Η ηλικιωμένη που έχει πολύ έντονα πάνω της τα σημεία της φθοράς, νομίζω εκ του τουρκικού ρήματος çürür= φθείρω.

  1. Τη δουλειά της κάνει η τσουρογρια και για τα λεφτά που μας έχει δώσει και για τη θεσούλα της ενδιαφέρεται. (Από θάψιμο της Κριστίν Λαγκάρντ στο Φέισμπουκ).
  2. ΚΑΚΟΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΣΟΥΡΟΓΡΙΑ ΦΕΤΟΣ ΕΛΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ, ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ. (Ksipnistere με φωνακλά τζιλφάκια επίδοξο καλοκ-εραστή της Άγκελας Ζάουερ).
  3. δεν το ακουσα ολο το κομματι γιατι προτιμω να παω να παρω γλειφοκώλι σε καμια τσουρογρια παρα να το ακουσω. (Hip Hop).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  1. Ακριβοπουτάνα πόρνη πολυτελείας για την οποία απαιτούνται πολλά χρήματα.

  2. Πόρνη που έχει άτιτιουντ και πχοιότητα αρχοντομούνας με την καυλή έννοια.

  3. Πόρνη προχωρημένης ηλικίας που όμως προσέχει την εμφάνισή της και βγάζει κάτι το αρχοντικό λόγω των εμπειριών της από την ζωή, οπότε την βλέπουμε ως μιλφοειδή μητρική μορφή, πάλι με την καυλή έννοια.

  4. Γενική βρισιά για πλούσια κυρία που μπορεί να μην είναι επαγγελματίας πόρνη, αλλά θεωρούμε ότι η συμπεριφορά της είναι πολύ χειρότερη.

Σε κάθε περίπτωση το εφέ του όρου προκαλείται από το ότι αποτελεί μια ελαφρά μορφή οξυμώρου, όπως λ.χ. και το νοικοκυροπουτάνα.

  1. Ιδού η σπείρα της διαφθοράς, η κόρη, η αρχοντοπουτάνα μητέρα και το απόλυτο πατημένο σκατό. (Από μπινελίκια για οικογένειες πολιτικών).

  2. μετα την καταθεση πηγα μια βολτα απο την αρχοντοπουτανα την αμαντα.η μαντα ειναι 40+ που ομως προσεχει πολυ την εμφανιση της. (Από μπουρδελοσάιτ).

  3. ΚΑΙ ΠΟΥ ΛΕΣ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ ΣΤΗ 10ΕΤΙΑ ΤΟΥ 70 ΠΟΥ ΠΡΩΤΟΔΑ ΤΑ ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ ….ΗΤΑΝ ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΤΑ ΓΚΑΓΚΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΟΥ ΑΡΕΣΑΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΓΟΡΑΣΕ Η ΜΑΜΑ ΗΜΟΥΝΑ ΠΟΛΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΓΙΑΥΤΑ… ΕΤΣΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ Η ΜΠΟΥΓΑΔΑ ΗΤΑΝ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ.
    ΑΡΧΙΣΑΜΕ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΡΟΥΧΑ ΕΝΕΚΑ ΚΑΛΑ ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΜΟΥ ΟΛΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΝΕ… ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΤΡΩΓΑΜΕ ΚΕΜΠΑΠ ΣΤΟΥ ΚΥΡ ΣΩΤΗΡΗ ….ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΑ ΚΕΜΠΑΠ ΣΟΥ ΛΕΩ, ΑΡΜΕΝΗΣ ΕΝΕΚΑ ΗΞΕΡΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ. ΕΚΕΙ ΔΟΥΛΕΥΕ ΚΑΙ Η ΛΟΥΛΑ Η ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΤΑΝΑ … ΚΑΘΑΡΙΖΕ ΚΡΕΜΥΔΙΑ ΕΙΧΕ ΠΑΝΤΑ ΜΙΑ ΛΕΚΑΝΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΙΖΕ ΤΑ ΚΡΕΜΥΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΙΧΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΛΕΚΑΝΗ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ.. ΠΛΙΤΣ… ΕΚΑΝΑΝ ΑΥΤΑ ΚΑΘΩΣ ΕΠΕΦΤΑΝ ΚΑΙ ΠΙΤΣΙΛΑΓΑΝ ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΗΣ ΣΚΕΛΙΑ….ΤΑΧΕ ΠΑΝΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΜΑΤΙ ΟΙ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΥΛΟΤΑ ΤΗΣ…..ΦΟΡΟΥΣΕ ΠΑΝΤΑ ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΓΙΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΥΛΟΤΕΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠΟΥ ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΕΛΕΓΕ ΟΤΑΝ ΕΙΧΕ ΚΕΦΙΑ….ΕΙΧΕ (ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΙ) ΠΟΛΟΥΣ ΛΕΒΕΝΤΕΣ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ ΤΟΥ…. [...] ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΤΑ ΛΕΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ…..;;;;;ΝΑ ΜΩΡΕ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΩ ΑΥΤΟ ΤΟ( ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΗΛΙΘΙΕ) ΚΑΙ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ……..ΦΤΑΙΕΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ …;;;; ΤΑ ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ…;;;; Η ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΤΗΣ ΛΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΤΑΝΑΣ …..;;;;;;;;;;;; (Εδώ).

kathigitria (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί που οι γονείς του το έχουν κάνει σε μεγάλη ηλικία, και για αυτό θεωρείται ότι επειδή το σπέρμα δεν είχε δύναμη, έχει βγει λειψό και με ειδικά προβλήματα. Η έκφραση χρησιμοποιείτο παλιά ως βρισιά, αλλά είναι επίκαιρη και στις μέρες μας, όπου γεροντομάνες και γεροντοπατεράδες πιεσμένοι από οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, αλλά και από πρότυπα, τ. Sex & the City, αργούν υπερβολικά να τεκνοποιήσουν.

  1. Ενιοτε συμβαινει και το δευτερο...και τοτες εχουμε φαινομενο του τυπου να ρωτανε το παιδακι των 10 χρονων που το συνοδευει ο 60 αρης μπαμπας του «Γιωργακη,τον αγαπας τον παππου σου;»
    Ο σοφος μας λαος εχει μια φτιαξει μια λεξη γιαυτην την περιπτωση γεροντοπιασμα που πα να πει το παιδι που ο γονεις του το συνελαβαν (επιασαν) σε μεγαλη ηλικια... (Ποιότητα σπέρματος και ηλικία).

  2. Τρίτος, ο Πατασμός, ο λυράρης. Αυτός ήταν ένας λειψανάβατος και νεραϊδογλειμμένος, εννιά γιους είχε κάμει ο κύρης του, κι αυτός ήταν ο στερνός, γεροντόπιασμα. Δεν είχε πια ο σπόρος δύναμη, και τον έβγαλε λειψό. (Νίκου Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, Αθήνα 2010, σ. 233).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδίωμα της λέξης πατσούρα, δηλαδή η άσχημη γυναίκα κατά βάση πάνω από κάποια ηλικία (50+) η οποία ναι μεν βάφεται, πουδράρεται κτλ. αλλά το πρόσωπο ή σώμα της φαίνεται να κάνει ζάρες, το λεγόμενο πατσούριασμα...

Συνήθως γίνεται ευδιάκριτο τα καλοκαίρια που η πατσούρω βγαίνει στην έισοδο του σπιτιού της για να σκουπίσει και με την παλλινδρομική αυτή κίνηση του σκουπίσματος αναδεικνύονται τα ψεγάδια, τα πατσουριάσματα.

Φήμες αναφέρουν ότι αυτή η λέξη πολυχρησιμοποιήθηκε από οικοδόμους στο Κερατσίνι. Πραγματικά ένα ακόμα ιδίωμα απείρου κάλλους!

- Πώς την βλέπεις την κυρά Σούλα μάστορα;
- Έλα μωρέ πώς να την βλέπω , την πατσούρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάψαλο-μουνί: ο μή τυχαίος ορισμός αυτής της λέξης είναι για τις γυναίκες των [-άντα] (από 40 και πάνω μόνο). Συνήθως χρησιμοποιείται και για τα μουνόχειλα της γυνής που έχουν σχισθεί από το πέος (ή πέη) ή και από τα αμαρτωλά παιχνίδια. Επίσης χρησιμοποιείται αντί του μιλφ.

  1. Ρε φίλε γουστάρω τη μάνα της γκόμενας μου, για σαψαλομούνα κρατιέται καλά.

  2. Χτες γάμησα μια ρε φίλε, τι σαψαλομούνα που ήταν, τα μουνόχειλα ήταν πραγματικά ξεσκισμένα.

(από pargas, 13/10/11)(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος σκατόφατσας.

Κυριολεκτικά είναι ο νταβάς, ή αυτός που εικάζουμε λόγω εμφάνισης, αύρας, κύρους, ότι είναι νταβάς. Για να είναι χαρακτηριστική νταβατζόφατσα πρέπει να είναι και άσχημος, να έχει αποτυπωθεί στην φάτσα του το ψήσιμό του στην ζωή και τη νύχτα, λ.χ. με ουλές κ.τ.ό.

Ακόμη μπορεί να ειπωθεί για κάποιον που έχει ύφος ή μάλλον έξη αποτυπωμένη στο πρόσωπο νταβατζή με την μεταφορική έννοια, δηλαδή διεφθαρμένου εκμεταλλευτή που απαιτεί παντοειδή νταβατζιλίκια. Νταβατζόφατσες βρίσκει κανείς συχνά μεταξύ δημόσιων λειτουργών.

Επίσης για κάποιον άσχημο και μεγάλης ηλικίας που κυκλοφορεί με θεόμουνο. Σε αυτή την περίπτωση η νταβατζόφατσα ορίζεται όχι αφ' εαυτής, αλλά συνταγματικά από την συνάφειά της, δηλαδή είναι το θεόμουνο που καθιστά τον ηλικιωμένο άσχημο νταβατζόφατσα (αν και μπορεί απλά να είναι σκατόφατσα με την καλή έννοια, όπως την ορίζει ο Χαλικούτης).

Παραθέτω από το Νέτι, όπου το βρήκα κυρίως ως φάτσα νταβατζή:

  1. εχτες το απογευμα που λετε υστερα απο μια μικρη βόλτα ακριβως στην φυλης και ακριβως εξω που δουλευει το χριστινακι βλεπω μια φατσα νταβατζη αλλο πραμα.Ηταν ενας Ελληνας απο οτι τον εκοψα μαζι με μια εκδιδομενη κοπελα που μαλλον ειχε σχεση μαζι της γτ περιμένανε να ανεβουν στην μηχανη του,ο νταβας αλβανος, θα τον δειτε πολλες φορες ενα μετρια σε υψος αρκετα σωματωδεις χοντρος και με μια μεγάλη ουλη κοκκινη στο αριστερο μερος του προσωπου και συγκεκριμενα του λαιμου του,κυκλοφορει συνήθως τα βραδια αλλα τυχαια τον πέτυχα το μεσημερι, προσωπικα ευχήθηκα το παιδι που θα εφευγε με την κοπέλα να μην ειχε μπλεξιματα με τους συγκεκριμένους γιατη δεν χαριζουν κάστανο.Εκατσα λοιπον δηθεν 2 μετρα ποιο περα και με ενα βλέμα δηθεν οτι δεν μπορω να επιλέξω σπιτη να παω, ακουγα κατι ψιλα, και ακουσα κατα τυχη τον λογο που εχει την ουλη στο πρόσωπο ,λεει << μαγκα την βλέπεις αυτην την ουλη, αυτη μου την κάνανε αντιπαλοι νταβατζήδες για μια κοπέλα και συγκεκριμενα για τα λεφτα που θα επερνε ο καθενας, μπορει να επεφτα νεκρος τώρα>> στην τελικη εμενα στα παπαρια μου τι θα παθουν αυτα τα εκτρώματα, αλλα εμενα με κανει αλλο πραμα και σκαω...εμενα αλλο μου την δινει, σε μεγαλο ποσοστο τα λεφτα μας τα κονομανε αυτοι;
    εε οχι ρε φιλε, Ε ΟΧΙ... (Εδώ).

  2. Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στον ακατανόμαστο χοντρό ελεγκτή (με φάτσα νταβατζή) που ''συχνάζει'' στις γραμμές 3, 13 και 10 του τρόλλευ στην κηφισίας, ο οποίος εδώ και κάτι μήνες μου έκοψε πρόστιμο επειδή το εβδομαδιαίο εισιτήριο που κατείχα, είχε λήξει 10 λεπτά πριν τον έλεγχο. (Εδώ).

  3. στην πλαζ αλιμου εχω πετυχει καμια 5-6 ρωσιδοπιπινια με τα ζιαβυ χυμα και διπλα κατι 60 φευγα κλασικες νταβατζοφατσες.. γαμω τα γελια σκηνικο.. σουρεαλισμος λεμε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι οπαδοι του Ηρακλή αποκαλούνται έτσι από Αρειανούς και ΠΑΟΚτσήδες, διότι το υποκοριστικό της ομάδας είναι Γηραιός, γεγονός που οφείλεται στο ότι είναι η παλαιότερη ομάδα στην Α Εθνική από το 1907.

Μεταξύ λοιπόν «γύφτων» και «σκουληκιών» κινούνται οι «γριές» με λίγους σχετικά οπαδούς και μία διαφορετική μενταλιτέ περί τα αθλητικά. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι ο καλύτερος οπαδός του ΠΑΟΚ έχει σκοτώσει τη μάνα του, ενώ ο χειρότερος οπαδός του Ηρακλή έχει δύο μεταπτυχιακά.

Κατά τη λογική της χρήσης του λήμματος «γύφτοι» (βλ. σχετικά), πολλές φορές χρησιμοποιείται στον ενικό (η γριά) για να χαρακτηρίσει όλη την ομάδα.

1
- Ου ρε κωλόγριες που μου θέλετε να κάνετε και κερκίδα. Όλοι μαζί σε τηλεφωνικό θάλαμο χωράτε ρε!

2
- Τι τα θες, τι τα θες, πάλι πίπες οι γριές. (σ.σ. αηδίες...)

Βλέπε και γριά, στρουμφάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.

— Πού έπαιζε ο Στολτίδης πριν τον γαύρο;
— Στις γριές.

(από Khan, 09/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified