Όταν κάποιος νοιώθει έντονη περιέργεια να γευθεί μια αποκλίνουσα για αυτόν σεξουαλική εμπειρία ή παραφιλία.

Ως νεολογισμός, αποδίδει τις αγγλικές εκφράσεις bi-curious, gay-curious, κ.α.

  1. - Τόσο οι straight όσο και οι gay μπορούν περαιτέρω να προσδιοριστούν ως «curious» και «non-curious» («περίεργοι» και «μη-περίεργοι», αντίστοιχα).
    (εδώ)

  2. (πριν από μερικά χρόνια)
    - Βαγγέλη μου, δεν σου κρύβω ότι είμαι περίεργος. Θέλω να δοκιμάσω τις λανθάνουσες ορμές μου.
    - Πρόσεχε Πέρι, γαμάω περίεργους!
    - Τι ωραία που τα λές!

  3. - (Το ποδοφραπέ είναι) value-for-money υπηρεσία φραπέ-με-το-πόδι που προσφέρουν τα κορίτσια ορισμένων στριπτιζάδικων σε ποδοφετιχιστές ή ποδοπερίεργους.
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικάνικη έκφραση που χρησιμοποιείται για να ορίσει μια κατηγορία σεξουαλικής σχέσης μεταξύ δύο (ενδεχομένως και περισσότερων, δε μπορώ να το πω αυτό με βεβαιότητα) ανθρώπων.

Οι «friends with benefits» είναι οι φίλοι, οι οποίοι κάνουν σεξ. Οι λόγοι ποικίλλουν: είτε δεν έχουν γκόμενο/α, είτε γενικά δεν κάνουν σεξ πολύ καιρό οπότε παρηγοριούνται σεξουαλικά στον ώμο -ή όπου αλλού- του φίλου τους, είτε το σεξ είναι εξαιρετικό -οπότε γιατί να το κοψείς, κλπ κλπ κλπ... Εδώ, πρέπει αν τονιστεί πως σε αυτή τη μορφή σχέσης, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η φιλία: οι friends with benefits είναι πρωτίστως φίλοι (διόλου τυχαίο που στον εν λόγω όρο πρώτη λέξη είναι το «friends») και μετά σεξουαλικοί παρτενέρς.

Σε αυτή τη μορφή σχέσης, όπως και σε άλλες ανάλογες -ως προς την προχειρότητα- δεν υπάρχει φυσικά αποκλειστικότητα και οι φίλοι μπορούν να κάνουν σεξ και με άλλους -φίλους ή μη.

Δε θα έπρεπε να μπερδεύεται ως προς το περιεχόμενό του ο όρος αυτός με το «fuck buddies», μιας και οι τελευταίοι δεν είναι φίλοι, απλώς πηδιούνται περιστασιακά: οι friends with benefits θα πάνε την άλλη μέρα για καφέ∙ οι fuck buddies, όχι.

Το σεξ με τη Λίλιαν* ήταν εξαιρετικό, οπότε αν και θέλουμε να παραμείνουμε φίλοι, αποφασίσαμε να βρισκόμαστε που και που και να την κάνω να λέει τον Δεσπότη Τζέσικα.

*αντιλήφθηκα πως εδω μέσα η Λίλιαν είναι το κατ' εξοχήν παράδειγμά σας σε ο,τιδηπότε σχετίζεται με σεξ, οπότε το δανείζομαι -συγχωρέστε με για το θράσος μου.

(από Vrastaman, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλικό αρκτικόλεξο για το Granny I'd like to fuck. Υπερθετικός του μιλφέιγ και της μιλφούς. Για ακραίες περιπτώσεις γεροντοφιλίας.

Τρομερό τζιλφ η Εντίθ Πιαφ, φαίνεται να σκέφτηκε ο Τεό Σαγκαπώ. Δεν εξηγείται αλλιώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αισθησιακό αλλά και προστυχάτο (κατά το μαντολάτο, ή το μαστιχάτο), με μία λέξη καβλιάρικο. Είναι συνώνυμό του, αλλά χρησιμοποιείται σε τρε κομιλφό, καταστάσεις. Επειδή εμπεριέχει και το γαλλικό στοιχείο, συνήθως βγαίνει από γυναικεία χείλη. Επίσης, οι βέροι Γαλλομαθείς μπορούν να προσθέσουν και το τρέ πριν από το λήμμα, για να δικαιολογήσουν και τα λεφτά που χάλασαν οι γονείς τους στα ιδιαίτερα.

Ποσοτική ανάλυση.
- Καβλωτικό, 70% πρόστυχο, 30% αισθησιακό
- Καβλιάρικο, 30% πρόστυχο, 30% αισθησιακό, 40% παιχνιδιάρικο (κάνει και ρίμα)
- καβλωτίκ, 30% πρόστυχο, 30% αισθησιακό, 40% (μάλλον θα γαμήσουμε)

Η δημιουργία τη λέξης είναι σαφής, κάβλα (ουσιαστικό) + -ικ (-ique, γαλλική κατάληξη). Η μόδα με όλες αυτές τις γαλλικές καταλήξεις σε θέματα και λήμματα που έχουν να κάνουν με σεξ, πρέπει να έχει τη βάση τους στις γαλλικές αισθησιακές ταινίες της δεκαετίας του 1970, όπως το «Erothèque», ή οι πρώτες Εμμανουέλες. Αυτό το κομμάτι του γαλλικού σινεμά (που ακόμα δεν έχουν αγγίξει οι κριτικοί), έχει αφήσει κυριολεκτικά το στίγμα του σε χιλιάδες σεντόνια εφήβων, από τις αρχές του 70 και μέχρι περίπου το '87 (Μάρτη ή Απρίλη του '87 για να ακριβολογούμε). Από τέλος δεκαετίας ογδόντα κατεστήθη πασέ το είδος.

- Ωραίο το μέιλ που μου έστειλες αλλά σε παρακαλώ μη μου στέλνεις τέτοια πράγματα στο μέιλ της δουλειάς.
- Pourquoi;
- Pourquoi (sic) καμιά φορά τα βλέπει και η διευθύντρια. Και το ύφος είναι τρε καβλωτίκ για να το αντέξει. Έχει πατήσει τα εξήντα, και μπορεί να μου ζητάει το τηλέφωνό σου.

βλ. και καυλερός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική/Αμερικάνικη έκφραση, αλλά την έχω ακούσει σε κάμποσες παρέες στην Ελλάδα και σε ελληνικές ταινίες και στην τηλεόραση.

Είναι ο φίλος/η με τον/ην οποίο/α κάνεις και σεξ, αλλά χωρίς πολλά συναισθήματα ερωτικού τύπου και χωρίς δέσμευση. Δηλαδή, και σεξ, και φίλοι, αλλά όχι σχέση.

Συμβαίνει σε περιπτώσεις που ο άλλος σε καλύπτει και σεξουαλικά για ένα σεξάκι, και φιλικά για να πάτε για ένα καφέ να συζητήσετε για σινεμά/πολιτική/αθλητικά/μόδα, αλλά όχι για συναίσθημα, ή για τα παραπέρα.

Σε κάποια ελληνική ταινία, δεν μπορώ να θυμηθώ ποια, η κόρη προσπαθεί να εξηγήσει στην ηλικιωμένη μαμά της το είδος σχέσης που έχουν δύο φίλοι της.

-Πώς να στο πω ρε μαμά; Είναι fuck-buddies! Συναντιούνται πού και πού για σεξ και no hard feelings!

όντως... (από MXΣ, 28/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέινταρ (εκ του gaydar: gay detection and ranging) αποκαλείται η ενορατική ικανότητα ορισμένων να ανιχνεύουν εξ αποστάσεως και με μεγάλη ακρίβεια τον βαθμό πουστοσύνης των συνανθρώπων τους εν είδει ραντάρ.

Το τυπικό γκέινταρ επεξεργάζεται, σταθμίζει και αξιολογεί πληθώρα οπτικοακουστικοκινητικών δεδόμενων και ερεθισμάτων που εκπέμπει το υπό εξέταση υποκείμενο. Σύμφωνα με έγκυρες μελέτες, στις αποχρώσες ενδείξεις πουστρηλικίου συμπεριλαμβάνονται:

  • Η φωνή: το ευρύ κοινό αναγνωρίζει τους θηλύγλωττους από την φωνή τους με 75% επιτυχία.
  • *Ο παράγοντας«κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα»*: η προβολή ενός προσώπου για το 1/25ο μόλις του δευτερολέπτου αρκεί για να αναγνωριστούν στοιχεία ΛΟΑΤ.
  • Οι φύτρες μαλλιώνε: παρατηρείται ότι οι γκέουλες διαθέτουν αριστερόστροφη σπείρα μαλλιών κατά μεγαλύτερο αναλογικά ποσοστό.
  • Οι αναλογίες των δακτύλων: οι βερμουδιάρηδες και οι λεσβόγκες συνήθως έχουν μακρύτερο το παράμεσο δάκτυλο από τον δείκτη, σε αντίθεση με τους γκέηδες και τις θυλικομούνες.
  • Τα δακτυλικά αποτυπώματα: οι κιναιδουάρδοι και οι ετερομούνες έχουν «πυκνότερες» ραβδώσεις.

    Πέον να σημειωθεί ότι το γκέινταρ αποτελεί είδος «έκτης αίσθησης»: μερικοί το' χουν, άλλοι δεν. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες μελέτες:

  • Οι τρίζοντες την όπισθεν έχουν ακριβέστερο γκέινταρ από τους στρέιτουλες.

  • Οι γυναίκες έχουν ακριβέστερο γκέινταρ όταν βρίσκονται σε ωορρηξία.

    Όλα τα ραντάρ, πόσο μάλλον τα γκέινταρ, έχουν και «τυφλά σημεία», επιτρέποντας σε μερικές να κινούνται κάτω από το γκέινταρ. Ακόμα και τα καλύτερα γκέινταρ δίνουν ενίοτε ανακριβείς μετρήσεις, κυρίως ωσαναφορά τους μετρό κ.ά. αχαρτογράφητες.

Περισσότερα γκέινταρ φακτς:

Από το δουπού: Κχάν.

Η έκτη αίσθηση
1. Το μαγαζί του Πάπα είναι θερμοκήπιο ανωμαλίας…Ενώ το δικό μας, με τους μητροπολίτες που αποκαλούν ο ένας τον άλλο με γυναικεία ονόματα και τους μοναχούς και τους αρχιμανδρίτες που βάζουν μπροστά το γκέινταρ κάθε φορά που βλέπουν νέο αγόρι στην εκκλησία, είναι το απαύγασμα της αρετής…

2. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα.

Το σάη γνωριμιών για πούστηδες και παλικάρια
3. Πάντως, παρ' ὅτι διαρκῶς κράζεις τὸ γκέινταρ, ὅλο ἐκεῖ εἶσαι :ΡΡ

Ο διφορούμενος αζέρος πολιτικός
4. Ο γηραιός πρώην κομμουνιστής διπλωμάτης του Αζερμπαϊτζάν, Γκέινταρ Αλίγεβ, επιστρέφει στο Μπακού, όπου έχει εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά που σημαίνει πάτος, με λινκ ή χωρίς. Είναι το αντίθετο του τοπ, οπότε αντιστοίχως σημαίνει:

  1. Τον γκέι που υφίσταται την πρωκτική διείσδυση, τον «παθητικό» γκέι. Στην ελληνική σλανγκ έχει περάσει και ως μποτομιέρα και μποτομιέρα του ελέους. Για να παραφράσω τον Πιλαλί: Την μποτομιέρα μην κατηγοράς, αυτή σου δίνει για να φας.

  2. Αυτόν /-ήν που έχει το «παθητικό» ρολάκι σε ένα σαδομαζοχιστικό παίγνιο.

  3. Στο μπικίνι είναι το κάτω μέρος, που περιβάλλει την πατούρα.

Trivium: Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αγγλικός όρος topping from the bottom που σημαίνει ότι ο παθητικός ερωμένος ελέγχει την σεξουαλική δραστηριότητα πιο κυριαρχικά από αυτόν που επιτελεί την διείσδυση. Στα σαδομαζοχιστικά παίγνια είναι σχήμα οξύμωρο καθώς μιλάμε για κάποιον που είναι ταυτόχρονα μαζόχας, αλλά θέλει και να κυριαρχεί στο παιχνίδι.

  1. Γράφω ότι είμαι Μπότομ/βερς, γιατί αν γράψω ότι είμαι μόνο Μπότομ, θα με κράξουνε ως παθητικιά τελειωμένη, και το χάσαμε το παιχνίδι. Βασικά είμαι Μπότομ, αλλά δεν έχω ανακαλύψει ότι απόλαυση μπορώ να πάρω και από τους δύο ρόλους!
    (προβληματισμός κάπου στο Διαδίκτυο).

  2. Όσον αφορά στη σεξουαλικότητα, δεν είναι μόνο η επιλογή σεξουαλικού συντρόφου (και σίγουρα όχι μόνο με το άν έχει πούτσο ή μουνί ή τίποτα ή και τα δύο ανάμεσα στα πόδια, αν μοιάζει με άντρα ή γυναίκα ή ενδιάμεσο, αν εκφράζει αρρενωπότητα ή θηλυκότητα). Έχει να κάνει με συμπεριφορές όπως «τοπ και μπότομ» (που άλλοτε θεωρείτο ότι αρμόζουν μόνο σε άντρα και γυναίκα αντίστοιχα), bdsm πρακτικές, πολυσυντροφικότητα και πολυγαμικότητα (που παραδοσιακά θεωρούνται 'αποκκλίσεις' από τον υποτιθέμενο σωστό τρόπο να ζεις τη ζωή σου, δηλαδή τη μονογαμία). Όλα αυτά εξετάζονται κάτω από το queer βλέμμα, για να δεις αν είναι αλήθεια ή απλά κοινωνικές κατασκευές.
    (εδώ)

  3. Οταν ήμουν πιο νέα και πιο ωραία, πέταγα στη παραλία το τοπ και το μπότομ στο λαιμό! (εδώ)

(από Khan, 16/04/13)(από patsis, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά. Σημαίνει το αντισυμβατικό σεξ που έχει μεγάλη δόση πειραματισμού, περιέργειας, και, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;, ανωμαλίας.

Στα αγγλικά ετυμολογείται από το ναυτικό όρο kink που σημαίνει συστροφή σχοινιού (πρώτη μαρτυρία το 1670). Το επίθετο kinky με την έννοια της εκκεντρικότητας μαρτυρείται από το 1889, ενώ με την έννοια της σεξουαλικής διαστροφής από το 1959. (Δες).

Στα ελληνικά παρουσιάζει ενδιαφέρον ως εισαχθείς τεχνικός όρος που χαρακτηρίζει είδος σεξουαλικής συμπεριφοράς. Στον γούγλη εμφανίζεται άλλοτε με αγγλικούς χαρακτήρες, άλλοτε ως κίνκι κι άλλοτε ως κίνκυ. Στην ιδιόλεκτο της σαδομαζοχιστικής κοινότητας αποτελεί μέρος μιας διαβάθμισης που προοδεύει στην ανωμαλία ως εξής: βανίλια < κίνκι < fetish < BDSM (=Bondage Sado-Masochism, ήτοι σαδομαζόχες για δέσιμο).

Επομένως, το κίνκι είναι βασικά το αντίθετο της βανίλιας, το αντίθετο του οικογενειακού, ιεραποστολικού, γουτσιστικού γκουφουέ σεχ. Από την άλλη έχει αυτήν την λεπτή διαφορά από το fetish, ότι όπως το θέτει η Βικούλα, το κίνκι προωθεί την οικειότητα και την ένταση του μοιράσματος και της εμπειρίας μεταξύ των παρτενέρ, της αλληλοπεριχώρησης, που λέω κι εγώ, ενώ το fetish φτάνει αντιθέτως έως την απροσωποποίηση του σεχ και μπορεί και να παρακάμπτει το πρόσωπο του σεξουαλικού συντρόφου. Λέμε τώρα, γιατί στην γλωσσική πράξη το κίνκι είναι συχνά γενικότατος όρος που περιλαμβάνει παν το μη βανίλια (από ένα απλό δέσιμο μέχρι νεκροφιλία με τον παππού σου). Για να αποτολμήσω πάντως ένα παράδειγμα, το ποδοφραπέ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κίνκι, ενώ η γοβολατρεία fetish. Ομοίως, η σπερματογαργάρα είναι κίνκι, άλλα άμα επιμένεις ο εραστής σου να χύσει μέσα στο ποτηράκι του σάκε, και συνεχίζεις να το γλείφεις ακόμη και μετά την τελευταία ρανίδα του σπέρματός του, τότε καθίστασαι φετισύποπτος. Το φετίχ, δηλαδή, έχει σχέση με την ηδονοποίηση ενός αντικειμένου, ενώ το κίνκι με τον πειραματισμό ως προς τον παρτενέρ. (Όλες βέβαια αυτές οι διακρίσεις μεταξύ φυσικού και τεχνητού χρήζουν εντέλει αποδομήσεως, όπως θα μας έλεγε και ο Jeanoir).

Για να πάρουμε μια γεύση από κίνκι, θα περιελάμβανα σ' αυτό δραστηριότητες, όπως: δέσιμο με χειροπέδες, σχοινιά και ταλιμπάν, λιώσιμο κεριού πάνω στο σώμα του ερωμένου / της ερωμένης, χρήση γαμπρών, σεξ με καρπούζια, σεξ με σαντιγί, σοκολάτα, σούσι, αεροπλάνα, ποδήλατα, χέρια, μαχαίρια, φίδια (όχι φίδια!), πού 'λεγε κι ο Χάρρυ Κλυνν, φραπέ με χέρια, πόδια, βυζιά, μασχάλες, αυτιά, ρουθούνια, πάρτυ με ούζα και με ταλιμπάν.

Σημειωτέα, τέλος, δύο τινά: α) Το κίνκι συχνά έχει μια αρκετά θετική αξιολογική σημασία για να χαρακτηρίσει έναν κουλ τύπο. Το urban dictionary ορίζει (μεταξύ άλλων) το κίνκι ως μια σύνθεση πουτανιάς και χαριτωμενιάς (slutty & cutie at the same time). β) Η λαϊκή φαντασία ανιχνεύει κινκοσύνη κυρίως σε πρόσωπα πέραν υποψίας, λ.χ. στις γνωστές χαμηλοβλεπούτσες, σε χοντρές τόφαλους, ή σε θεούσες. Ενίοτε, δηλαδή, υποπτευόμαστε κινκοσύνη ως υπεραναπλήρωση σεξουαλικής στέρησης. Ή ερμηνεύουμε μέσω αυτής και φαινόμενα τ. Γιόκο Όνο.

  1. Νήμα: Οι γυναίκες καταπίνουν το σπέρμα; (εδώ):

- Καλό είναι τα τα καταπίνει...αλλά άμα τα κάνει και γαργάρα μιά χαρά μούρη σου πουλάει και μένεις και λακαμάς:Ρ
- Συγνωμη Στατουλη...εσυ απο εκει καταλαβαινεις αν η αλλη κανει καλο στοματικο;;Με το να τα καταπιει;;Αμα στο κανει ετσι αλλα για δικο της λογο δεν γουσταρει βρε αδερφε να τα καταπιει,χωρις να εχει κατι προσωικο μαζι σου δεν σαρεσει να σε εχει στο στομα της;;;;
- Δίνει άλλη χάρη η γαργάρα. Είναι πιο κίνκι. Γααργαρρρργγρρρ..δοκίμασέ το και θα τον καταπλήξεις.

  1. Εγώ πιστεύω πως πρέπει να είναι Kinky η κοπέλα για να κάνει γοβολατρεία. Εαν δεν είναι kinky ειναι δύσκολο να το κάνει και ας αγαπά τον άνδρα. Δεν μπορούν καταλάβουν οι μη kinky γυναίκες το θέμα της πατουσολατρείας και γοβολατρείας. Οι μη kinky γυναίκες είναι οι Νο 1 υποψήφιες που βρίσκουν το όλο θέμα ανώμαλο, χαζό, βλακώδες, άσκοπο, κλπ.... Επίσης πρέπει να της αρέσει να φορά γόβες+μπότες. Υπάρχουν γυναίκες που για διάφορους λόγους δεν φορούν ψηλοτάκουνα. Αυτές οι γυναίκες νομίζω πως δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ένα λεπτο ζήτημα που λέγεται γοβολατρεία. Από την άλλη δε σημαίνει πως πρέπει και η γυναίκα να φορά κάθα μέρα high-heels. Πρέπει όμως να έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ψηλοτάκουνα.Οπότε στις αρχές της σχέσης ρωτά κάποιος την κοπέλα εαν θεωρεί τον ευατό της kinky. Εαν απαντήσει όχι, τότε μάλλον η σχέση καλύτερα να μη συνεχιστεί, διότι γοβολατρεία γιοκ...
    (εδώ)

  2. - Ακόμα χοντρή είναι και πλέον συζούν και όλας. Πλέον όμως δεν μας κάνει παρέα γιατί κανένας δεν συμπαθεί την γκόμενα του. Δεν μπορώ να καταλάβω πως κολλάνε έτσι μερικοί άνθρωποι.
    - Οι χοντρές είναι κίνκυ. Δεν ξέρεις τι παίζεται.
    - Οι κίνκυ χοντρές είναι γκόμενες που έχουν κάνει τα πάντα. Βρίσκονται σε τέτοια απόγνωση που είναι ικανές να κάνουν το χειρότερο πάνω στο σεξ. Αηδιαστικά πλάσματα. Σε αντίθεση με τις αξιοπρεπείς χοντρές που δεν κάνουν σαν τραβεστί στη συγγρού που δεν έβγαλαν τα αναγκαία.
    - κίνκι ξε-κίνκι δεν κάθεσαι με γκόμενα που σου απαγορεύει να βλέπεις τους φίλους σου
    (εδώ).

  3. Εντάξει, θα μπορούσαν να το θέσουν κι αλλιώς. Θα μπορούσαν να γράψουν π.χ. ότι ο Διάκος ήταν γκέι και ο θάνατος του προέκυψε από κάποια ατυχή έκβαση σε κίνκυ παιχνιδάκια με τους Τούρκους φίλους του. Υποθέτω ότι κάτι τέτοιο δεν θα προκαλούσε πρόβλημα στους όψιμους αναθεωρητές. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified