Αυτός που είναι πάρα πολύ έμπειρος, είναι χρόνια στο κουρμπέτι, έχουν δει πολλά τα μάτια του, έχει μάθει πολλά ο κώλος του, και ωσεκτουτού είναι τετραπέρατος, καπάτσος, αλλά και αδίστακτος και κυνικός, μαθημένος όπως είναι και στις τριβές και στις ματαιώσεις των ιδανικών.

Εκ του κώλος και πετσώνω, το οποίο χρησιμοποιείται για κάτι που γίνεται σαν πετσί και χάνει την ελαστικότητά του (δες).

Μια διαδεδομένη ερμηνεία του κωλοπετσωμένου είναι, λοιπόν, ότι πρόκειται για αυτόν που έχει πάψει προ πολλού να είναι τρυφεροκώλης και ότι ο κώλος του έχει εκτεθεί στην τραχύτητα της ζωής. Εδώ ως «κώλος» νοούνται δηλαδή οι γλουτοί, τα κωλομάγουλα. Φρονώ πάντως ότι πολλοί που χρησιμοποιούν την έκφραση εννοούν κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) την κωλοτρυπίδα, οπότε κωλοπετσωμένος είναι αυτός που έχει απωλέσει την τρυφερότητα της άλλης παρθενιάς που έχει δώσει την θέση της στη σκληρότητα της πέτσας, με θετική ωστόσο κωλάντεραλ ντάματζ ότι η πολυμάθεια του κώλου του τον έχει κάνει παλιά καραβάνα, πονηρίδη με συνέπεια όχι μόνο να μην πιάνεται κότσος, αλλά να είναι και λήντερ.

Η άποψη του γούγλη: η μεγάλη πλειοψηφία των γουγλικών ευρημάτων αναφέρεται σε πολιτικούς και συνήθως θεωρεί το να είναι κανείς κωλοπετσωμένος ως σημαντική πολιτική αρετή.

Πάσα (Δ.Π.): Ironick.

1. Να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία ότι, για να επιβιώσεις στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα, πρέπει να είσαι σβέλτος, καπάτσος και κωλοπετσωμένος.

2. Αν δεν σε απελυαν οι φαρμακοβιομηχανοι θα συνεχιζες να εισαι διαφθορεας και τωρα που εχεις μαγαζι απλα ως κωλοπετσωμενος θα κανεις ντηλ

  1. Κωλοπετσωμένοι πολιτικοί:

α) Ο ΚΩΛΟΠΕΤΣΩΜΕΝΟΣ ΑΔΩΝΙΣ.

β) Ο Παναγιωτακόπουλος είναι γεννημένος για να δίνει μάχες. Κωλοπετσωμένος, γεμάτος εκλογές στην πλάτη του, κομματικά σκληροτράχηλος.

γ) Ο μπάρμπα-Φώτης είναι πολύ πιο κωλοπετσωμένος απ' όσο δείχνει η φαινομενική νηφαλιότητα του λόγου και η μειλιχιότητα της εικόνας του.

δ) Γεννηθείς κάτω από το αυλάκι, κι ως εκ τούτου δεόντως κωλοπετσωμένος, και πλημμυρίσας τας Αθήνας δια αναριθμήτων καγκέλων (εξού και καγκελάριος ή καγκελαρίτης)

ε) «Μπορεί ο Παπακωνσταντίνου να είναι καλός. Αν είναι. Αλλά δεν είναι «κωλοπετσωμένος». Όφειλε, να έχει πάρει δίπλα του, μερικούς ανθρώπους της πιάτσας. Να του δίνανε συμβουλές περί του πρακτέου. Με θεωρίες δεν βάφονται αυγά».

στ) Και οι δολοφονικές σφαίρες αυτού του εκτελεστικού αποσπάσματος εκπυρσοκροτούνται από το παλιωμένο αλλά καλά δοκιμασμένο και αποτελεσματικό όπλο-εργαλείο που λέγεται Κάρολος Παπούλιας και οι υπογραφές που βάζει -με σταθερό χέρι ο κωλοπετσωμένος αυτός γέρος-για μαζική εκτέλεση λαών αλλά και από την άλλη πλευρά για ατομικές αποδόσεις χάριτος των εκτελεστών του αυτού του λαού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λαογραφικούρα για την εκτός γάμου «διακορευθείσα» κορασίδα που έχει και το θράσος να παριστάνει την παναγία. Γιατί φραγκοπαναγιά όμως; Εδώ πρέπει να ανατρέξουμε στην πατροπαράδοτη περιφρόνηση της ορθολοξίας προς τους δυτικούς. Αντιγράφω από σάη χριστιανοταλιμπάν:

Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Μadonnes. που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού την αυστηρή Οδηγήτρια (εδώ) Ας αφήσουμε όμως τις συζητήσεις περί του τι συνιστά παρθένα ή ψευδοπαρθένα στους αρμοδιότερους από εμάς θεολόγους κι ας πανηγυρίσουμε την παρθενοφθορά με ένα μικρό σλανγκομουνο(ξε)απάνθισμα για όσα κορίτσια απώλεσαν ότι πολυτιμότερο είχαν:

  1. αγγισμένη
  2. αδιάντροπη
  3. ακολασού
  4. ακουσμένη
  5. αλανιάρα
  6. αλαφριά
  7. ανθολογημένη
  8. ανοιχτή
  9. ανοιχτούτσικη
  10. απαρατημένη
  11. απαριασμένη κατσάκω
  12. αποπλανημένη
  13. ατιμασμένη
  14. αφημένη
  15. αφορισμένη
  16. βρωμoλoύλoυδo
  17. βρωμοθήλυκο
  18. γάνα
  19. γανάδα
  20. γανίλα
  21. δάνεισε το κορμί της
  22. δεν έχει μούτρα καθαρά να βγει στην κοινωνία
  23. δεν της άρεσε o ίσιος δρόμος της ανυπόληπτης
  24. έγινε θέατρο του κόσμου
  25. ελεεινή
  26. ελύσσαξε για άνδρα και λυσσoμάνιασε
  27. έπεσε στον δείνα
  28. έσκισε και λέρωσε τα μεζέα της (μεζέα: τα μεσαία, ο παρθενικός υμένας με τον κόλπο ως ευρισκόμενα μεταξύ της ουρήθρας και πρωκτού)
  29. εσούρε (έτρεξε σε άνδρα)
  30. έχει ακoυστεί η αθυβoλή της
  31. έχει μoύτρα να μας δει η μoυντζoυρωμένη;
  32. έχει φαγωμένα πoλλά κάστανα
  33. έχει φάειπoλλών πανηγυριών χαλβά
  34. έχει φάει την τσίπατης
  35. ζωηρούλα
  36. ήταν ζωηρή
  37. ήταν κυλίστρα πoυ ξώκυλε
  38. θα γεμίσεις λoύπακες μαζί της (αφρoδίσια)
  39. θεάτρα
  40. κoμμένη
  41. κακά της κoυρέματα
  42. κακακουσμένη
  43. κακονοματισμένη
  44. κακοστρατημένη
  45. κακόφημη
  46. κάσα (αχρεία)
  47. κατεργαρούλα
  48. κομμένη
  49. κορφολογημένη
  50. κριματισμένη (αμαρτωλή)
  51. κυλίστρα
  52. λαγγευμένη
  53. μαλαφαρισμένη
  54. μας έκανε την απήραχτη και ατήραχτη
  55. μασκαριλού
  56. μάτωσε την τρύπα
  57. μαυροπρόσωπη
  58. με ξεκούρδιστα βιολιά θα την πάνε στην μάνα της
  59. μεταχειρισμένη
  60. μούντζα
  61. μυσαρά
  62. νερoκoυτσέλα που κυλίστηκε σε βρώμικο νερό
  63. ντροπιασμένη
  64. ξελεγιασμένη
  65. ξεπεσμένη
  66. ξεπλανεμένη
  67. ξεπορτισμένη
  68. ξεσκονισμένη
  69. ξεσχισμένη
  70. ξεσχολιασμένη
  71. ξετσίπωτη
  72. ξευτελισμένjη
  73. οργιά
  74. που και που το κάνει με τον ξάδερφο
  75. παλιοκόριτσο
  76. παραδομένη
  77. παραστρατημένη
  78. παστρικιά
  79. πατημένη
  80. πατσαβούρα
  81. πειραγμένη
  82. περασμένη
  83. περιγέλαστη
  84. περιπαταριά
  85. που και που το κάνει
  86. πουρναροπιδίστρα
  87. ροκοκέφαλη (έχει το μυαλό στο ροκοκέφαλο: μουνί)
  88. σαλιασμένη
  89. σηκοσκελισμένη
  90. σκατογαϊδούρα
  91. σκύλα
  92. σκυλοπηδημένη
  93. σουβάλα (ανήθικη)
  94. στιγματισμένη
  95. στρούντζα
  96. συρομαδισμένη
  97. το δίνει
  98. το έκανε με το θείο
  99. το κάνει
  100. το λέει η περδικoύλα της με τoν ανεψιό
  101. τα αθέατα τα έκανε θέατρα
  102. τα έχει παίξει πρωτύτερα με άλλoν
  103. την πήδηξε o τάδε
  104. της βγήκε το όνομα
  105. τιντομούνα
  106. το άνθος παρθενίας χάθηκε
  107. τρυπημένη
  108. τρύπια
  109. τσολόχα (ερωτιάρα)
  110. φέρτε το γάϊδαρo να καβαλήσει
  111. φιλημένη
  112. φουρλαϊδα (άστατη)
  113. χαϊδεμένη
  114. χάλασε τo συστί τoυ τo βρωμoθήλυκo
  115. χαλασμένη
  116. χανεμένη (ανεπιτήρητη)
  117. χωριολόγα

(Πηγή: Χ.Θ. Οικoνoμόπoυλoς, Περί Παρθενίας, εδώ)

(από σφυρίζων, 15/04/13)(από σφυρίζων, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαγουδικό *αποκαλούσαν οι παλαιότεροι (και εξακολουθούν ορισμένοι βουκολικοί ακρίτες και θεούσες κυρα-περμαθούλες) τον *παρθενικό υμένα, την ενοχλητική και μάλλον γελοία αυτή μεμβράνη για την οποία τόσα δράματα εκτυλίχτηκαν ανά τους αιώνες. Για λόγους που αντιπαρέρχονται κάθε κοινή λογική, ο υμένας αυτός θεωρείται από τότε που βγήκαν οι λάσπες σχεδόν καθολικό (αλλά και ορθόδοξο, και μουσουλμανικό) σύμβολο αγνότητας.

Όπως συμβαίνει για κάθε σπάνιο αγαθό, το αόρατο πέος δημιούργησε μια αποτελεσματική αγορά για την αγοραπωλησία λαγουδικώνε. Ο συνεπακόλουθος κατακλυσμός της αγοράς από λαγουδικά-μαϊμού κατέστησε επιτακτική την ανάγκη πιστοποίησης κατά ISO. Την εποχή που οι αρχαίοι ημών πάλευαν την χοληστερίνη εμφανίστηκε και ευδοκίμησε το επάγγελμά της γηθογυίας (εκ των γῆθος, χαρά και γυῖον, αιδοίο) επάγγελμα που οι σύγχρονοι αποκαλούμε παρθενομαμή. Η παρθενομαμή «έδινε, παρουσία των ανακριτών-εξεταστών ή δικαστών, τον λεγόμενο 'Όρκον Tιμής', και μόνη αυτή εξέταζε την παθούσα νέα 'τη ψηλαφήσει εξέταζε τα κρύφια μέρη, ακολούθως δε υπαγόρευε την πραγματογνωμοσύνη της και τις επισημάνσεις της προφορικώς, διότι εστερείτο γραμματικών γνώσεων» (εδώ).

Η υπερβάλλουσα ζήτηση για λαγουδικά οδήγησε πολλές παρθενομαμές στο παρεμπόριο «γκρι» υπηρεσιών αναπαρθενισμού αναξιοπαθούντων κορασίδωνε που υπέστησαν παρθενοφθορά, πολύ πριν αναπτυχθεί η σύγχρονη μπαγαποντοπλαστική. Οι πρωτόγονες μέθοδες τους βασίζονταν σε δύο πυλώνες:

  • Την χρήση προσωρινών ραμμάτωνε, συνήθως φυτικής προέλευσης που έφεραν ονόματα όπως «σωμέλιμα τoυ ανθoύ», «μέθoδoς της χελιδoνoφωλιάς», «κoυκoύλωμα τoυ κερασιoύ».
  • Τεχνικές χρήσης κόκκινων χρωστικών ουσιών με σλανγκενεργές ονομασίες όπως «βαψίμι της φωλιάς», «φκιασίδωμα τoυ μαραμένoυ αθoύ», «στύψιασμα τoυ χίσθoυ», «αβδέλλιασμα» κ.ταλ., προκειμένου το κορίτσι να περάσει θριαμβευτικά την δοκιμασία του παρθενόπανου (περισσότερα εδώ).

Το λαγουδικό μάλλον δεν ετυμολογείται από τον συμπαθή κόνικλο αλλά εκ του λαγαρό: λεπτό και ευάλωτο στα αρχαία, καθαρό και διαυγές στα νέα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν το λαγουδικό με ένα μικρό σλανγκομουναπάνθισμα συνωνύμων:

  1. αγερινό
  2. αγλαό
  3. αγνό
  4. αγριοκρινάκι
  5. αεράτο
  6. αέρινο
  7. αθέατο
  8. αθέρας της κόρης
  9. αθθός
  10. αιθέριο
  11. άϊρο (ιερό) ιμάτι
  12. αμυγδαλιάς ανθί
  13. αμύριστο
  14. ανάδερο
  15. ανάχλιο
  16. ανέγγιχτη θυρία
  17. ανέγκιχτο
  18. ανεμαίο
  19. ανεμικό
  20. ανεμίτσι
  21. ανεμώνη
  22. ανθάδα της κόρης
  23. ανθάκι (που δεν το είδε ο ήλιος, του βουνού)
  24. ανθάτο
  25. άνθος (αβρό, άφθαρτο, ζαχαροζύμωτο, κορύκειον, μυροβόλο)
  26. ανθός (άγγιχτος, αμάραντος, αναμεσιανός, ανθηνένιο της κόρης, ανθηρό, ανθί, ανθίμι, άνθιμος, ανθινό επικόλπι, ανθινο λιλί (το λουλουδένιο στολίδι), ανθινό πουγκί, ανθίτσι, ανθίτσι της νιάς, ανθοδροσόμαλλο, ανθοκουκούλα, ανθόμηλο, ανθομούνι, ανθομπούμπουκο, ανθουλάκι, ανθούλι , ανθουσένιο μάτι, ανθώλη, ανθουλλί, ακακίας, βερυκανθός, δροσανθός, ευοσμανθός, ροδιάς, της αγνείας, της κρυφής σκαφούλας, της φύσης, του αναγκαίου, του κουτιού, απάρθενος, ατίμητος, βατσινίας, βερωτός (βέρα: κυκλικός), γαρδένιας, γιασεμιού, θαλλεροζανθός , θαυμασαριός, κεραπουκάτος (που βρίσκεται κάτω από τον ομφαλό), κερασανθός, κερασένιος , κροκανθός, κρυφός ανθός της τσούπας, λεμονιάς, λουλουδανθός, λυγιάς, μηλίτσας, μολοχανθός, μοσχανθός, μυρσινανθός, νεραντζανθός, νεραντζιάς, παρθενίας, πορτοκαλιάς, πύρινος, ροδακινιάς ανθός, ροδανθός της κόρης, ροκοανθός της κόρης, φασκομηλιάς λευκανθός, χάσικος)
  27. ανούλι
  28. απαλό γιασεμί
  29. ασπρολούλουδο
  30. άσπρος κρίνος
  31. άσπρος μενεξές
  32. ατρύγητος κρίνος
  33. αφράτο
  34. αχαμνότρυπα
  35. αχνό
  36. αχνόλαστο
  37. βαβί
  38. βαγιολούλουδο
  39. βαίο
  40. βεργί
  41. βεργωτό
  42. βερωτός
  43. βιόλα
  44. βιολέτα
  45. βιολετάνη της τσούπας
  46. βοτρίδι
  47. γαρουφαλάτο
  48. γαρουφαλίτσι
  49. γαρυφαλλένιο λιλί
  50. γερανάκι
  51. γήο
  52. γλυκάδι
  53. γόνη
  54. γόνος
  55. δαφνολούλουδο
  56. δαφνούλα φουντωτή
  57. διόσανθος
  58. διχαλωτό
  59. δροσερή σπορτούλα
  60. δροσίδι
  61. δροσινό
  62. δροσολούλουδο
  63. ειδωλάκι
  64. ελειόχρυσος
  65. ελιανθάκι
  66. ζαμπάκι
  67. ζεοβιανό
  68. ζερνέκαντο του κοριτσιού
  69. ζουμπουλάκι
  70. ζουμπύλι
  71. ηλιόχαρο
  72. ήλτο
  73. ήλτσο
  74. ημεράτσι της κόρης
  75. ημεροκαλλίδα
  76. θεστό
  77. θύρια
  78. ιμέτι (ή μάτι της τιμής)
  79. ιό
  80. ίρις
  81. καλυδώνι
  82. καμαράκι
  83. καμπανούλα της κόρης
  84. καστέλι
  85. κατιφές της κόρης
  86. κερασένιο
  87. κόκκινος κρίνος
  88. κόρη γαρουφαλάτη
  89. κουκούλα
  90. κουκούλα της τιμής
  91. κρινάκι
  92. κρίνο του γιαλού
  93. κρόκος της χρυσαυγής
  94. κρυμμένο χρυσοδαφνούλι
  95. κρυφή λαουδιά
  96. κρυφό ανθάκι δροσερό
  97. κρυφολούλουδο
  98. κρυφός υάκινθος
  99. κυκλαμινάκι
  100. κύτος
  101. λαλέ
  102. λαλεδάκι
  103. λαλέδι
  104. λαλέδι της νιάς
  105. λαλλάρι
  106. λειρί της κόρης
  107. λειρίδι
  108. λεπτό
  109. λευκό ανθόκρινο
  110. λευκό νούφαρο
  111. λευκόγιο
  112. λευκός κρίνος
  113. λιόφλογο
  114. λολολάκι (φράση της παρθενομαμής: γιατί λολοδάκι μου χάλασες το λελουδάκι σου;)
  115. λουδιό
  116. λουλούδι (άγρυπνο, άδυτο, αθέατο, αλώβητο, ανθρώπινο, δροσινό, ανοιχτό, αχνολούλουδο, λουλούδα, λουλουδάτο, λουλουδάτσι, λουλουδένιο ανθί, λουλουδένιο προσάρκι , λουλουδένιος, λουλουδίμι, λούλουδο, λουλουδούλι ,μισάνοιχτο, μεβιανό, μενεξεδένιο, μοσχοϊτιάς, μοσχολουλουδάκι, μπιγόνιας λουλουδάκι, μυγδαλιάς, ολόδροσο, πενταφύλακτο, ροδονιάς, τίμιο, φεγγοβόλο)
  117. λούλουρο
  118. λουλούτσι
  119. λούρνος
  120. λυγερό
  121. λύγινος
  122. λύγιο
  123. λυχναράκι της κόρης
  124. μανουσάκι
  125. μαργαρίτα
  126. μάτι της παρθενιάς
  127. μάτι του ήλιου
  128. μελισσάκι
  129. μελολί
  130. μενεξένιο γιουλάκι
  131. μεσομούνι
  132. μέτι της αγνότης
  133. μηράδι
  134. μουρνίδι
  135. μπαμπακούλα
  136. μπαμπακωτός
  137. μπουμπούκι (άδοτο, άθικτο, αμύριστο, ανήλιαγο, απάρθενο, απόκρυφο, δαμασκινιάς , κιτρινολεμονιάς, κλειστό, κρυφό, μυρτιάς λευκό, μεσομπούμπουκο, μοσχοτριανταφυλλιάς, νωλιομπούμπουκο, ροδοδαφνιάς, σ' ασχήμι της κόρης, του λιλιού (λιλί : αιδοίο), ταλλιακό, της τιμής, τρυφερό)
  138. μυλλιδώνι
  139. μυριανθισμένη αλυγαριά
  140. μυριανθισμένο
  141. μυρτολούλουδο
  142. νεραγκούλι
  143. νυχάκι
  144. ξέτρυπο
  145. ξυφί
  146. οινάνθη
  147. ολοδροσάτος κρίνος
  148. παπαρουνίτσα
  149. πασχαλίτσα
  150. πέπλο της νύφης
  151. περδικούλι
  152. πετανίδι
  153. πηγανούλι
  154. πικόλπι
  155. πλοκαμιανός
  156. ποθεινό
  157. πόθη
  158. ποθιανό
  159. προσάρκιο
  160. πρόσαρκο
  161. ρόδο (κόκκινο δροσάτο, ντροπαλό, της νιας, ροδοσταμιά, ρόδινο ανθάκι, ρόδινη φλόγα)
  162. ροκολούλουδο
  163. ρολόϊ της τσούπας
  164. ρωγολούλουδο
  165. σελλιάνα
  166. σιμιλούδι
  167. σκυλίτσα
  168. σκυτελάκι
  169. σκύτος
  170. σπιρτούλα
  171. στεφανάκι
  172. στόλος (στολίδι)
  173. στρογγυλολούλουδο
  174. σφηκάρι
  175. σχιστολούλουδο
  176. τερυπτός
  177. τερυτό
  178. τριανταφυλλάκι κόκκινο
  179. τριανταφυλλένιο
  180. τριαντάφυλλο εκατόφυλλο της κόρης
  181. τριμίδι
  182. τρουπί
  183. τρύοπο
  184. τρυφεράδι της κόρης
  185. τρυφερή βιολέτα
  186. τρυφηλό
  187. τσίπα
  188. φαλάμι του ανθού της κόρης
  189. φλόγα
  190. φλογερή παπαρούνα
  191. φρυδάκι
  192. φυλακιό
  193. χαλαρό
  194. χρυσάθεμο της κόρης
  195. χρυσόκρινος
  196. ψαθιρένιο
  197. ψαφαρό
  198. ψιλό
  199. ψυχαλιδάτο γαρυφαλλάκι

(Πηγή: εδώκαι εκεί)

(από σφυρίζων, 13/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλύτερη συμβολή του Έλληνα πατέρα, θείου κ.λπ. στην επιστήμη της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των νεαρών αρσενικών. Η απαραίτητη εξισορρόπηση της ελληνικής «ars erotica», που κατά τα άλλα συνάδει με το οθωμανικό δίκαιο, φανερώνει τη λεπτότητα του Έλληνα εραστή.

Η βαθιά ποιητική αυτή φράση μαθαίνει -με βαριά καρδιά πάντως- στον πρωτόπειρο νέο που ανοίγεται στα πέλαγα της γυναικείας σεξουαλικής υδραυλικής, ότι δε γίνεται πάντα να τον ρίχνεις κρύο, χρειάζονται και τα ρημάδια τα προκαταρκτικά, που απαιτούν να κουράσεις το χεράκι σου σε παλινδρομικές και πλαγιοστροφικές τριβοειδείς διεισδύσεις, και συνάμα πρεσοειδείς επιπαλαμισμούς περιοδικά αυξομειούμενης έντασης και σταθερά κλιμακούμενης συχνότητας στο/α γυναικείο/α γεννητικό/α σύστημα/τα (μονοεστιακή ή πολυεστιακή μέθοδος).

Το κεφαλαιώδες αυτό μήνυμα, παρά τις πολιτικά μη ορθές του νοηματικές αποχρώσεις -προϋποθέτει ότι ο γιος είναι κρεατοφάγος, καμία πρόβλεψη για τους χορτοφάγους- είναι μια διδαχή που κατά κανόνα διδάσκεται, με απόλυτη υπευθυνότητα και παιδαγωγικό προγραμματισμό, ανεξαρτήτως ψυχοσεξουαλικού σταδίου... ...αν και όποτε κάτσει ο νέος να ντρέπεται να ξεκοκαλίσει με το χέρι το μπριζολίδι σε χασαποταβέρνα και μπροστά σ' όλο το σόι. Ανεκτίμητη.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ως «χέρι» ΔΕ νοείται ΕΔΩ τουλάχιστον ο χάστος, μπορεί όμως να νοείται η πεοθωπεία.

  1. - Τι ντρέπεσαι μωρέ Βαγγέλη, εδώ η ταβέρνα είναι δική μας, πιάσ' το με το χεράκι σου... H μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, Βαγγέλααα, αχαχαχαουχαχα...

  2. - Και δε μου λες βρε Βαγγέλαρε, με το Λενιώ καλά τα πάτε; Ελένη δεν τη λένε;...
    - Ελίνα... Καλά, καλά...
    - Το κοκό, πως πάει; Πάει καθόλου;
    - Πάει, πάει...
    - Κι όλα καλά;
    - Ε, καλά...
    - Τι «ε καλά...»;
    - Καλά...
    - Λέγε ρε να 'ούμε. Προφυλάξεις, έτσι; Στη μάχη χωρίς κράνος ποτέ... Πιτσιρίκα είναι αλλά δεν ξέρεις, κουκούλωνέ το, κουκούλωνέ το, να μην την κουκουλωθούμε κι όλας...
    - Ναι, ναι... Ε, λέει πως πονάει... Αλλά όλα καλά...
    - Πονάει; Ε, πώς να μην πονάει... Τέτοιο εργαλείο κλερονόμησες!... Ουαχαχχαχαχα, καθίκαρε! Να σου πω, τη χουφτώνεις καθόλου ή έτσι βουρ στον πατσά;... Η μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, τά 'χουμε πει έτσι; Μέχρι να μπαγιατέψει, μετά... Τά 'χουμε πει έτσι, μην τα ξαναλέμε...
    - Τά' χουμε πει ρε πατέρα, στην ταβέρνα προχθές μου τά 'λεγες... Θένξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία, η πλακομουνού. Από το τρίψιμο.
Αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σήμερα σλανγκικώ τω τρόπω.

Ρε μαλάκα, πάλι κάλεσες όλες τις τριβάδες στο πάρτυ σου; Και μεις τι θα γαμήσουμε ρε μαλάκα;

(από nick, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαζόμενη κοπέλα σε μπαρ κονσομασιόν όπου οι θαμώνες αγοράζουνε (κερνάνε) ποτά στα εργαζόμενα κορίτσια εξασφαλίζοντας χρόνο ομιλίας, όσο διαρκεί η κατανάλωση του ποτού (το οποίο είναι αναψυκτικό, αλλά σερβίρεται και χρεώνεται σαν αλκοολούχο). Τα κορίτσια εισπράττουν ποσοστά από το μπαρ για κάθε ποτό που τους κερνάει ο κύριος (θαμώνας).

  1. - Πω, πω, δες ένα καυλόνι στο περίπτερο...
    - Ποια ρε, αυτή την καμπαρετζού;

  2. Ο Μίλτος ο Χαζοκάβλης ήτανε πάλι χτες στο κονσομασιονετζίδικο μες τα μπαλαμούτια με τις καμπαρετζούδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ή τσουλί)

Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).

Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).

Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.

(από nick, 25/03/09)Την όπερα Λα φανΤΣΟΥΛΑ ντελ Ουεστ έγραψε ο Τζιάκομο ΠΟΥΤΣΙνι. Τυχαίο; Δε νομίζω... (από poniroskylo, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκιστί: της πουτάνας το κάγκελο.

-Γάμησέ τα. Χθες στο πάρτυ έγινε της επί χρήμασι εκδιδόμενης το κιγκλίδωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified