Further tags

Ντεκολτέ που, παρόλο το ελπιδοφόρο βάθος του, αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. Το επίθετο απαντά μόνο στο ουδέτερο γένος και σχεδόν αποκλειστικά στη φράση «αβυζαλέο ντεκολτέ».

- Ωραίο το φορεματάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, ντεκολτέεε... μπράααβο το Μαράκι.
- Ναι αλλά πέρασα από δίπλα της πριν κι έριξα ματιά. Δε λέει τίποτα, το ντεκολτέ είναι αβυζαλέο...

(από Khan, 25/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.

Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι λέει. Γυναικείο στήθος που βελτιώθηκε (;;;) - συνήθως μεγάλωσε - μετά από παρέμβαση πλαστικού χειρουργού.

Ως είδος, ανεβαίνει όλο και ψηλότερα στη λίστα δώρων για επέτειο γάμου.

Δες και φο-βυζού.

- Ωρρραίο βυζί ... πεπονάτο ...
- Μη μασάς ... αγοραστό είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.

Κώστας: - Δικέ μου, κοίτα κάτι μπαλκόνια που έχει αυτός ο μούναρος!!
Νίκος: - Όντως... Έχει άριστη βυζική κατάσταση...

(από HardcoreGR, 25/03/13)"Έχεις βυζιά, μπαίνεις παντού". Αλλά με λίγη φαντασία μπορεί να διαβαστεί και ως "βυζίκ". (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στα γυναικεία στήθη.

Είχα πνιγεί στο βυζόκρεας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με μυαλό κότας και μεγάλα... μπαλκονια.

- Αυτή η Βέρα ρε παιδιά είναι κορμάρα μπαλκονάτη, αλλά μόλις ανοίξει το στόμα της τρέχεις και δεν φτάνεις. Αμολάει τις κοτσάνες με ρυθμό οπλοπολυβόλου! Σκέτο βυζόμπαζο το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.

- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...

Δεν ξέρω να μαγειρεύω.  (από Galadriel, 16/02/09)(από electron, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified