Further tags

Είναι το τεραστίων διαστάσεων, το εκτός λογικής και πραγματικότητας, βυζί.

Συνήθως συναντάται στις αφρατούλες γυναίκες και φημίζεται εκτός των άλλων και για το βάρος του.

Η ονομασία φυσικά παραπέμπει ευθέως στα μαστάρια των αγελάδων.

- Τί μοσχαρόβυζα είναι αυτά ρε μαλάκα; Και ο Πύρρος θα δυσκολεύονταν να τα σηκώσει!

μοοού, έκανε ο γερο-ταύρος... (από BuBis, 10/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκούρα συνήθως περιοχή γύρω από την ρώγα και στα δύο φύλα. Ονομάστηκε έτσι επειδή περιβάλλει το κέντρο του βυζιού. Σε ξανθές γυναίκες είναι ροζουλί.

Έφαγα μια ήττα χτές με την Λωλότα... Της βγάζω το σουτιέν και πριν αρχίσω το γλυφοβύζι σταματάω. Είχε τρίχες στο γυροβύζιον της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα.
Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.
Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.
Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.

Μυδασίστ: Τζον Μπλακ (από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά που, ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία, είναι κακοσχηματισμένα και πεσμένα, έχουν ασπριδερή, φαρδιά και καθόλου πεταχτή ρώγα και στο προφίλ θυμίζουν, λέμε τώρα..., το σχήμα της μπανάνας. Στο ξαπλωτό δείχνουν πολύ καλύτερα. Στο πισοκωλλητό δεν θες να τα δεις, άρα μακριά από καθρέφτες. Σουτιέν τύπου Ουόντερμπρα τα βοηθούν να εμφανιστούν αξιοπρεπώς. Με μπαγαποντοπλαστικές όμως, γίνονται μια χαρά.

- Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο μετά τα χτεσινά, τι έπαιξε;
- Γάμησέ τα, θυμάσαι αυτή τη μουνίτσα που γούσταρα; Ε χθες έπεσε φίκος και τι να δω... τα πέρκια, που λέγαμε... μπανανόβυζα μεγάλε, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τo χαρακτηρισμό των γυναικείων βυζιών, το λέμε για έναν άνδρα όταν το στήθος του μεγαλώνει, συνήθως λόγω πάχους ή αγυμνασιάς, ή όταν σταματήσει τη γυμναστική μετά από μακροχρόνια λήψη κρεατίνης, αναβολικών κλπ και «κρεμάσει» στο στήθος.

- Ρε συ ο Νάσος μας το 'παιζε τρανός μποντιμπιλντεράς, αλλά τώρα που σταμάτησε τη γυμναστική έβγαλε βυζάκια! Προφανώς έπαιρνε αναβολικά.

(από Vrastaman, 06/12/08)Πας μια βόλτα κι από τα Βυζάκια, να πιεις έναν καφέ βρε αδερφέ... (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να εκφράσει αγανάκτηση και μεροληψία.

Όμορφα μπορεί να προηγηθεί η έκφραση: νισάφι πια...

Σε περίπτωση ανεξήγητης μεροληψίας που οδηγεί στην καταφανή πάτηση των δικαιωμάτων του ομιλητή, ο τόνος της φωνής είναι υπαινικτικός και ταυτόχρονα παραπονιάρικος (βλ. Οβελίξ μπροστά από τη χύτρα).

  1. (Νεκταριος): - Γιώργο, ο Δημήτρης και εγώ θα πάμε για γκολφ με τον Τηλέμαχο...
    (Γιωργος): - Καλά, ρε φίλε... Εγώ τα βυζιά στην πλάτη τα 'χω;

  2. (Λίζα): - Πέτρο, μην ψάχνεις άδικα... Ο μπαμπάς έφαγε όλο τον ταραμά.
    (Πετρος, εναλλακτική απάντηση 1): - Χέστηκα.
    (Πετρος, εναλλακτική απάντηση 2): - Και γιατί δεν είπε τίποτα; Εγώ τα βυζιά στην πλάτη τα 'χω;

(από Vrastaman, 02/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύνθετη αυτή λέξη παράγεται εκ των λέξεων τσιμπούρι και βυζί.

Το τσιμπούρι είναι ένα μικρό έντομο της οικογένειας των παρασίτων που τοποθετεί στο στόμα του μόνιμα πάνω στο δέρμα του οργανισμού του σκύλου, του πρόβατου, του ανθρώπου, κλπ και τρέφεται με το αίμα του συγκεκριμένου οργανισμού.

Η τσιμπουροβύζα είναι η γυναίκα που διακρίνεται για το υπερβολικά μικρό έως ανύπαρκτο στήθος της και ονομάζεται έτσι λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων που έχει το τσιμπούρι. Η σχεδον flat επιφάνειά της θυμίζει κατ' αναλογία μορφολογία εδάφους Αγγλίας (ανυπαρξία ορεινών όγκων).

Η τσιμπουροβύζα τέλος, λόγω του σχεδόν αμελητέου στήθους της, έχει μικρή θηλυκότητα, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να μπορούσαν να αποκαλεστούν και ως: ουδέτερο pH

- Σου αρέσει το γκομενάκι που τραβάω τελευταία;
- Καλά κολλητέ... Πολύ τσιμπουροβύζα η δικιά σου.
- Μπα δεν με απασχολεί αυτό. Είναι ηφαίστειο!
- Ηφαίστειο με flat επιφάνεια; Δεν ξανακούστηκε. Βρε αν η γυναίκα δεν έχει πιασίματα... βράσε όρυζα.
- Ναι, ενώ η δικιά σου... σωστό θωρηκτό Ποτέμκιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρό γυναικείο στήθος. Η λέξη αποτελείται από το γάτα + βυζιά -- βυζιά μικρά σαν της γάτας.

Τι φοράει αυτή το wonderbra; Ό,τι και να κάνει, γατόβυζα θα έχει...

Γατόκωλο. (από Galadriel, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας της οποίας οι θηλές του στήθους έχουν διαφορετική θέση από την κανονική ή κοιτάν το υπερπέραν.

- Μαλάκα, τσέκαρες το γκομενάκι;
- Ποια ρε συ, αυτή την τυφλοβύζα; Ούτε με σφαίρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified