Tο σουτιέν. Θήκη των μασταριώνε. Βυζοθήκη, βυζοσακούλα, βυζομπαλοσακούλα, βυζοσυσκευασία, μασταροσυσκευασία.
- Ανανία, το φελέκι σου, που είναι η μασταροθήκη μου;
- Δίπλα στη νουαζέτα χρυσή μου, δίπλα στο ντίλντο μου!
Tο σουτιέν. Θήκη των μασταριώνε. Βυζοθήκη, βυζοσακούλα, βυζομπαλοσακούλα, βυζοσυσκευασία, μασταροσυσκευασία.
- Ανανία, το φελέκι σου, που είναι η μασταροθήκη μου;
- Δίπλα στη νουαζέτα χρυσή μου, δίπλα στο ντίλντο μου!
Got a better definition? Add it!
Mεταφορικά η ευρύχωρη και σωματικά και ηθικά γυναίκα ελαφρών ηθών, που χρησιμοποιεί το όργανό της ως αποθήκη στοίβαξης και αποθήκευσης ψωλώνε. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά.
- Πως περπατάει έτσι η Λόλα ρε λυκόρνι; Συγκαμμένη είναι;
- Τι συγκαμμένη η ψωλοαποθήκη καημένε, στούμπωσε από τα προφυλακτικά...
Got a better definition? Add it!
Η τελειωμένη αδερφάρα, αυτός που, όταν ρίξεις καρφίτσα πάνω του, γλιστράει και πέφτει.
Ο όρος αποδίδεται μόνο στις περιπτώσεις που η λέξη πούστης έιναι πολύ φτωχή να χαρακτηρίσει τον εν λόγω τοιούτο.
- Ρε μαλάκα, τι με έφερες στο Γκάζι μέσα στις αδερφές, δεν πηγαίναμε αλλού;
- Έχεις δίκιο, δεν το σκέφτηκα. Κοίτα αυτόν ρε που μας κοιτάει στο ύψος του πούτσου! Λες να θέλει να μας βάλει;
- Καλά αυτός δεν είναι απλά αδερφή, είναι τρίπουστας!
Got a better definition? Add it!
Φαρομανάω: εκ του φαρί (νεαρό δυνατό άλογο) + μαίνομαι (είμαι θυμωμένος, είμαι σε οίστρο).
Κατά την όψιμη Άνοιξη δηλαδή, οι γκόμενες είναι έτοιμες για ζευγάρωμα, για βάτεμα.
- Πω-πω οι λυσσάρες, πώς κάνουν με το μαλάκα, μα είναι ωραίος αυτός ο χλιμίτζουρας;
- Ωραίος ξεωραίος, δεν έχει να κάνει. Δεν το ξέρεις; Τον Απρίλη και το Μάη, το μουνί φαρομανάει...
Got a better definition? Add it!
Παιδική εγωιστική-αντιδραστική, αλλά και μαγικά αφοπλιστική απάντηση σε λογομαχία, προερχόμενη συνήθως από
Λήμμα για αυτούς που παρέμειναν παιδιά και τους αναπολούντες της δικιάς μου γενιάς.
— Καλά, χθές είδατε την ταινία με το Van Damme; Τους έδειρε όλους πάλι, δεν άφησε τίποτα όρθιο λέμε!
— Ποιός Van Dammε και κουραφέξαλα ρε, δεν έχεις ιδέα από αρακά, δεν υπάρχει ο τύπος.
— Καλά εσένα όμως μια φορά σε γαμάει...
Σε παραλία:
— Πω κοίτα ένα σώμα ρε που έχει ο τύπος, μπακλαβάς σκέτος.
— Σιγα το τυρόπιτα ρε, και γω αν κάνω 10 χρόνια γυμναστήριο έτσι θα είμαι.
— Εσένα μια φορά σε γαμάει όμως.
Got a better definition? Add it!
Το πουρό στα ποδανά.
Αναγραμματίζεται μόνο όταν:
1) Ο λέγων είναι μεθυσμένος
2) Όταν το εν λόγω πουρό είναι δίπλα και υπάρχει κίνδυνος να εκτεθούμε.
3) Σε οποιαδήποτε άλλη φάση που μπανίσαμε την αναφερόμενη να μας κοζάρει σε έναν χώρο.
(μετά από μία μπουκάλα κρασί)
- Ζε μαλάκα, στείλε μήνυμα στο ροπού, πεζστης έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις. πεζιζζστο.
- Τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα το ψήσουμε το ροπού; Κάρφωνέ το στα μάτια ρε να το πάρουμε πάρτυ.
- Σκάσε ρε μαλάκα μας ακούει!
- Πάμε να το γαμήσουμε σου λέω ρε.
Στο club:
- Κοίτα το ροπού τι φοράει ρε, πέσε πούτσα να σε φάω είναι.
- Αμάν ρε μαλάκα, κοίτα και κανα μικρό, όλο τις τελειωμένες χαλβαδιάζεις!
Got a better definition? Add it!
Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.
Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.
— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...
Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται όταν κάποιος πηγαίνει στο σπίτι μιας κοπέλας που είτε είναι πρώην του, είτε φακ μπάντι, ή κάποια που είναι σίγουρος ότι θα βάλει.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.
Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.
- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...
- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι.
(Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι λέμε την πολύ χοντρή γυναίκα που, το μόνο που μπορεί να επιδείξει σαν κάτι ωραίο πάνω της, είναι το πλούσιο στήθος της, το οποίο και φροντίζει να το δείχνει συχνά.
- Καλά ρε, θυμάσαι την Ελπίδα από το δημοτικό;
- Ναι ωραίο νιμού ήταν.
- Ε τώρα έχει γίνει μπάλα με βυζιά!
- Πάχυνε και αυτή;;;
Βλ. επίσης βυζανάδειξη.
Got a better definition? Add it!