Further tags

Η φελλάτρια, η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίς / ψωλογλειφίτσα, εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... Παράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούναμου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 13, σελ. 25)

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας ή γκομενίξ με έφεση στο ψυχικό - δεν αναφερόμεθα εις το ομώνυμο ντεμέκ βουπού, αλλά εις το γαμήσι του ελέους. Ή σε κάθε συμπονετική αγαθοεργία του πέοντος, με την ευρύτερη έννοια.

Επίσης, το αρχέτυπο της πουτάνας με την χρυσή καρδιά, όπως μας υπενθύμισε ο Hoxha στο παρακάτω σχόλιό του.

- Ακους εκει που θελει και σεβασμο το τσουλακι του γραφειου!! Δεν της φτανει που βρεθηκε αυτος που ειναι και ψυχικιαρης και την πηρε που θα εμενε στο ραφι η πομπεμενη!
(εδώ)

- εστειλε και γραμμα στη Σουλαρα για παρτη μου καθοτι ψυχικιαρα και μονο καλα κανει στη ζωη της και την εχω σε καργα εχτιμησις και λιγες κουβεντες περι παρτης της μην τραβηχτουμε σαν τα σεντεκλερια 'δω μεσα!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω φραπέ.

-Φτιάχνει αυτή φραπέ;
-Και πετυχαίνει και τις φουσκάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ευνοϊκός συνδυασμός καταστάσεων που κάνει τους εμπλεκόμενους να νιώθουν ευχάριστα. Με τον οξύμωρο επιθετικό προσδιορισμό «άσχημη», η φόρμουλα είναι ακόμα καλύτερη!

  2. Κοπέλα, όχι απαραίτητα κουκλάρα, άλλα με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που την κάνει πολύ ελκυστική στα αρσενικά.

- Ααααααχ, ποτάκι, τσιγαράκι, μουσικούλα... άσχημη φόρμουλα!

- Κοίτα μια φόρμουλα μπροστά, έχει και τατουάζ στο γοφό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν αρκετές ερμηνείες της «φλόπας» στην καθομιλουμένη. Ιδού και 3 παραθέσεις:

  1. Φλόπα είναι μια ταινία / έργο που είναι τελείως μάπα (δες το σύνολο του Χόλυγουντ).

  2. Φλόπα μπόρει να έιναι και μια ατυχής περίπτωση βραδυνής μέθης και ρομάντσου, που το πρωί φαίνεται σαν ανεξήγητο δράμα.

  3. Φλόπα επίσης είναι ένα πολλά υποσχόμενο προϊόν, που τελικά αποδεικνύεται ότι είναι κακής κατασκευής.

  1. Πήγαμε στον κινηματογράφο τις προάλλες να δούμε το καινούργιο έργο με την Αντζελίνα και μιλάμε για μεγάλη φλόπα.,

  2. Άσε πού να σ'τα λέω Κώστα... Πάνω στη σούρα μου, την έπεσα σε μια τύπισσα και αποδείχθηκε μεγάλη φλόπα.

  3. Αγόρασα τις προάλλες τα Γούιντοους Βίστα και μίλαμε για πολύ φλόπα λειτουργικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H κάθε άλλο από παρθένα, σλανγκιστί. A συχνότητα συνουσίας για μία τέτοια κοπέλα είναι τέτοια που το αιδοίο της πλέον μοιάζει με φιλτροχοάνη αυτοκινήτου.

Εμπνευσμένο από την κλασσική Βραζιλιάνικη σειρά.

- Φιλτρο-χοάνα η παρθένα είναι η Ρίτσα. Εκεί που είχα σκύψει ανάμεσα από τα πόδια της είπα τι βαθύ που το 'χεις-τι βαθύ που το 'χεις-τι βαθύ που το 'χεις.
- Μα καλά της το 'πες τρεις φορές;
- Όχι ρε, έκανε αντίλαλο.

(από sar12345, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φίδι: ο διπρόσωπος, ο ύπουλος, ο κακός.
  2. Φίδι κολοβό: ο επικίνδυνος διπρόσωπος «φίλος» (άμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς).
  3. (γδαρμένο) φίδι: ταλαιπωρημένο σεξουαλικά πέος.
  1. Φίδι η πουτάνα η πεθερά μου!
  2. Φίδι κολοβό η φίλη της γκόμενάς μου!
  3. Το γδέρνει το φίδι!!!!!

Ψέματα λιέει του φίδι. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακεντρεχές και σεξιστικό λογοπαίγνιο πάνω στον φεμινισμό και την φεμινίστρια.

  1. Πώς βλέπει ο φεμΟΥνισμός τον άντρα

  2. Ο ΦΕΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

  3. Γυναικα γαρ! Η ατρομητη Αριστεα βεβαια! Τη πεταξες παλι την “ισοτητα” σου! (κυριολεκτω) Θα πιασω καμια βοϊδο@ουτσα φεμουνιστρια μου εσυ!

  4. Τζεηηηηνννν;τι επαθες αποψε καλη μου φεμουνιστρια;

(Από το διαδίκτυο)

Μερικές από τις φεμουνάρες του φεμουνιστικού ακτιβιστικού κινήματος Femen που μας έχει προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. (από Khan, 10/01/13)Femen-ίστριες ονείρωξη! (από Khan, 10/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιόλα ή κοινώς καριόλα.

Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.

Εκ του fuck-ιόλα.

- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.

- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified