Οι όρχεις των ζώων αλλά και των ανθρώπων, στην κρητική ιδιόλεκτο.
Αλλιώς και: ασβάχια.
Εντάξει φίλε αυτά τα γράφουμε στα ζουβάχια μας!
Οι όρχεις των ζώων αλλά και των ανθρώπων, στην κρητική ιδιόλεκτο.
Αλλιώς και: ασβάχια.
Εντάξει φίλε αυτά τα γράφουμε στα ζουβάχια μας!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Γαμάω-πηδάω με μεγάλη διάρκεια.
Σύνθετη λέξη που αποτελείται απο τις λέξεις γαμάω (=συνουσιάζομαι) και πιλώθω (=σπρώχνω, στην Κρητική διάλεκτο).
- Μπάμπη, θα κατέβουμε Κοραή για καφέ;
- Ναι ρε συ ναούμ, παίρνω τηλέφωνο κι αυτόν τον μαλάκα τον Σωτήρη, αλλά τίποτα.
- Α,τον Σωτήρη... άσ' τον καλύτερα. Πέρασα από το σπίτι του το μεσημέρι και είχε εκεί τη Μαρία και τη γαμοπίλωθε...
- Κατάλαβα... το μουνί της θα έχει βγάλει τυρί γραβιέρα τώρα...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Παίζω μούτσο σημαίνει τραβάω μαλακία στην κυπριακή διάλεκτο.
Μουτσοπαίχτης αποκαλείται ο μαλάκας.
Η λέξη μούτσος πιθανώς να σχετίζεται με την λέξη πούτσος.
- Ο Πανίκος παίζειν με τον μούτσον του πάλιν!
- Μα ίντα που λαλείς, λαλώ-σε;
Got a better definition? Add it!
Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.
- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!
(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)
Βλέπε και πέος.
Got a better definition? Add it!
Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.
- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Πατρινή έκφραση, που χρησιμοποιείται σε αντικατάσταση της λέξης «πούτσος». Χρησιμοποιείται ευρέως για όλες τις εννοιολογικές σημασίες της αντικαθιστώμενης λέξης.
- Τι έγινε χτες με την Μαρία;
- Super, της έριξα έναν μπέκο, θα της μείνει αξέχαστος!
- Ρε, είναι καλή η γκόμενα που θες να μου γνωρίσεις, ή είναι για τον μπέκο;
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για τον πούτσο, στην τοπική διάλεκτο της Μάνης.
- Κουμπάρε, πάω για κυνήγι.
- Θα πιάσεις ένα μπουλούκι πόντσους!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του βατέματος, δηλ. του ζευγαρώματος, μεταξύ αρσενικού και θηλυκού κατσικιού ή προβάτου. Από το ρήμα μαρκαλίζω ή μαρκαλάω, γνωστό και ως οχεύω. Κατά πάσα πιθανότητα αλβανικής προελεύσεως, από τις λέξεις merr («βατεύομαι») + kal(ë) («άλογο»).
- Μέτρησες τα πρόβατα;
- Όλα εντάξει, τα κριάρια είναι πίσω από τον λόφο και έχουν πλακώσει κάτι προβατίνες στο μάρκαλο.
Βλ. και μαρκαλεύω
Got a better definition? Add it!
Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.
- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...
Got a better definition? Add it!
Τα γυναικεία στήθη στα ποντιακά.
Να λελέβω τα τσιτσία σ' γαβρί μου!
Got a better definition? Add it!