Further tags

Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης γκόμενα.

Γνώρισα χθες μια μεναγκό σούπερ!

(από Vrastaman, 27/05/10)αν ο κόσμος ήταν μεναγκό... (από MXΣ, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσομοίωση σεξουαλικής πράξης. Ο κουμπαράς παρομοιάζεται με αιδοίο λόγω της σχισμής, όπου μπαίνουν τα κέρματα.

- Πρέπει να κάνω αποταμίευση γιατί περνάω δύσκολα. Πρέπει να βάλω τη δραχμή στον κουμπαρά της Κικίτσας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από ανέκδοτο η οποία, όπως και πολλές άλλες (π.χ. βλέπε εδώ), έχει αυτονομηθεί. Λέγεται εύστοχα για να δείξουμε ότι κανένα νόημα δεν έχει να μπαίνουμε σε κόπο για κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως χαμένο από χέρι - αλλά και να μην ήταν, βαριόμαστε τόσο πάρα πολύ που πάλι δεν θα κάναμε τίποτε.

Τέσπα, το αρχικό ανέκδοτο πάει κάπως έτσι - Δυο τραβεστί συζητούν το μέγα θέμα αν ομοφυλόφιλος γίνεσαι ή γεννιέσαι. Και λέει η πρώτη:
- Καλέ, Στάσα μου, γεννιέσαι, γεννιέσαι. Είναι βέβαιον. Διότι εγώ, ξέρεις, από αυστηρή οικογένεια κι αυτά, αλλά από τριων χρονών παιδί πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες, στα συρτάρια της μαμάς να προβάρω τις κομπινεζόν και τα πασουμάκια με τα τακούνια και να καμαρώνω με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Τι ήξερα μικρό παιδί; Μέσα μου το είχα - έμφυτο.
- Εγώ πάλι, Σούλα μου, τι να σου πω; Νομίζω ότι δεν γεννιέσαι, έρχονται έτσι τα πράγματα, κάτι αλλάζει και γίνεσαι. Πάρε μένα - μέχρι τα δώδεκα τίποτα δεν ήξερα, του κατηχητικού, χαμπάρι δεν είχα από τέτοια ...
- Έ, και στα δώδεκα τι έγινε;
- Έ, στα δώδεκα πήγα το καλοκαίρι στο χωριό και βγαίνω στα χωράφια να μαζέψω λουλουδάκια ... να κουράστηκα, ξάπλωσα στο χορτάρι, και κει που μ' έπαιρνε ο ύπνος έρχεται ένα παιδί απ' το χωριό - αααχχχ, ένα ωρρρραίο παιδί - ε, κι έρχεται έτσι από πίσω ... ε, και να μη στα πολυλογώ, τό 'μαθα και καλόμαθα ... γίνεσαι, Σούλα μου, γίνεσαι ...
- Καλά, μωρή, δώδεκα χρονώ ήσουνα κι έρχεται ο άλλος να στη μοστράρει και δεν κάνεις τίποτα ... γιατί δεν σηκώθηκες να τρέξεις, να φύγεις;
- Έ, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ...

- Μας περιμένουν οπωσδήποτε απόψε στο Φολί, Γιάννη μου, άντε κουνήσου, κάνε ένα μπάνιο να πάμε.
- Άσε ρε Θώμη, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ... Μια απ' τα ίδια θα είναι ... Κι έχει και μπάσκετ στην τηλεόραση ... Άραξε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τιποτένια γυναίκα, το τσόλι.

- Σπουδαίο γάμο έκανε ο βλάκας, πήγε και πήρε το τσολγκί το δαχτυλοδειχτούμενο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.

- Πφ! περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε όλα τη φταίνε, άλλα την ξινίζουν, άλλα τη βρωμάνε.

Δες και ξινομουνίαση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι λέει. Γυναικείο στήθος που βελτιώθηκε (;;;) - συνήθως μεγάλωσε - μετά από παρέμβαση πλαστικού χειρουργού.

Ως είδος, ανεβαίνει όλο και ψηλότερα στη λίστα δώρων για επέτειο γάμου.

Δες και φο-βυζού.

- Ωρρραίο βυζί ... πεπονάτο ...
- Μη μασάς ... αγοραστό είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση συνήθως για γυναίκες με μεγάλη περιφέρεια.

Παρομοίωση σχετική με τρακαρισμένα αυτοκίνητα που έχουν ξεχειλώσει οι λαμαρίνες...

- Όμορφη κοπέλα η Πηνελόπη! - Τι όμορφη και κουραφέξαλα, δεν βλέπεις ότι έχει πάρει λίγο στο σασί...

Got a better definition? Add it!

Published

Προσδιοριστικό επίθετο για γυναίκες που παρά το επίμονο φλερτ δεν ενδίδουν. Πιθανότατα προέρχονται από οικογένεια αυστηρών αρχών (και περιμένουν την πρώτη νύχτα του γάμου) ή είναι ερωτευμένες με άλλον...

Το αιδοίο της, παρά τις ηρωικές προσπάθειες δεν το ανοίγει, το κρατάει κλειστό σαν στρείδι...

Της ίδιας οικογενείας με τα: φαρμακομούνα, αγαθομούνα, μαλλιαρομούνα, χαζομούνα, αραχνομούνα

- Ωραία γκομενίτσα η Μαρίτσα, θα της την πέσω...
- Η Μαρίτσα είναι στρειδομούνα, τσάμπα θα φας τα νιάτα σου, την πιλάτευε ο Μήτσος οκτώ βδομάδες, αλλά δεν το άνοιξε το στρείδι να φάει το μαργαριτάρι....

(από Khan, 10/08/14)(από Khan, 01/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πούστης, αλλά στο πιο αλούμπαρδο (βλ. αλούμπαρδος). Επειδή υπάρχει μια ηχητική ομοιότητα με το ασκέρι, που παραπέμπει στην ηρωική επανάσταση του '21, στους λεβέντες τσολιάδες μας και γενικά σε μια εικόνα μακριά από την ομοφυλοφιλία, η λέξη έχει μια ξεχωριστή γοητεία. [citation needed]

Τράβα μίλα τής γκόμενας που σε κοζάρει τόση ώρα, ρε παλιοπουστέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει 2 κύριους ορισμούς :

  1. Ίδιο με τη φράση «παίρνω τον πούλο»
  2. Ίδιο με τη φράση «Την πουλεύω, την κάνω»

Προέρχεται από την διακωμώδηση του ονόματος γνωστού πολιτικού προσώπου.

  1. - Δεν την παλεύω με το κρύο εδώ έξω. Τομπούλογλου!

  2. - Τι έπαιξε χθες με τη Ρένα; Έγινε τίποτα;
    - Τομπούλογλου, με το πουλί στο χέρι έμεινα!

Τομπούλογλου (από panos1962, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified