Further tags

Το αρσενικό ισοδύναμο και το alter ego του ψωλοδιώχτη. Ο που τον έχει, θέλει και δεν μπορεί. Έχει κάτι που διώχνει από παστάκι μέχρι γριέντζω.

Βρε δεν πα να πέσει σε μουνοθύελλα ή και σε μουνόλακκο ακόμα, τα αντίστοιχα πουτσορανταροκύτταρα στον εγκέφαλο των θηλυκών βαράνε κόκκινο συναγερμό άμα τη εμφανίσει του.

Εντάξει, αν είσαι μπίχλας ή μπιχλάντεν τον έχεις απ' τα αποδυτήρια. Αν πάλι βγάλεις τη φήμη του φαρμακόπουτσου, τότε σίγουρα βάζεις μουνοδιώχτη στον πούτσο σου.

Αλλά εδώ λέμε ότι μπορεί και να έχεις στήσει όλες τις γκομενοπαγίδες, και να μην πέφτει καμιά μέσα, ούτε καν μια πατσούρα, λόγω αυτού του κάτι, του αόρατου μουνοδιώχτη.

«Τι 'ν' αυτό που το λεν μουνοδιώχτη, τι 'ν' αυτό;»

  1. -Ε ρεεεε... πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα! Τι στον πούτσο; Τον μουνοδιώχτη έχουμε;

  2. - Μπιρμπίλη μου, για αγάμητο σε κόβω τελευταία!
    - Γάμησέ τα κι άφησέ τα Ντερβίση μου. Πρέπει να απέκτησα μουνοδιώχτη και δεν ξέρω πως.

  3. - Βρε μαλάκα μπιχλάντεν, άντε κάνε κάνα μπάνιο να φύγουν τα δέκα κιλά μουνοδιώχτη που έχουν πετσιάσει πάνω σου.

Συνώνυμο: γκομενοδιώχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το απροσδιόριστο, κάτι το μη επαρκώς εντοπισμένο, που όμως γίνεται ασυνειδήτως αντιληπτόν από ειδική περιοχή του αντρικού εγκεφάλου, στην οποίαν είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένα τα μουνορανταροκύτταρα.

Τον διαθέτουν οι γυναίκες που όχι μόνον δεν έχουν καμιά πουτσοπαγίδα πάνω τους (ου μην αλλά και κάτω τους), αλλά αντιθέτως έχουν αυτό το ιδιαίτερο κάτι - και οι ψωλές όπου φύγει φύγει.

Με την πρώτη ματιά, είναι γαμήσιμες και αξιαγάμητες, αλλά τα μουνορανταροκύτταρα έχουν άλλη γνώμη...

Μία ξινομούνα στον κύβο ίσως, ή κάποια που εμπνέει πραγματικά τον φόβο του οδοντοφόρου αιδοίου, μπορεί όμως και τον γέλωτα λόγω του γραδαρίσματος πως το αιδοίον είναι φαφούτικο, οπότε ποιος γαμεί ψηλά καπέλα...

Πολύ καλές υποψήφιες είναι οι φαρμακομούνες, λιγότερο οι στρειδομούνες, ενώ καμία τύχη δεν έχουν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο οι ζαχαρομούνες.

  1. - Μεγάλη μουνοθύελλα ενέσκηψε στο μπαράκι, Λάμπρο.
    - Ναι αλλά πιάνω και ψωλοδιώχτη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ώπα, νά την... Κοίτα την δεύτερη ξανθιά στο τρίτο τραπέζι. Τον έχει, αδερφέ μου.

  2. Αμάν πια κι αυτή η Μαίρη βρε Πόπη μου, δεν σταυρώνει άντρα! Τί σόι ψωλοδιώχτη έχει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που έχει κάτι λάγνο στην κίνησή του, που γέρνει ελαφρώς, που την κουνάει την παντόφλα, ο ζουζουνέλος, αυτός που το πισωγλεντάει δηλαδή.

Από επεισόδιο των «Απαράδεκτων», λογοπαίγνιο με το όνομα του τραγουδιστή/συνθέτη των 80s/90s Κώστα Χαριτοδιπλωμένου που, όπως και να το κάνουμε δηλαδή, έχει και πολύ τσαχπίνικο επώνυμο!

- Γνώρισα χθες τον φίλο της Γιώτας, τον Κωνσταντίνο... Τον ξέρεις;
- Χάχα, αν τον ξέρω λέει;... Και πώς σου φάνηκε;
- Καλό παιδί, αλλά κάπως χαριτοδιπλωμένος νομίζω...
- Μόνο; Αυτός είναι κοπέλα τελειωμένη ρε, τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι να πούμε!
- Αλλά είναι όμως καλό παιδί...
- Καλό παιδί, πάνω απ' όλα! Α, το σωστό να λέγεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαιρετικά αδύνατη γυναίκα. Αυτή που είναι πετσί και κόκκαλο. Όχι απαραιτήτως όμως η ανορεξικιά, μπορεί να είναι και μια αδύνατη γριά.

Πώς μπορεί μωρέ ο Τάκης με αυτήν την κοκκάλω; Μες τις μελανιές πρέπει να είναι ο καψερός!

(από ironick, 27/04/09)(από Βασίλης-7, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που πνίγει το κουνέλι, αλλά έχει μια αξιοθαύμαστη προτίμηση στο τσιμπούκι.

Μην τη βλέπεις έτσι σεμνή... τσουτσουνοπνίχτρα είναι η Αλέκα. Άμα σε βάλει κάτω θα σε στραγγίξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, ο πισωγλέντης.

- Μωρή εξάτμιση, πάλι τον έφαγες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «γκέο βαγκέο» ήταν παιδικό παιχνιδιάρικο επιφώνημα όπως το «Αμπεμπαμπλόμ τουκιθεμπλόμ», ή το «πού θα πας εκεί στην Βόρειο Αμερική, να δεις και τον Ερμή, που παίζει μουσική» κ.ο.κ. Λεγόταν συνήθως όταν ένα παιδί «την έφερνε» σε ένα άλλο, είχε κάτι που το πρώτο παιδί ζήλευε κ.ο.κ. Λόγω της ομοιότητας με την λέξη« γκέι», σλανγκίζεται για να δηλώσει τον ομοφυλόφιλο. Ιδίως, τον πούστη που λέγεται και Βάγγος, Βαγγέλης, Βάγγελας ή Βάγγουρας, όπως ο γνωστός γκέι ήρωας του the Slang & the Restless. (Παρεμπίπταμπλυ, ένα σύνηθες όνομα για γκέουλες).

Ασίστ: Πανούλης.

Πέρι (προς Βάγγουρα): Γκέο βαγκέο, Βάγγο, εγώ έχω γκόμενο απ' το Αμπιτζάν κι εσύ δεν έχεις! Γκέο βαγκέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαφώς βαρύτερο μπινελίκι από το απλό «τράβα και γαμήσου», καθώς ενώ στο «τράβα και γαμήσου» υπονοούμε ότι ο συνομιλητής τον παίρνει, προσθέτοντας και το «...και φέρε μας και τις εισπράξεις», εννοούμε ότι το έχει κάνει επάγγελμα.

- Πιο ψηλά τη σέντρα ρε μαλάκα άμπαλε, πώς θες να πιάσω κεφαλιά έτσι γαμώ το φελέκι μου;
- Ρε τράβα και γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις. Πόδια δεν είχες να σουτάρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που:

  • την γυρνάει τη βάρκα,
  • την ξεφλουδίζει τη μπανάνα,
  • την τραβάει την πιπερόριζα,

και πιο κλασσικά:

  • το πάει το γράμμα,
  • το τρίβει το πιπέρι.

Κοινώς ο «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου».

- Ρε! Τσέκαρε τη λούγκρα!
- Μαλάκα, ντιντής!

Σχετικό: την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται κακεντρεχώς (ή αυτοαποκαλείται αυτοσαρκαστικά) η κοπέλα μιας κάποιας ηλικίας που παραμένει στο ράφι.

Το κριτικό ηλικιακό ορόσημο που καθιστά μια κοπέλα μεγαλοκοπέλα είναι «μετακινούμενο» και αποτελεί συνάρτηση πολιτισμικών, θρησκευτικών και μορφωτικών παραμέτρων. Στο ένα άκρο κατατάσσονται οι χώρες της Σουηδικής Αραβίας, όπου ισχύει το γνωμικό ότι «ένα κορίτσι πάνω από τα 11 είναι σαν το γάλα που αρχίζει να ξινίζει» και στο άλλο άκρο χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου η έννοια έχει πλέον ιστορικό χαρακτήρα. Στην Ελλάδα, που βρίσκεται κάπου στην μέση, η cut-off ηλικία είναι τα 19 για όσους πάσχουν από κνασίτιδα, 25 για παλαιάς κοπής κυρα-περμαθούλες με κόρες, 28 για κοπέλες με κυρα-περμαθούλες για μαμάδες και > 39 για τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Ο όρος προσάπτεται επίσης μεταφορικά σε μη ανθρώπινα είδη (βλ. παράδειγμα 3 και 4)

1.
Μεγαλοκοπέλα. Φύλο: Γυναίκα Για Μένα: Τι να σας πω; Γεννήθηκα σαραντάρα! Αγαπημένες Ταινίες: Περηφάνια και Προκατάληψη
Αγαπημένη Μουσική: Περηφάνια και Προκατάληψη - OST
Αγαπημένα Βιβλία: Περηφάνια και Προκατάληψη
(από εδώ)

2.
- Όταν ερωτήθηκε από τον δημοσιογράφο «πώς θα χαρακτηρίζατε την εν λόγω κυρία;» απάντησε υποτιμητικά «μεγαλοκοπέλα». Ενώ ο ίδιος, Εφηβος των Αντικυθήρων και βάλε! (Πασχάλης Αρβανιτίδης, για την μητέρα του εξώγαμου παιδιού του, από εδώ)

3.
- Από νύμφη του Θερμαϊκού σε μεγαλοκοπέλα που δεν θέλει κανείς. O μύθος της πόλης που παρακμάζει
(από εδώ)

4.
- Όσο η «Ολυμπιακή» ήταν «στα πάνω της» και ο κόσμος δεν είχε βυθισθεί σε μια κρίση που παράγει καθημερινά ανθρώπινες τραγωδίες και απελπισία, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να υπονομεύσουμε κάθε προοπτική πώλησης του εθνικού αερομεταφορέα. Τώρα, κάνουμε και το σταυρό μας που βρέθηκε ο κ. Βγενόπουλος, να προσφέρει κάτι λιγότερο από εκατόν ογδόντα εκατομμύρια ευρώ για την ...μεγαλοκοπέλα μας που έμεινε στο ράφι μετά την αποτυχία και του τελευταίου διαγωνισμού. (από εδώ)

(από Vrastaman, 23/04/09)Η ωραία μεγαλοκοπέλλα των Αθηνών που λέει κι ο Χοτζας στο σχόλιο (από GATZMAN, 16/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified