Further tags

Αλλιώς η ψωλαρπάχτρα, αυτή που αρπάζει ψωλές στο άρπα-κόλλα, η αρπακώλα, είτε γυναίκα, είτε κόρη.

  1. Δεν πίστευε στα αυτιά του ο Παντελής αυτά που άκουσε. Ότι η Βούλα, αυτό το κοντοστούπικο, άσχημο, άβυζο κοριτσάκι, είναι γαμιάρα. Όπως δεν τον πίστευαν οι άλλοι ότι δεν είχε κάνει τίποτα με την αρπαψώλα Βούλα.
  2. ΣΚΑΡΦΑΛΩΣΕ ΣΤΗΝ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΜΟΥΝΑΡΑ ΚΑΙ ΦΑΤΗΝ! ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΓΛΕΙΦΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙΣ ΤΑ ΨΩΛΟΧΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΕΛΕΕΙΝΗ ΑΡΠΑΨΩΛΑ?» Τι να καταλάβω? Τι να πρωτονιώσω? Βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα στις μπουτάρες της να με έχει αρπάξει από το μαλλί και να τρίβει την μουνάρα της στην μούρη μου! (Αμφότερα από σάη για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

Το στειλιάρι είναι μια εξαιρετικά σλανγκενεργής λέξη από ό,τι φαίνεται από τους πολλούς ορισμούς που έχουμε που δίνουν και τη δόκιμη σημασία και πολλές ακόμη σλανγκικές.

Θα συμπληρώσω με μία σχετικοάσχετη σημασία που έχει στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, όπου σημαίνει μια γυναίκα πολύ λεπτή και μάλλον ψηλή, η οποία βασικά είναι άβυζη, ενίοτε δε μένει όχι μόνο στην αβύζου, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία. Είναι δηλαδή ψηλόλιγνη, ευθυτενής, χωρίς καμπύλες, θυμίζοντας το ομώνυμο εργαλείο. Υπό Κ.Σ., το στειλιάρι θα έπρεπε να είναι μειωτικός χαρακτηρισμός, εφόσον αναφέρεται σε άβυζη και ενδεχομένουσλυ άκωλη γυναίκα, όμως υπάρχουν πλείστοι όσοι στειλιαρόκαυλοι, και υπάρχουν λόγοι για αυτό. Κατ' αρχήν το στειλιάρι έχει κορμί λαμπάδα, χωρίς κανένα μα κανένα γραμμάριο περιττού λίπους. Γενικότερα, βγάζει κάτι το εφηβικό και teen, κάτι σαν πετίτ, χωρίς να είναι πετίτ ένα πράμα, ή κάτι το ψηλόλιγνο ανατολικομπλοκέ και αθλητικό. Και, για να αναφερθούμε στις πιο σκοτεινές πλευρές της υπόθεσης, βγάζει και μια κακουχία και ταλαιπωρία, Κύριος οίδε από ποια δεινά συνδεόμενα με τις απάνθρωπες συνθήκες του σύγχρονου trafficking, μια κακουχία η οποία δεν αποθαρρύνει, αλλά μάλλον εξιτάρει τους λεβεντοτσολιάδες Ελληνάρες πελάτες. Και μάλλον η επιτυχία που έχουν τα στειλιάρια οφείλεται στο ότι βγάζουν σαδιστικά καφροσέξουαλ γούστα. Δεν το βρίσκω στον γούγλη ως γενικότερο γυναικότυπο, φιγουράρει όμως πρώτο πρώτο στο Λεξικό της Μπουρδελικής (αυτό το αναγκαίο update του Πετρόπουλου), οπότε δίνει πολλά αποτελέσματα σε αυτή τη συνάφεια.

Μικρή πίπα (που λέει κι ο Βικάριος): Το στειλιάρι δέον να συνδεθεί στο σλανγκοσύμπαν με τις λέξεις, οι οποίες δηλώνουν αφενός το πέος, αλλά αφεδύο και την γκόμενα που ερεθίζει το πέος. Παρόμοιες λέξεις είτε δηλώνουν κάτι το ίσιο και ευθυτενές, όπως η λαμπάδα, που ισχύουν είτε για το έγκαυλον πέος, είτε για το ψηλόλιγνο γυναικείο κορμί, είτε περισσότερο αξιολογικές εκφράσεις, όπως λ.χ. τα όπλο και εργαλείο που μετωνυμικώς χαρακτηρίζουν και τον μπαργαλάτσο και την γκόμενα που τον σέρνει, θυμίζοντας άλλωστε τη λακανιανή ρήση ότι ο άντρας έχει τον φαλλό, αλλά η γυναίκα είναι ο φαλλός, ή, όπως θα λέγαμε σλανγκικώς, η γυναίκα είναι το καυλί. Ωσεκτουτού, η γυναίκα στειλιάρι, είναι μια γυναίκα- εργαλείο που μετωνυμικώς κάνει και το δικό σου εργαλείο εργαλείο.

Και επειδή είμεθα σλανγκαρχίδηδες τουκανιστές, να σημειώσουμε ότι η σωστή ορθογραφία είναι στειλιάρι με έψιλον ιώτα, ετυμολογούμενο από: < μεσαιωνικό στειλιάριον, υποκοριστικό του αρχαίου στε(ι)λεός, παράλληλο του τύπου στε(ι)λεά (=ξύλινη λαβή εργαλείου, αξίνας) από αμάρτυρο ουδέτερο **στέλος*, οπότε εντάσσεται στην ευρύτερη οικογένεια του ρήματος στέλλω που συνδέεται και με το γερμανικό stellen και πολλά άλλα.

  1. Εμμανουελα το καυλωτικο μελαχρινο στυλιαρι με την ποντικοφατσα και το ανυπαρκτο στηθος, εχει τιμηθει με σουπερ εντυπωσεις.
  2. Μπαίνοντας μέσα βλέπω το στυλιάρι που ακουει στο όνομα χυστίνα.
  3. συγχρόνως μου έκανε τσιμπούκι, μέτριο θα έλεγα! Είχα καυλώσει πολύ όμως με το στυλιάρι και της είπα να ανέβει από πάνω... (Όλα από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.

1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (σλανγκική) πάθηση του να συμπεριφέρεσαι σαν γυναικούλα, γυναικουλίστικα, δηλαδή με κατινιές, μικρότητες, δειλίες, ανασφάλειες, φλυαρίες, κουτσομπολιά και όλα όσα χαρακτηρίζουν τα χειρότερα σεξιστικά στερεότυπα για μια γυναίκα.

  1. το πιασες το νόημα. ΕΝΤΕΧΝΙΛΑ = ΓΥΝΑΙΚΟΥΛΙΑΣΗ όλα σ'αυτόν τον άξονα περιστρέφονται. (Ο Mikeius κράζει έντεχνο εδώ).
  2. κυριολεκτικά άθλιες μου έρχεται να τις χτυπήσω. Βάλτε ΤΕΛΟΣ στην ΓΚΟΜΕΝΙΑΣΗ και στη ΓΥΝΑΙΚΟΥΛΙΑΣΗ! Ένας αγανακτισμένος άντρας! (Έλεος πια κορίτσια!).
  3. Η κατινια και η γυναικουλιαση δε κοιτα συνορα. (Όλγα Κεφαλογιάννη: Με φλέρταρε ο Ομπάμα. Δεν το παίζω γκόμενα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πωλούνται σε μαγαζί που πας να προμηθευτείς φρου-φρου κι αρώματα, δηλαδή τσιμπιδάκια, χτένες, στρας, σκιές, μάσκαρα, ψεύτικες βλεφαρίδες, όζες, εξτένσιον, φτιασίδια, γενικώς σύνεργα καλλωπισμού και μούνεργα στην υπηρεσία του αξιώματος: "δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν".


Πελάτες της επιχείρησης του "εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται", είμαστε εν δυνάμει όλες οι ανθρωπίνες, από τις Καλλιόπες, τα θήλεα νέας κοπής και τη γυναίκα από σόγια, μέχρι την καλλjόπη, τη γυναίκα-γαρίδα, τη γυναίκα-μπογιατζή και το μουνί καλλιγραφία.
Δεν είν' απαραίτητο να πλήττεσαι από γυναικουλίαση, ούτε να είσαι κουνενές ανθρώπας εδώ και τώρα, για να ψωνίζεσαι ενταύθα, αρκεί μόνο να μην είσαι χαρχάλω, ταγάρω και να μην - λέμε τώρα- έχεις κλείσει ως γυναίκα (αν και η τελευταία που το δήλωσε και που εξ αιτίας της δημιουργήθηκε το λjήμμα, τέτοια μαγαζιά τα 'χε χτίσει, ναούμ').
φινετσάτες Ρωμαίες μετά από treatment με είδη πουτανικής
  1. Από πού τα πήρες αυτά, απ' τα είδη πουτανικής στην Αναγνωστοπούλου; (σλανγκιά του περιβάλλοντός μου -έπεσε στην αντίληψή μου πριν εικοσαριά χρόνια).
    ♥♥♥♥♥♥♥♥♥
  2. Οι τραγουδίστριες στα μπουζούκια ψωνίζουν από καταστήματα με είδη πουτανικής (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη ζωή μας, μετά το παρακαύλωμα του πυρός ακολουθεί το γκαντεμόνιο, το ντεκαβλέ, το όλως διόλου ξεγκαύλωμα, διότι, αυτή είναι αλίμονο η ανθρώπινή μας μοίρα.

-Αν αυτό δεν είναι έρωτας, πείτε μου τι είναι.
-Ξεγκαύλωμα είναι! (εδώ)

και στες παρειές γενειάδα η γυνή. τα πάντα εν σοφία εποίησας. έτσι για το ξεγκαύλωμα (εδώ)

τελειώσαν οι γιορτές, τελειώσαν τα φαγιά κ κάθομαι κ βλέπω εκπομπές μαγειρικής, έτσι για το ξεγκάβλωμα..

ειναι τοσο δυσκολο να ξεχωρισουμε τη βια για το ξεγκαβλωμα απο την βια που πληττει στρατηγικους στοχους?

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πισωκόλλης, πισωκώλης

Βρισιά χυδαία για τον παθητικό ομοφυλόφιλο ή για τον θεωρούμενο υβριστικώς και σεξιστικώς ως τέτοιο. Νταξ, το πισωκώλης το λες και πλεονασμό και κοινό τόπο, όλοι πίσω μας τον έχουμε τον κώλο μας, προφ εδώ εννοείται ότι ο υβριζόμενος τον παίρνει από πίσω, από τον κώλο. Το βρίσκω σπανιότερα και με την ορθογραφία πισωκόλλης, προφ από τη σεξουαλική στάση πισωκολλητό. Ως βρισιά μπορεί να έχει τις διάφορες σεξιστικές σημασίες που έχει η βρισιά πούστης.

  1. «Εσύ θες να πας να δεις το έργο; Τον Χριστό μας από τους πισωκώληδες τους Αλβανούς; Εσύ; Έχει έρθει η οργή του Θεού. Μας χτύπησε η οργή του Θεού για σας, τους προδότες, τον Χριστό μου. Γιατί αν είχαμε την εύνοια του Θεού, κανέναν δε θα είχαμε ανάγκη. Η Ελλάδα είναι πλούσια χώρα, την εύνοια του Θεού δεν έχει. Ζώα, ζώα — ε, ζώα. Σαν τα ζώα, ρε, να πηδιέστε». Είναι περίπου 45 χρονών, μαυροφορεμένος, πλησιάζει απειλητικά μια γυναίκα: «Κι εσύ θες να δεις το αμαρτωλό έργο; Ζώο. Ζώο, μωρή. Ζώο!». (Από τις σκηνές απείρου κάλλους που είχαν εκτυλιχθεί έξω από θέατρο στο Γκάζι όπου χρυσαύγουλα και χριστιανοταλιμπάν διαμαρτύρονταν για βλάσφημη παράσταση χρησιμοποιώντας οι ίδιοι μερικές βρισιές απάδουσες μεν προς χριστιανούς πλην όχι χωρίς σλανγκικό ενδιαφέρον, δες).
  2. Εννοείται χρυση αυγή μεσα στη ΜΥΚ! Τί θα ήταν, πισωκώληδες αριστεροί; (Μακελειό).
  3. Έκαψαν ζωντανό τον Μπρούνο το «καμάκι»! – Ένα από τα μεγαλύτερα greek καμάκια της Ελλάδας. Σχόλιο: κανένας πισωκώλης Πακιστάνος θα τον έφαγε… (Μακελειό).
  4. Έκτακτα μέτρα παίρνει η Βρετανία αποφασίζοντας να σχεδιάσει κλείσιμο των συνόρων για τους Έλληνες, σε περίπτωση που η Ελλάδα βγει από την ευρωζώνη. Σχόλιο: αλλη ορεξη δεν ειχαμε να παμε στους πισωκολληδες στην υγρασια στην μουχλα και να αφησουμε τον ηλιο μας τα νησια μας τα χωρια μας τον φραπε μας. (Ενικός).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων γριά και καριόλα. Συναντάται συχνά και ως "γριόλι".

-Γαμούσε ένα γριόλι και του 'μεινε στα χέρια από καρδιακή προσβολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν ένας άντρας ακούει τις μελαγχολικές ιστορίες μιας γυναίκας που σκοπεύει να γαμήσει και συμπονάει υποκριτικά, γιατί έτσι προβλέπει το πρωτόκολλο του φλερτ. Κοινώς, κάνει το μαλάκα μέχρι να πετύχει τον σκοπό του.

Άρχισε να μου λέει θλιμμένες ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια και ένα δάκρυ κύλησε από το πουλί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified