Further tags

Γνωστή αλλά παρωχημένη έκφραση, με δίπτωτο ρήμα, συνήθως σε μορφή αορίστου (σφυρίζω σε κάποιον κάτι). Η έννοια της έκφρασης ξεφεύγει από το κλασσικό ρήμα σφυρίζω και παραπέμπει στη συνουσία. Όταν κάποιος παρατηρεί ότι τον σφύριξε σε κάποια, υπονοεί ότι συνουσιάστηκε μαζί της. Ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται με πομπό τους αρσενικούς και δέκτες τα θηλυκά.

- Καιρό έχω να δω τον Πάνο, που χάθηκε; Με εκείνο το γκομενάκι από το Αλιβέρι; Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν κατενθουσιασμένος.
- Μπα, τής τον σφύριξε κανά δυο φορές και έγινε Λούης. Αλλά έτσι είναι ο Πάνος, θέλει να πείσει τον κόσμο ότι ερωτεύεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαχρονικό και επίκαιρο σύνθημα της μεταπολίτευσης.

- ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ!
- Σεξιστή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να πεις ότι κάποιος είναι με την άλλη ομάδα, ότι, δηλαδή, το σηκώνει το σακάκι.

- Κι αυτός ο Λούλης, ρε συ, και γαμώ τους πλέημέηκερ. Αλλά μην πας να βαρέσεις βολή, εκεί, να σου χτυπήσει τον κώλο. Λες να είναι με τους άλλους;
- Τώρα το πήρες χαμπάρι; Μετά από κάθε προπόνηση στα αποδυτήρια το μυρίζει το τιρινίνι με το τριάρι!

Βλέπε και η άλλη ομάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που πρωτοειπώθηκε (μάλλον να πω: την πρωτοάκουσα) κατά τα ένδοξα έιτιζ, τότε που οι γυναίκες πια είχαν πιστέψει πως κατάφεραν να γίνουν άντρες χωρίς να είναι λεσβίες. Κάτι οι βάτες, κάτι οι σωλήνες, κάτι η μπότα, γεννήθηκε το υβρίδιο αυτό και μαζί του η λέξη τύπα, δηλαδή όχι απλώς τύπισσα, αλλά το απόλυτο αντίστοιχο του τυπά. Τώρα πια χρησιμοποιείται (από γυναίκες και άντρες) μάλλον ειρωνικά, καθότι οι επιπτώσεις —και στα δύο φύλα— τόσης χειραφέτησης είναι εμφανείς και προς το παρόν αδιέξοδες, παρόλο που κατά κόρον συζητιούνται στα πρωινάδικα: τρελές γυναίκες μόνες, θηλυκοποίηση του ανδρικού πληθυσμού, ψυχάκηδες κάθε είδους και φύλου, γεροντομάνες κλπ.

  1. - Ωραία τύπα η Σάσα. Αντράκι, γαμώ!
    - Τι σ' αρέσει ρε μαλάκα σ' αυτήν; Δεν πάω καλύτερα με τον Μικ Τζάγκερ; Πιο γυναίκα είναι.

  2. Καλά η τύπα το παράκανε, θα τον διώξει τον Σταύρο στο τέλος... Τέσσερα χρόνια συζούν, μια φορά δεν του έφτιαξε ένα πιάτο να φάει... Κι αν ο έρμος το ζητήσει, ποιος είδε τον θεό και δεν τον εφοβήθη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για πονηρά κωδικοποιημένο σλανγκ εποχής που σού επέτρεπε να αποκαλέσεις κάποιον πούστη χωρίς να μπορεί να σε μηνύσει για λίβελο.

Η πατρότητα της έκφρασης ανήκει στον δημοσιογράφο Γεώργιο Πωπ, εκδότη της εφημερίδας Αθήναι, ο οποίος σε κάποια προπολεμική φλογομαχία με αντίπαλο έντυπο έγραψε:

«τοιούτον άρθρον δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις»

Δηλαδή, «αυτό το άρθρο δεν διανοήθηκε να το γράψει ούτε νους, ούτε χέρι, αλλά πόδι».

Την έκφραση αυτή ανέσυρε απ’ την λήθη ο βολευτής Μ. Κεφαλογιάννης ο οποίος την εξαπέλυσε στον δημοσιοκάφρο Θέμο Αναστασιάδη με αφορμή κράξιμο που δέχτηκε μπουμπούκι-συνεργάτης του από το «Πρώτο Θέμα».

Στα πλαίσια βέβαια της ανικανότητας που τον διακρίνει, ο ανιστόρητος Κεφαλογιάννης απέδωσε την έκφραση στον Σπυρο Μελά. Ερωτηθείς από τον Νίκο Ευαγγελάτο εάν η χρήση τέτοιας έκφρασης συνάδει με το δόγμα του «σεμνά και ταπεινά» της κυβέρνησης, εκείνος το γάμησε και ψόφησε λέγοντας ότι εννοούσε ότι επίμαχο άρθρο ήταν «γραμμένο στο πόδι».

Ο Θέμος Αναστασιάδης, έκδοτης της εφημερίδας «Το Πρώτο Θέμα» απαντώντας στο «πους τις» του κυρίου Κεφαλογιάννη είπε χαρακτηριστικά: «του επιστρέφουμε το χαρακτηρισμό με όποια ορθογραφία του αρέσει...» (από ιστιοσελίδα)

Τοιούτον τοιούτ δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις. (από σφυρίζων, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος γυναίκας που, παρά την σεξουαλική χειραφέτηση, δεν έχει εκλείψει, όσο απίστευτο και ν' ακούγεται. Είναι αυτή που τον παίρνει από κώλο για να μη σπάσει η παρθενιά, είναι η αράβισσα που το ξαναράβει γιατί αλλιώς κανείς δεν θα την παντρευτεί, είναι γενικώς η κατηγορία γυναικών που, είτε από κατάλοιπα κοινωνικής καταπίεσης ή από ενδόμυχο βίτσιο και κουτοπονηριά, ή, τέλος από απλή και καθαρή βλακεία, δεν τολμά να σπάσει την περίφημη παρθενιά της και να βγει στον κόσμο του σεξ με το κεφάλι ψηλά...

Επίσης είναι αυτή που ναι μεν είναι παρθένα αλλά όλο και κουνιέται στον καθένα, αφήνοντας υπονοούμενα ότι «τη λαδώνει τη μπάμια», και όταν την προσεγγίσεις σου έχει επιτεθεί για σεξουαλική παρενόχληση, σου έχει κάνει κατήχηση για το πόσο απρεπής είσαι, ή, απλώς, το έχει βάλει στα πόδια για τα καλά.

  1. - Αυτή η Μαρία λες να έχει νιώσει ποτέ χαρά στα σκέλια της;
    - Ου! είναι μια μισοπαρθένα αυτή, άλλο πράμα. Τους έχει πάρει όλους από κώλο αλλά η παρθενιά παρθενιά! Άθικτη!

  2. Άρχισαν να έρχονται στο γραφείο οι υποψήφιες γραμματείς και έσκασε μύτη και μια μισοπαρθένα, ο θεός να μας φυλάξει! αν την προσλάβει ο αφεντικός θα έχουμε όλοι πρόβλημα εδώ μέσα. Πάει γυρεύοντας για ιστορίες και σούξου μούξου μανταλάκια αυτή.

  3. - Το ήξερες ότι η γκόμενα του Χρήστου, αυτή η φοιτήτρια από την Ιορδανία, μας έλεγε πως προτού επιστρέψει στην πατρίδα της θα πα να κάνει παρθενορραφή γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσει να παντρευτεί ποτέ της;
    - Ε καλά και συ δεν τό' χεις ξανακούσει; Όλες αυτές είναι μισοπαρθένες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα στα πλαίσια μιας απελευθερωμένης αντίληψης σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις και αντιμετωπίζοντας το σεξ ως χαρά της ζωής και όχι επικύρωση της ιδιοκτησιακής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, έχω την τιμή να παρουσιάσω την κοινόχρηστη γκόμενα.

Αν και πολλές φορές το ερωτικό παιχνίδι δύο φίλων με την ίδια κοπέλα προκαλεί ανεπανόρθωτες παρεξηγήσεις και είναι αιτία ακόμα και τερματισμού της φιλίας τους, αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της κοινόχρηστης γκόμενας: δύο ή περισσότεροι φίλοι μπορούν να απολαμβάνουν τις ερωτικές χάρες της εν λόγω κοπέλας (εναλλάξ ή ομοθυμαδόν) χωρίς καμία παρεξήγηση μεταξύ τους.

Για να υπάρξει τόση απελευθέρωση βέβαια, σημαίνει ότι κανείς από την παρέα δεν διεκδικεί την κοπέλα για σοβαρή σχέση. Αυτό γίνεται είτε επειδή η γκόμενα είναι χαζή, είτε επειδή είναι μπάζο, είτε επειδή είναι πολύ πεταχτούλα και αν τα φτιάξει κάποιος μαζί της θα του πάει το κέρατο σύννεφο...

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα άτομα μέσα σε μια παρέα που δεν μπορούν να καταλάβουν πότε μια κοπέλα ανήκει σε αυτή την ειδική κατηγορία γυναικών, οπότε κολλάνε με αυτή, χαλιούνται και ζαλίζουν τ'αρχίδια των φίλων τους προσπαθώντας να την κατοχυρώσουν για τον εαυτό τους, πράγμα βέβαια μάταιο. Πρόκειται για τους γνωστούς χαζομούνηδες που χαλάνε όλη την πλάκα...

  1. - Χθες πήδηξα την Ανθούλα... Καλή φάση φίλε...
    - Καλά ρε μαλάκα, αυτή δεν την πηδάει ο κολλητός σου;
    - Δεν τρέχει τίποτα ρε! Την έχουμε κοινόχρηστη τη γκόμενα...

  2. - ... και μας ζάλισε που λες ο μαλάκας ο Τάσος! Πάλι κόλλησε με μια γκόμενα που γνωρίσαμε στο νησί και μας απαγόρευε και να της μιλάμε κιόλας!
    - Έλα ρε...
    - Και βέβαια η γκόμενα δεν ήταν για τέτοια... Κοινόχρηστη έπρεπε να την έχουμε και οι τρεις, αλλά μας τη χάλασε τη φάση ο βλάκας!

Χρ. Ιακωβιδου: Είναι επαγγελματίας, οδοντογιατρός, shareware και (μάλλον) δεν έχει ιούς! Τι άλλο να ζητήσω απ΄τη ζωή; (από Vrastaman, 02/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι το κυριολεκτικό του Dr. Scholl. Αν και εκτιμώ ότι από εκεί βγήκε ο χαρακτηρισμός για γυναίκα που φέρνει προς φρόκαλο, λάικα, γκαραζογκόμενα ή μπουζουκομούνι. Αυτή η ζάμπλουτη γλώσσα που μας χαρίζει απλόχερα χαρακτηρισμούς για το οτιδήποτε, μας δίνει το συγκεκριμένο ιδιαίτερα για την περίπτωση νεόπλουτων γυναικών που την έχουν δει μόνο επώνυμο αξεσουάρ /ρούχο / παπούτσι αλλά είναι μάλλον για go village, ρε....

Κατ' άλλους, τσόκαρο είναι απλά η εκνευριστική γκόμενα, όπως εκνευριστικό είναι και το ηχητικό φόντο του συνώνυμου υποδήματος που φέρνει αναπόφευκτα την ιαχή έτσι να κάνει ο κώλος σου! σ' όσους είναι κοντά.

- Έτσι που λες Μερόπη μου. Μα να μην έχει Prada και Dolce... Τι το κρατάς ανοικτό το ρημάδι τότε κυρά μου; Και τι περιμένεις να πάρει ο κόσμος δηλαδή;
- (ναι, είχες και στο χωριό σου Πράντα και σου 'λειψε, τσόκαρο...)
- Τι είπες Μερόπη μου;
- Λέω: Πώς δε σου είπε να πάρεις κανένα τσόκαρο...
- Αααα...

Το κυριολεκτικό για να μη θίξω υπολήψεις. Παρακαλούνται οι συνήθεις ύποπτοι μιντιάδες να το κάνουν αντ\' εμού;) (από acg, 30/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.

Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:

  1. Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν, και
  2. Λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία, όπως έγραφαν οι αχρείοι ημών πρόγονοι.

Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.

Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.

1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»

2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified