Further tags

Επειδή είναι εξαιρετικά σπάνιο να τελειώσει το γκάζι στον αναπτήρα του αρειμάνιου καπνιστού, εάν δεν τον χάσει ή κάποιος συνδαιτυμόνας του τον καβαντζώσει κατά λάθος (λέμε τώρα), η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει συνήθειες από κάτι τύπους ξεζουμίστρες, που καταναλίσκουν όλα τα ενδεχόμενα, τα εναλλακτικά σενάρια, την υπομονή των συνεργατών τους κ.α., μέχρι τελικής πτώσεως.

Ως εκ τούτου, με κάπως ελεύθερη προσέγγιση θα μπορούσε να αντικαθιστά το «διυλίζω τον κώνωπα» ή το «κάνω την τρίχα τριχιά». Επιπλέον, θα μπορούσε να αναρτηθεί και στη μακρά λίστα των αιτιατικών του γκέουλα (τον ξυρίζει τον σκίουρο, τον φυσάει τον κουραμπιέ), ένεκα που δεν σημαίνουν τίποτις ιδιαίτερο, όπερ και χάριν διακριτικότητος εκφέρονται.

  1. - Πω ρε Μάικ, τι ψείρας είσαι; Ξεκόλλα επιτέλους! Τον άδειασες τον αναπτήρα!

  2. - Τον είδες τον μικρό φιρφιρίκουλα που έφερε τους φραπέδες στον δεύτερο; Μάλλον τον αδειάζει τον αναπτήρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. «Κουνιοτράμπαλο= κουνιέμαι - τραμπαλίζομαι ή άτομο με πολύ κουνημένο εγκέφαλο» (από εδώ)

  2. Το νευρόσπαστο, αυτός που κουνιέται συνέχεια από νευρικότητα.

  3. Ο πούστης και, συνεκδοχικά, το πουστριλίκι.

Από τις λέξεις «κούνια» και «τραμπάλα». Το κούνημα και ο παιδισμός που αποπνέουν οι δύο αυτές δραστηριότητες στην παιδική χαρά, καθιστούν ιδιαίτερα πετυχημένους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς.

  1. Σε μια αστραπιαια στιγμη περασε απο το μυαλο μου οτι ειχα εσωτερικο ταρακουνημα απο κουραση και εβλεπα τις γραμμουλες του cad να χορευουν. Κρατησε αρκετα παντως και ειχα μια μικροζαλη αργοτερα. [μπορει να φταιει και το οτι ειμαι κουνιοτραμπαλο]
    (από φόρουμ)

  2. Μην νομιζετε πως οι ενεργητικοι παντα ειναι κ σαν νταλικιερηδες . Μπορει ν ειναι καποιος κουνιστος κ να ειναι ενεργητικος.

Δεν μπορώ να το φανταστώ....ρε παιδί μου δεν λέω ότι όλοι οι στρέητ είναι νταλικιέρηδες, αλλά αν είναι και κουνιοτράμπαλο, ε δεν νομίζω να είναι και στρέητ...
(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την ιστορία, να πούμε ότι το Χέλγκα είναι το Γερμανο-νορδικό όνομα «Όλγα» και σημαίνει «Ευλογημένη». Φράου Χέλγκα σημαίνει απλά «Κυρα Όλγα» Ελληνιστί και αποτελεί αρχετυπική έννοια, όπως η γνωστή σε όλους μας Κυρα-Κατίνα.

Τώρα αν υπήρχε κάποια διάσημη Φράου Χέλγκα σε ταινία, λογοτεχνία ή μικιμάου σαν χαρακτήρας, από όπου μας έμεινε το όνομα, δεν το ξέρω. Πιθανότατα όμως να το κρατήσαμε μόνο και μόνο επειδή ακούγεται λίγο «βάρβαρο» στα εξευγενισμένα και πολιτισμένα αυτιά ημών των ελληναράδων και με αυτό αναφερόμαστε εν γένει σε αντρούτσους.

Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στην εμφάνιση (ε ψηλές, με ώμους και φαρδύ σαγόνι -βλ. Σβαρτσενέγκερ-γκόμενες), όπως αρχετυπικά φανταζόμαστε τις Γερμανίδες. Φυσικά όμως αναφέρεται και σε χαρακτήρα, δηλαδή τσαούσες, νταρντάνες και τσαμπουκαλούδες.

- Άσ' τα ρε συ, την προηγούμενη βδομάδα γνώρισα μια γκόμενα στο μπαράκι, και παίχτηκε μια φάση. Έχω φάει κόλλημα ρε μαλάκα, αλλά το κοριτσάκι εκεί που φαινόταν Λίλιαν μου βγήκε φράου Χέλγκα. Όλο ελέγχους μου κάνει, αλλά αυτή; Καμιά υποχώρηση. Και όταν έχει νεύρα άσε. Όλο ράους-ράους!

βλ. και φραουλίζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για πιπίνια που δεν έχουν περιττά ξίγκια, αερόσακους (κεντρικούς και πλευρικούς) και είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.

Ο όρος είναι δάνειο από την γλώσσα των χασάπικων, όπου τον χρησιμοποιεί ο κρεοπώλης για να επαινέσει την πραμάτεια του, ότι δηλαδή δεν χρεώνει στον πελάτη κατιμάδες.

- Τό 'φαγες το μωρό σκατόγερε;
- Άντε ρε λιγούρη που θα με πεις και σκατόγερο!
- Καλό ε;
- Μόνο; Δεν πετάς τίποτα, ούτε ξάφρισμα δεν ήθελε!

Πετας σχεδόν τα πάντα και ξαφρίζεις αιώνες ολάκερους (από perkins, 19/06/10)μόνο τα κόκκαλα πετας, και αν.. (από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεκδοχικά ονομάζεται έτσι η γκόμενα που φοράει νταγκαντούγκα, κουραδοκόφτη δηλαδή η πορδοκόφτη.

Σημείωση: νταγκαντούγκα λέγεται το τάγκα βρακάκι (ο θεός να το κάνει) διότι όταν φαίνεται η κωλοχαράδρα σε κόρη βαδίζουσα, οι παρατηρητές βλέπουν τα ημικώλια να κουνιούνται διαδοχικά και συστηματικά και εικάζουν με το άρρωστο μυαλό τους ότι παράγεται ήχος όμοιος με αυτόν της χαρμόσυνης ακολουθίας των εκκλησιών.

- Τι κάθεσαι ρε πεθαμένε στο πεζούλι με την περιπτερόμπυρα ανά χείρας;
Τηλεόραση βλέπεις;
- Ξεκόλλα εξυπνάκια μου, περνάνε συνέχεια κάτι νταγκαντούγκες... δεν πετάς τίποτα!

(από perkins, 19/06/10)(από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξελιξίδι και κυρίως ξελιξίδια, στον πληθυντικό, είναι στην Κρήτη ένας μειωτικός γιαγιαδίστικος όρος για τα «σνακ» που λέγαμε παλιά, τα όσα τσιμπολογάμε εκτός κυρίων γευμάτων, αλμυρά (γαριδάκια, πατατάκια κ.λπ.) και ζαχαρώδη. Ξελιξίδια είναι αυτά που δεν πρέπει να τρως γιατί δεν θα φας το φαΐ σου.

Όμως η λέξη δεν πρέπει να είχε πάντα αυτόν τον μειωτικό τόνο, και λεγόταν γενικά τα σπιτικά κεράσματα και ειδικά τα κεράσματα της ρακής: γλυκά παξιμαδάκια, αστραγάλια, χλωρά ροβύθια, μη σας πω και χαρούπια. Οι γιαγιάδες μάλλον προσάρμοσαν τον όρο αυτό στα όσα καταστροφικά για την υγεία των εγγονιών και την τσέπη των ιδίων σκατολοΐδια άρχισαν να γίνονται αργά αλλά σταθερά διαθέσιμα και προσιτά τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια ο όρος γνωρίζει μια ακόμα σχετική διολίσθηση στην έννοιά του (και ένα ψιλοrevival με την απενοχοποίηση της χρήσης διαλεκτικών λέξεων): όσοι ακούγαμε μικροί να μας μαλώνουν γιατί τρώμε ούλη την ώρα ξελιξίδια, πλέον ονομάζουμε ξελιξίδια τα ψιψιψόνια, κυρίως τα συνοδευτικά του πχιοτού.

Ακόμα πιο πολύ διολισθαίνει η έννοια όταν αποκαλούμε ξελιξίδι τον πουτσομεζέ.

Ετυμολογία: από το «λιγώνομαι» = λαχταρώ κάτι μέχρι λιποθυμίας.

  1. Μπα, πράμα δε κάνει. Σα' τ'αχυρά 'ναι. Δε βρήκες άλλο πράμα να φας και 'συ; Μόνο ξελιξίδια τρως!

(από σχόλιο μιας γιαγιάς που δοκίμασε τη μηλόπιτα του εμπορίου που έτρωγε η εγγονή της).

  1. Άμε να του πεις να βάλει άλλο ένα ντίμπλι και να μας-ε γεμώσει ξελιξίδια... κι όι καρότα πε του, απού να μην του πω πράμα του ατζίγγανου.

  2. - Πάρε μου ρε τσιγάρα. Και πάρε και κανά ξελιξίδι...
    - Θα πάρω εκείνα τα πορτοκαλί τα τίμια...
    - Στο μυαλό μου είσαι...

  3. - Φίλε, η παγωτατζού είναι πολύ σωστή...
    - Έλα μωρέ με τα ξελιξίδια.. όσος είναι ο γρόθος μου είναι ο κώλος της. Δε βλέπεις τι κυκλοφορά ναούμ'...

βλ. και φαγουλάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντυπωσιακά άσχημη γυναίκα, η γυναίκα-ανθρωποδιώχτης, η γυναίκα που πρέπει να μεταναστεύσεις για να αποφύγεις. Συνήθως, διακατέχεται από μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της και νομίζει ότι είναι η σούπερ γκόμενα, Μόνικα Μπελούτσι επί δύο, ενώ στην πραγματικότητα δεν σώζεται ούτε με γενικό ρεκτιφιέ.

- Την είδες την καινούρια γκόμενα του Μήτσου; Δεν βλέπεται!
- Άσε ρε μαλάκα! Μου 'πεσε το σαγόνι! Σκέτο σφαχτό!

Σούπερ γκόμενες στο βούρκο κυλιόμενες... (από patsis, 02/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από πολύ παλιά η ανάγκη του ανθρώπου για καταμέτρηση των διαφόρων αγαθών τον οδήγησε στα μαθηματικά (βλ. Σουμέριους, Αιγύπτιους κτλ).

Για την ευκολία του, να μην χάνει τον λογαριασμό δλδ, συστηματοποίησε την καταμέτρηση σε σύνολα (πχ δεκάδες για τα δεμάτια σταριού, ή εφτάδες για τις διμοιρίες στον στρατό κ.α, τα οποία δεν θα απασχολήσουν τον παρόντα ορισμό ενυφέρδερ).

Όταν λοιπόν μας πάνε άσχημα τα πράγματα και τρώμε τον ένα πίσω από τον άλλο, για να μη χάσουμε το μέτρημα ή/και για να προλάβουμε, δεματοποιούμε τα τσιβιά σε δεκάδες. Σαν τους φυλακισμένους ένα πράμα που τραβάνε μια λοξή κιμωλία για να κλείσει η δεκάδα, μετά τις εννιά κάθετες.

  1. Στον καφέ.
    - Πως τα πας ρε συ Εφραίμ;
    - Άσε έφαγα χοντρή ψωλιά. Με κυνηγάει η εφορία και τρέχω για διακανονισμό, το ΤΕΒΕ τα ίδια, τα πάγια κάθε μήνα σταθερά. Άσε σου λέω, δέκα τρώω, έναν μετράω.

(το Εφραίμ επειδή τον τέντωσαν την νεφραμιά)

  1. Ο στίχος στο τραγούδι Ασκιανός του Ν.Γωνιανάκη.

Χίλια μετράνε στο χωριό κι εγώ στο σπίτι ένα (εδώ εννοούνται βάσανα).Έπαιξε πάλι πένθιμα μες το χωριό η καμπάνα, όχι για ξένο άνθρωπο για τη δική μου μάνα.

(από Fotis Nitsiopoulos, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται πιθανότατα από την τεχνολογία και συγκεκριμένα από την ηλεκτρική σκούπα η οποία, όπως έλεγε η παλιά διαφήμιση, «η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη».

Το ρούφηγμα προϋποθέτει δύο ικανές και αναγκαίες συνθήκες. Την είσοδο αντικειμένου βαθιά εντός μιας κοιλότητας και την ταυτόχρονη παραγωγή ήχου.

Το λήμμα βρίσκει εφαρμογή σε πολλά πεδία της κοινωνικής μας ζωής.

Ποδόσφαιρο: Αναφέρεται σε τερματοφύλακα με ειδική ικανότητα να τρώει γκολ ακόμη και από σουτ που δείχνουν να πηγαίνουν έξω ή από σουτ με κατεύθυνση προς το σώμα του ή γενικότερα σουτ εύκολα αποκρούσιμα.

Όταν κάποιος τερματοφύλακας το ρουφάει το γκολάκι, ακολουθεί ποικιλία απροβλέπτων και διόλου κολακευτικών αντιδράσεων από την εξέδρα. Συνήθως όταν ένας τερμαρής ρουφάει ένα γκολάκι, ρουφάει και δεύτερο καθώς καταρρακώνεται ψυχολογικά. Ο ρούφους τερμαρής ενίοτε κατηγορείται ότι τα έχει αρπάξει από τον αντίπαλο.

Αφροδισιακά: Αναφέρεται στη παθιασμένη γυναίκα που δεν αρκείται στον παθητικό ρόλο, παίρνει την τύχη στα χέρια της, διεκδικεί όλο το μερίδιο της ηδονής και το ρουφάει το πέος (πραγματικό ή αντίγραφο). Σε αυτή την περίπτωση ο παραγόμενος ήχος διαφέρει ανάλογα με την κοιλότητα ρουφήγματος. Ο δε ο φορέας της ρουφούμενης οντότητας, απλά απολαμβάνει το θέαμα και την αίσθηση και δέχεται την όλη κατάσταση αδιαμαρτύρητα. Συνήθως, όταν κάποια ξεκινήσει το ρούφηγμα δεν το σταματάει, φεύγουν οι αναστολές της, το αναζητεί διαρκώς και γίνεται περιζήτητη από τον ανδρικό πληθυσμό καθώς ... τη ρουφήχτρα πολλοί εμίσησαν, το ρούφηγμα όμως ουδείς.

Το λήμμα προϋπήρχε της εφεύρεσης της ηλ.σκούπας, με περιπαικτική όμως και υποτιμητική διάθεση. Βλέπε ρούφα τ' αυγό σου

- Τι έγινε φιλαράκι; Πάλι χάσατε;
- Τι να κάνεις με τον μαλάκα που μπλέξαμε. Δεν είδες πως τα ρουφούσε τα γκολάκια; Άσε φίλε, πιασμένος ήταν.

(από Vrastaman, 11/06/10)ενα φραπε με προυφάν (από perkins, 11/06/10)Ποδόσφαιρο: Τερματοφύλαξ ονόματι Peter Rufai. (από Khan, 12/06/10)Σεξ/ πολιτική: (S)he sucks dick like Hoover! (από Khan, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό επιφώνημα θαυμασμού, συνήθως για την εμφάνιση μίας γυναίκας.

Για να πετύχει πρέπει πρώτα το επιφώνημα να αρχίσει με ένα μακρόσυρτο «Πσσσσσσς» (όπως λέμε «Πσσσσς σκίζεις»), και μετά να ακολουθεί ένα «Ω-λα-λααά» όπως λέμε «Ω λαλααά, τη γκόμενα είσαι εσύ!!»

  1. - Σου αρέσει αυτό το φόρεμα;;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά είναι πολύ ωραίο!

  2. - Πως σου φαίνομαι για απόψε;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά φοβερή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified