Further tags

Ο ομοφυλόφιλος, εκ του πισωγλέντης. Απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά του όρου gay.

Κατά πόσο ο όρος είναι σλανγκικά ορθός ή ορθός, ας μας το διευκρινίσει κάποιος γλέντης σλανγκιστής. Γιατί ο δρόμος προς το κράξιμο είναι συχνά στρωμένος με σλανγκικά ορθές προθέσεις.

Βλ. επίσης ο γλεντζές

Ασσιστ: Khan

- Σλάνγκος: Ρε συ έμαθες ότι ότι ο Πέρι σάλπαρε για Cote d' Ivoire να βρει το μελαψό του Γαλάτη Pierre;
- Σλάγγουρας:Από τότε που έμαθα ότι ο Πέρι είναι γλέντης έπαψα να παρακολουθώ την Λιλιάδα. Το έχετε χάσει εντελώς, Δράκοι!
- Σλάνγκος: Γλεντοφοβικέ!

I Pierra αναμένει τον Περι στο λιμανι του Abidjan - ε ρε γλέντια! (από Vrastaman, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά από τα αγγλικά του trannie, (κατά τα grannie, nannie κ.τ.ό.), το οποίο σημαίνει την τρανή τρανσέξουαλ.

Άλλωστε το τρανή συγγενεύει με τα αρχαία τορός, τείρω και τόρνος.

- Δηλαδή ο Παναής έχει τώρα γίνει τραβέλι;
- Κόψε κάτι!
- Τι; Τρανή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεσβιακό αντίστοιχο του πούστη από κούνια. Να σημειωθεί ότι ακόμη κι αν υπάρχει γενετικός προκαθορισμός για την λεσβία, αυτός δεν έχει καμία σχέση με ανάλογο γενετικό προκαθορισμό του άνδρα γκέι.

Ασίστ: GATZMAN.

Από τα αρχαία χρόνια υπήρχαν λεσβίες από κούνια, οι περίφημες τριβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα στα μάτια ενός αρσενικού που, με τον καιρό δεν παρατηρεί τίποτα περιττό και επικεντρώνεται στα βασικά... ΒΥΖΙ και ΚΩΛΟΣ.

- Καλά μαλάκα αν πάμε σε αυτό το club θα είναι γαμώ.
- Γιατί ρε;
- Τι γιατί ρε; Πατάς πουθενά; Ο τόπος είναι γεμάτος από βυζόκωλα!

(από nick, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία, η πλακομουνού. Από το τρίψιμο.
Αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σήμερα σλανγκικώ τω τρόπω.

Ρε μαλάκα, πάλι κάλεσες όλες τις τριβάδες στο πάρτυ σου; Και μεις τι θα γαμήσουμε ρε μαλάκα;

(από nick, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάλε μυαλό: Συνετίσου, συμμορφώσου
Βάζω κεφάλι: Διείσδυση πέους στο αιδοίο μέχρι ΚΑΙ την βάλανο (κεφάλι).

Έκφραση που φανερώνει έναν απροκάλυπτο εκβιασμό προς το αδύναμο φύλο. Χρησιμοποιείται κυρίως από μισογύνηδες, μικροτσούτσουνους και από παντρεμένους αλκοολικούς. Λέγεται με ωμό και βάρβαρο τρόπο με σκοπό να συνετίσει παύλα ερεθίσει το εκάστοτε θηλυκό...

Αυτή η μορφή απειλής προσδίδει στο φαλλοκρατικό αρσενικό μπόλικη αυτοπεποίθηση όπως επίσης και μεγαλύτερο φαλλό! Όσο για το θήλυ, ανάλογα με το μπάσο της φωνής του αρσενικού, κυριεύεται από ένα ρεύμα φόβου που μετατρέπεται σιγά σιγά σε ηδονή (λέμε τώρα!)

- Θοδωράαααα!!! Τις παντόφλες...
- Αααα, να σου πω Γιάννη δεν είμαι δούλα σου. Τελείωσαν αυτά!
- Κουνήσου μωρή σαβούρα μην έρθω από κει!
- Για έλα αν τολμάς! Με τόσο κρασί που έχεις πιει, αμφιβάλλω!
- Μωρή ξεκωλιάρα, βάλε μυαλό και πρόσεχε τι λες, μην έρθω απ' εκεί και μαζί με τις παντόφλες σου βάλω και κεφάλι! Ακούς..!!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί στην πολιτική και την οικονομία ψάχνουν τον τρίτο δρόμο μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού ή (πάλαι ποτέ) κομμουνισμού. Η φράση ήταν της μοδός στα '90ς με τους και καλούα «τριτοδρομικούς» ηγέτες της Δύσης, Tony Blair (κυρίως αυτόν), αλλά και Bill Clinton, Gerhard Schroeder, Lionel Jospin, Massimo d'Alema και τον ημέτερο Κώστα Σημίτη.

Η φράση σλανγκίζεται για να δηλώσει:

  1. Τον γκέι, κατά τα συγγενή τρίτο φύλο, τρίτο πρόγραμμα, τρίτο στεφάνι.

  2. Τον αλλαξοκώλη αμφί, που συνδυάζει εκλεκτικώς τα καλά και του στρέιτ και του γκέι σεξ, όπως ο «τρίτος δρόμος» υποτίθεται ότι συνδυάζει τα καλά του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Δηλαδή αυτόν που θέλει και τον κώλο ξεσκί και τον πούτσο χορτάτο. Αυτόν που θέλει και μουνί και το τρίτο το μακρύτερο.

Σημειωτέον ότι:

  1. Η φράση λέγεται για να υποδείξει και το ότι και ο «τρίτος δρόμος» στην αρχική πολιτικοοικονομική σημασία του αποτελεί πουστιά, ιδίως με καμώματα τύπου Tony Blair.
  2. Αξιολογεί θετικά το γκεϊλίκι ή μπαϊλίκι ως κάτι πιο ψαγμένο, αλτέρνατιβ (όταν όχι λατέρνατιβ) και προχώ.

Ασίστ: Vrastaman.

Από τον διαδικτυακό τύπο:
Οι πρώτοι γκέι Αγιοβασίληδες έκαναν την εμφάνισή τους στα πολυκαταστήματα και τις διαφημίσεις της τηλεόρασης. Ο τρίτος δρόμος προς τον εορτασμό της γέννησης του θεανθρώπου επιτάσσει Αγιοβασίλιδες ντυμένους στα ροζ και τάρανδους με πισωγλετζέδικο σκέρτσο.

Τον ανανεώνει τον καπιταλισμό; (από Hank, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο έννοιες:

1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, αντίστοιχο του μαλάκω.

2. Η ανδρική σούφρα, στην λουμπινίστικη υποκουλτούρα.

1η έννοια

«...στο Μοναστηράκι, την ώρα που κλείνουν οι πόρτες μια κοπέλα τρέχει και καταφέρνει να χωθεί στο φορτωμένο βαγόνι. Ένας απ’τους φύλακες του σταθμού, με στολή και γυαλί Ray-ban, που του δίνουν αέρα «είμαι ο γαμάω και δέρνω του σταθμού», λέει το ανεπίτρεπτο «θα σου γαμήσω, κωλόμουνο», στην κοπέλα, που είναι ήδη μέσα στο βαγόνι κι αυτός έχει κολλήσει έξω από την πόρτα, γρυλλίζοντας...» (από blog)

2η έννοια

«... όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου, κοιτάνε αμήχανοι τις βρομιές που έχουν παγιδευτεί στις ρυτίδες του προφυλακτικού, και εγώ τους λέω, 'γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις'...» (Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, «Επώνυμη»)

- Τι σε ξενερώνει;
- Λούγκρες σαν και σένα που θέλουν διακαώς να πηδήξω το κωλόμουνο τους αλλά με κουράζουν με τις μικροαστικές αναστολές τους.
(Gay νταηλίκι του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου στον Κύπριο blogger Ππουστόπαιδο)

«...οι ροχάλες του ήταν αρκετές για να μου σαλιώσουν καλά το κωλόμουνο μου και να το μεταχειριστεί όπως γούσταρε. Ανέβαινα ξανά προς τον πούτσο του όταν η μυρωδιά του κώλου του με έβαλε σε πειρασμό να του τον γλύψω...»
(Ρομαντικό αφήγημα από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι, συνεκδοχικά από το σήμα της σημαίας των ΛΟΑΤ.

Ουράνιο τόξο ο Σάκης! Μικρό μου πόνι, ποιος μας τον χώνει φάση.

(από Dirty Talking, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η τσαρίνα της πούτσας. Ο όρος μπορεί να εκληφθεί με μία ή περισσότερες από τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ποσοτικώς: Η ψωλού.
  2. Ποιοτικώς: Η μαστόρισσα στον χειρισμό της πούτσας.
  3. Γεωγραφικώς: Η Τατιάνα ή Λαρίσα, γενικώς το μιγκ (σ.ς.: Όχι αυτό που τράκαρε την Mes μας).
  4. Πολιτισμικώς: Αυτή που έχει ζηλώσει την δόξα της Αικατερίνης της Μεγάλης, η οποία έχει μείνει θρύλος για τα ερωτικά της κατορθώματα.

Η λέξη χρησιμοποιείται και ως παιγνιώδες χαϊδευτικό για την πούτσα.

Φοβερή πουτσαρίνα η Νατάλια Βοντιάνοβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified