτήτως καταλληλότητας του σεξουαλικού του αντικειμένου.
Συνήθως αναφέρεται είτε για να τονίσει το γεγονός της ομοφυλοφιλίας, είτε για να χαρακτηρίσει το υποκείμενο ως ακόρεστο ηδονών σε βαθμό που να προσεγγίζει τον σαβουρογάμη.
- Ρε συ Ελένη, τον καινούργιο τον έκοψες; Ωραίος γκόμενος...
- Καλά ρε μαλάκα δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι αδελφή του ελέους... άσ' τον αυτόν, ξέχασέ τον...
Got a better definition? Add it!
Οι Εβραίοι, οι μεγάλοι νταβατζήδες της Μέσης Ανατολής και όλου του πλανήτη.
- Άκου ρε Μήτσο, τι είπε στις ειδήσεις, 2000 άμαχοι παλαιστίνιοι έπεσαν νεκροί μετά από βομβαρδισμούς Ισραηλινών.
- Γαμώ τον Δαβίδ τους, με τους κωλοσταυρόχριστους!
Got a better definition? Add it!
Ο Ιταλός, υποτιμητικά.
Από την χαρακτηριστική βρισιά τους: «va fan culo», δηλ. «α γαμήσου».
- Α, εγώ με ξένους δεν πάω.
- Γιατί, οι Ιταλοί, ας πούμε, είναι ωραίοι γκόμενοι.
- Σιγά μη μπλέξω με βαφακούλο να με κάνει τάρανδο, τι λες!
Got a better definition? Add it!
Ο όρος παραπέμπει σε μια απ' τις τελευταίες πρωτόγονες φυλές του πλανήτη, τη φυλή των Μασάϊ (Δες εδώ αλλά και εδώ), φυλή που κατοικοεδρεύει σε περιοχές της Κένυας και της Τανζανίας.
Τι όμως θέλει να πει ο Σικελιανός εδώ;
Ο όρος προκύπτει εκ του όρου «Φυλή των Μασάϊ» και εκ της λέξης μασάει και στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδέεται με συνδηλώσεις αγριότητας (εκ της φυλής Μασάϊ) και με μάσα. Συνδέεται δηλαδή με άγρια μάσα.
Οταν εδώ μιλάμε για φυλή των Μασάει αναφερόμαστε σε:
1) διαπλεκόμενα ντόπια & ξένα λαμόγια, σε μιζαδόρους (Δες κι εδώ αλλά κι εδώ), κλπ. που μασάνε αγρίως χρήμα με ουρά, χρήμα που θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής, της φυλής των Αφελίμ.
Πολλές φορές δε, κάποιοι της φυλής των Αφελίμ, γίνονται Μασάει με στόχο το εύκολο κέρδος. Θυμόμαστε σχετικά τον Αλεξαντράκη στο ρόλο του προλεφτάριου στο «Ξύπνα Βασίλη» και τον Κούρκουλο, που περιστασιακά έπαιξε αυτό το ρόλο, στο «Ορατότης μηδέν».
Σχετικά λήμματα: νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη, βιοπαλαιστής, στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά, δημοσιοκάφρος, παραθυρομουρμούρα.
Στα συγκεκριμένα λήμματα εικονίζονται διάφοροι φύλαρχοι.
2) Σε φαγοπότες που μασώντας αγρίως, χτίζουν ακάματα κοιλιακούς και σαγωνιαίους, ρίχνοντας τις μάσες της αρκούδας σε φεστιβάλ χοληστερίνης.
Σχετικό άσμα: Μασάϊ (Ερμηνεία: Ελλη Κοκκίνου, Συνθέτης/Στιχουργός:Φοίβος)
Στο συγκεκριμένο λίνκ υπάρχει απόσπασμα σχετικό με τη Φυλή Μασάει αυτής της έννοιας.
Got a better definition? Add it!
Η λεσβία, η πλακομουνού. Από το τρίψιμο.
Αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σήμερα σλανγκικώ τω τρόπω.
Ρε μαλάκα, πάλι κάλεσες όλες τις τριβάδες στο πάρτυ σου; Και μεις τι θα γαμήσουμε ρε μαλάκα;
Σχετικά: τριβίδι, λεσβολιδοσκοπώ, καραλέσβιο, λεσβία από κούνια, λέσβω / λεσβόγκα, αρσενικιά, τζιβιτζιλού, μπιφτεκού
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο έννοιες:
1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, αντίστοιχο του μαλάκω.
2. Η ανδρική σούφρα, στην λουμπινίστικη υποκουλτούρα.
1η έννοια
«...στο Μοναστηράκι, την ώρα που κλείνουν οι πόρτες μια κοπέλα τρέχει και καταφέρνει να χωθεί στο φορτωμένο βαγόνι. Ένας απ’τους φύλακες του σταθμού, με στολή και γυαλί Ray-ban, που του δίνουν αέρα «είμαι ο γαμάω και δέρνω του σταθμού», λέει το ανεπίτρεπτο «θα σου γαμήσω, κωλόμουνο», στην κοπέλα, που είναι ήδη μέσα στο βαγόνι κι αυτός έχει κολλήσει έξω από την πόρτα, γρυλλίζοντας...» (από blog)
2η έννοια
«... όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου, κοιτάνε αμήχανοι τις βρομιές που έχουν παγιδευτεί στις ρυτίδες του προφυλακτικού, και εγώ τους λέω, 'γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις'...» (Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, «Επώνυμη»)
- Τι σε ξενερώνει;
- Λούγκρες σαν και σένα που θέλουν διακαώς να πηδήξω το κωλόμουνο τους αλλά με κουράζουν με τις μικροαστικές αναστολές τους.
(Gay νταηλίκι του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου στον Κύπριο blogger Ππουστόπαιδο)
«...οι ροχάλες του ήταν αρκετές για να μου σαλιώσουν καλά το κωλόμουνο μου και να το μεταχειριστεί όπως γούσταρε. Ανέβαινα ξανά προς τον πούτσο του όταν η μυρωδιά του κώλου του με έβαλε σε πειρασμό να του τον γλύψω...»
(Ρομαντικό αφήγημα από Blog)
Got a better definition? Add it!