Further tags

Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.

- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...

(από Khan, 18/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευπαρουσίαστη κοπέλα, η όμορφη και σέξυ.

- Πωπω, η Κατερίνα από το σχολείο είναι αυτή ρε; Που ήταν γεμάτη σπυράκια και σώμα σαν άντρας; Πώς έγινε έτσι τούμπανο ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερή γκόμενα με μεγάλα στήθη.

Η Δανάη είναι λος τουμπανέιρος!! Αν τη δεις στην παραλία θα πάθεις πλάκα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που χρησιμοποιείται στις γυναικοπαρέες και δηλώνει τον άνδρα με μεγάλο μόριο.

- Είδα τον Τάκη στην παραλία να κάνει μπάνιο γυμνος και πιστεψέ με Μαίρη μου είναι μεγάλος πιτσαράς!

Είναι και το βασικό λολοπαίγνιο στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου "Delivery", όπου πρωταγωνιστεί πιτσαράς με μεγάλο μόριο. (από Khan, 12/02/14)(από Khan, 29/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλιδάτη γκόμενα με έντονα προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά.

- Πήγα σ΄ενα μαγαζί στην Κηφησιά κι έπηξε το μάτι μου στα χλιδότσουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός λόγω μικρού πέους. Χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε κάποιον που το παίζει μεγάλος σε δύναμη.

-Θα σε δείρω ρε μαλάκα!
-Για ηρέμησε ρε μικρούλη μη σε βάλω κάτω και σε αχίσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλοσπυράκιας.

- Κόψε τον σέξ-σπυρ, πάλι την έπαιζε χτες!

Αυτός που έχει βγάλλει πολλά σέξσπυρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στραβοψώλης.

Μαλάκα ο Μήτσος ειναι τιρμπουσόν, όταν κατουράει πετυχαίνει τα μούτρα του!

Βλ. και κατσαβιδοψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified