Further tags

Η κοπελιά που αξίζει για π...τσο και συνήθως το αποδεικνύει έμπρακτα τακτικά.

- Μα είναι δυνατόν, τόσους μήνες η ΧΧΧΧ να είναι μόνη της;
- Άσε ρε φιλάρα, χάλασε ο κόσμος. - Και ξέρεις ε, αυτή έχει υπάρξει στο παρελθόν τρανή κρεβατογεμίστρα!
- Το φωνάζει ρε. Έχει κυβικά η γκόμενα.

Ζορμπάς: Όταν μια γυναίκα κοιμάται μόνη της, ντροπιάζει όλο το αντρικό φύλο (παράδειγμα, α γραμμή) (από GATZMAN, 22/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλιδάτη γκόμενα με έντονα προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά.

- Πήγα σ΄ενα μαγαζί στην Κηφησιά κι έπηξε το μάτι μου στα χλιδότσουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό, η τσούλα, η πρόστυχη.

- Όλο με κάτι διχτυωτά και μίνι εμφανίζεται η Χ! Πρέπει να μη χαλάει χατήρι σε κανένα!
- Ναι, είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποια που (σχεδόν) παρακαλάει να δεήσει κάποιος να την τσιμπουκώσει (αν την πηδήξει δηλαδή κιόλας, θα κάνει Ανάσταση!). Συναντάται πολύ συχνά και σε γένος αρσενικό (βλέπε φωτό).

- Είδες πώς μου χαμογέλασε το μπάζο;
- Μεγάλη τσιμπουκοζητιάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά είναι ο μαλάκας (με όσες σημασίες μπορεί να υποδηλώνει), αλλά από πιο ποιητική σκοπιά...
Αξιοσημείωτο είναι ότι η λέξη παράγεται από το ουσιαστικό ψωλοβρόντι (το), με προέλευση από τα καλιαρντά.

Πάλι αυτόν τον ψωλοβρόντη κάλεσες στο πάρτυ;

(από sstteffannoss, 02/02/13)

Βλέπε ακόμη: βροντάω την ψωλή μου, πεοκρούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.

  2. Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.

  1. - Πάλι μας έφτυσε για να βγει με την γκόμενά του ο χαζομούνης ο Νίκος!

  2. - Ξεκόλλα ρε χαζομούνη από το πιπινάκι και πάμε να φύγουμε!

Ένα τραγούδι αφιερωμένο στον χαζομούνη του πρώτου παραδείγματος! © Cunning Linguist ;)  (από Cunning Linguist, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά Λαρισαϊκής προελεύσεως, συνώνυμη της πανελλαδικώς διάσημης μαλάκας.

Υπερθετικά: Χατζηκαυλάρας (συνηθέστερο), Καρακαυλάρας.

Πήγε να την πέσει στο μωρό και σκάλωσε... Τι καυλάρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψηλή γκόμενα με τα ανυψωμένα, καλλίγραμμα οπίσθια.

- Την είδες την καινούρια γυμνάστρια;
- Πωωω ρε φίλε, τι είναι αυτή;!
- Άλογο!

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified