Selected tags

Further tags

Ο όρος αναφέρεται σε ειδικό τεχνίτη, αλλά χρησιμοποιείται ως προσφώνηση για τον κάθε επαγγελματία. Στο θηλυκό γένος αναφέρεται στη γυναίκα η οποία είναι τεχνίτισσα και επαγγελματίας στη χρήση του ανδρικού μορίου (γνωστού και ως τσαπού), και ειδικότερα στο τσιμπούκι.

  1. Ανέκδοτο από το διαδίκτυο:

Ένας μεθυσμένος πλησιάζει μια παρέα νεαρών, σπρώχνει τον έναν και του λέει:
- Την μάνα σου την έχω γαμή...ι.
Ο νεαρός δε δίνει σημασία και ο μεθυσμένος επιμένει:
- Η μάνα σου είναι πολύ μαστόρισσα στο τσιμπούκι.
Ο νεαρός πάλι δεν του δίνει σημασία.
- Δεν υπάρχει τίποτε που να μην κάνει η μάνα σου στο κρεβάτι! του λέει ο μεθυσμένος γελώντας.
Σηκώνεται ο νεαρός και τον κοιτάει με αυστηρό βλέμμα.
- Με τη μάνα σου έχουμε κάνει φοβερά γαμή...α, του λέει ο μεθυσμένος.
Κι ο νεαρός του απαντά:
- Πατέρα, δεν πας για ύπνο γιατί είσαι λιώμα;

  1. Ρεμπέτικο τραγούδι:

Καμωματού, ναζού, μαστόρισσα,
αντροχωρίστρα, ξεμυαλίστρα,
με έκανες και χώρισα
και μ' έδιωξες κακίστρα
και μ' έδιωξες κακίστρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.

- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ΜΜΕ των κίναιδων και των οπισθογεμών πάνε να μας παίξουνε πουστιά, ότι και καλά οι Έλληνες είναι ομοφοβικοί. Η παλιά αυτή παροιμία και ορισμός του άντρα, αποδεικνύει τη μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των Ελλήνων προς τα πουστριλίκια, σε βαθμό ώστε

- να μην ορίζουν τον πούστη ως τον άντρα με ομοφυλοφιλικές εμπειρίες
- αλλά αντίστροφα, τον άντρα ως τον πουστεύσαντα και ερευνήσαντα, ο οποίος συνειδητά και έχοντας δοκιμάσει κατάλαβε ότι δεν του πάει, δεν τη βρίσκει, ή και δεν την παλεύει ως άνθρωπος να την την τρίζει την όπισθεν.
Για άλλη μια φορά η εμπειρία ζωής και τα βιώματα είναι αυτά που κάνουν τον άντρα - άντρας γίνεσαι, δε γεννιέσαι, και αυτό απαιτεί να γίνεις αντρείος της ηδονής που έλεγε κι ο Καβάφης.
Η φράση λέγεται προς βαρέους αρσενικούς, που έχουν κάνει το κράξιμο καραμέλα, και αποτελεί υπενθύμιση ότι το πολύ αντριλίκι πολλές φορές συνορεύει με τις αντρίλες.

- Ο βρωμόπουστας, η παλιαδερφή, ο πισωγλένταρος, εγώ ρε φίλε είμαι άντρας, δεν είμαι λουκρητία, άντρας...
- Καλά, χαλάρωσε....το ψωμί σου δε στο τρώει....εξάλλου, άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε...
- Μπαρδόν...τι λες ρε Λευτέρη;
- Που λέει ο λόγος ρε Μπάμπη, που λέει ο λόγος....

"Ωρέ, πονούν τα παλλικάρια;" (από Vrastaman, 03/10/08)(από xalikoutis, 03/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που εκπροσωπεί το μακρύ και χοντρό παπάρι.

Παλαμάρι = το σχοινί που χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες για να δένουν τις βαρκές - εξαιρετικά μακρύ.

Στελιάρι = το ξύλινο μέρος των εργαλείων χειρωνακτικής εργασίας (τσάπα, τσουγκράνα, κασμάς) - εξαιρετικά χοντρό.

- Έχω κόψει τις πολλές τσόντες γιατί βλέπω τους πορνοσταράδες με τα 30-ποντα παλαμοστέλιαρα και κομπλάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη αργκό των μπουρδελιάρηδων περιγράφει υπηρεσία κατά την οποία το πέος του πελάτη τρομπάρεται παλινδρομικά από την επαγγελματία μέχρι να παραχθεί το ζητούμενο σπερμώδες γάλα. Το τρομπάρισμα γίνεται συνήθως χειρωνακτικά και ενίοτε στο πόδι (βλ. ποδοφραπέ).

Για τους θαμώνες των στριπτιζάδικων, πρόκειται για τον υπέρτατο βαθμό περιποίησης που μπορεί να προσφέρει μια χορεύτρια σε ένα στριμωγμένο και συνωστισμένο «πριβέ» χώρο.

Για τους πελάτες οίκων απωλείας, αντιθέτως, το φραπέ είναι το πιο κοινότοπο και απέριττο συστατικό μιας μισθωτής ξεπέτας.

«Πήγα le cabaret με κάτι φίλους χρησιμοποιώντας τις καρτούλες που βρήκα στο ίντερνετ για δωρεάν χωρό. Δεν είχαμε λεφτά όλοι οπότε είχαμε σκοπό να κάτσουμε να πιούμε ένα ποτό να κάνουμε κ έναν χορό και να φύγουμε έχοντας πληρώσει 20€. Ε πήρα και εγώ μια κοπέλα για χορό, με πήγε πάνω και κατευθείαν άρχισε να μου τον πιάνει πάνω από το παντελόνι. Ε πήρα λίγο πιο πολύ θάρρος και άρχισα να την πιάνω παντού (ακόμα και κάτω) και αυτή με άφηνε. Σε κάποια στιγμή μου λεει με 100€ έξω από το μαγαζί κάνω ότι θες, θα σου δώσω το τηλ μου μετά... Ε τις λεω και εγώ για φραπέ, και μου λεει ότι μπορεί με 20€ φραπέ με γάλα, χωρίς να το μάθει το μαγαζί. Ε έσκυψε λίγο πάνω μου για να μην φαίνετε κ ξεκίνησε ο φραπές. Μόλις τέλειωσε τις έδωσα στα πεταχτά 20€ και έφυγα από το μαγαζί. με 40€ ήπια ποτό, μπάνισα τις γκόμενες, χούφτωσα αυτές που ήρθαν στο τραπέζι να με πείσουν για πριβέ και είχα και φραπέ με γάλα. Πραγματικά πολύ ευχαριστημένος!!!»

«..παλιά στο Ανατολή, θα το θυμούνται οι παλιότεροι έπαιζε πολύ φραπέ με πόδια στον πριβέ στο πατάρι! εμένα μου είχε τύχει πολλές φορές αλλά μόνο πάνω από τα ρούχα! Μια φορά όμως είχα πετύχει σε πριβέ μια τύπισσα που τον είχε βγάλει έξω σε ένα τύπο και του τον έπαιζε κανονικά με τα πόδια της μέχρι που έχυσε!!!! Σας έχει τύχει σε στριπτιζάδικο;»
(Αμφότερα από το forum του bourdela.com)

(από aias.ath, 18/11/11)(από GATZMAN, 01/05/13)\'Καφέδες\' παντός τύπου (από nobody, 20/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα (η κανονική) ή, η πηδιόλα γυναίκα.

Χαρχάλα κυριολεκτικά (στη Δ.Κρήτη τουλάστιχον) είναι η σφεντόνα (ετυμολογία δεν ξέρω), που με το χαρακτηριστικό της σχήμα θυμίζει τη γυναίκα που έχει αϋπνίες.

Με ένα σερτς διαπιστώνω ότι χαρχάλα λέγεται και

α. το προϊόν (πχ κινητό) μπακατέλα, αλλά και...
β. το βελανίδι που μαζεύεται το φθινίπωρο... [;].

Επίσης η λέξη πρέπει να χρησιμοποιείτο και από τους Ρεμπέτες (βλ. παράδειγμα 2).

Στην Κρήτη λέγεται και σήμερα, είναι πολύ εύχρηστη.........

  1. - Μωρή χαρχάλα, και το Μανώλη και το Στρατή και το Μανούσο....δεν έχεις αφήσει άντρα για άντρα...

2.- Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ήταν κι αυτός μουτράκι…Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα -χαρχάλα και κουφάλα- θα ΄ναι η σπουδαιότερη. Στυλιζαρίσματα και τυποποιήσεις…Μακριά από μας.

από συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση μπορεί να είναι στην ενεργητική φωνή, εντούτοις το αντικείμενο της πρότασης (κώλος), μέσω του οποίου συμμετέχει το υποκείμενο της πρότασης στη σεξουαλική πράξη, παραπέμπει σε παθητική σεξουαλική συμπεριφορά. Γι' αυτό, λέγοντας τη φράση, είναι σα να λέμε: Αυτός γαμιέται. Δεν το λέμε όμως ξεκάθαρα, αλλά το πάμε μέσω Λαμίας, ώστε μέσω της σταδιακής ανατροπής της σημασίας του μηνύματος (από γαμάει... σε γαμιέται), να ειρωνευτούμε τον «γαμιά».

Κατά την ευρύτερη έννοια ο όρος παραπέμπει ειρωνικά σε κάποιον που δεν έχει πυγμή και λειτουργεί παθητικά σε κάποια διχογνωμία, σε κάποιον τσαμπουκά αφήνοντας τους άλλους να του επιβάλουν τη γνώμη τους, να τον σπάσουν στο ξύλο, κλπ...

Θα μπορούσε βεβαίως να παραπέμπει και σε κάποιον που ενώ λέει πως θα γαμήσει και θα δείρει, εντούτοις μόλις έρθει η ώρα να δείξει το ανάστημα του κιοτεύει, κλάνει μέντες, τις τρώει κλπ, και γενικότερα αποδεικνύεται κουραδόμαγκας.

Θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε σε αρχηγούς πολιτικών κομμάτων που ενώ πριν τις εκλογές είναι σίγουροι για τη μεγαλειώδη νίκη τους, μετά την πανωλεθρία τους στις εκλογές, λουφάζουν στη γωνιά τους.

  1. Δύο φίλοι βλέπουν μια συνάμενη και κουνάμενη αδερφάρα και σχολιάζουν το γεγονός:
    - Κοίτα ρε και όμως κι αυτή γαμάει....
    - Γαμάει;
    - Γαμάει με τον κώλο ρε... χα... χα... χα.
    - Χα... χα... χα.

  2. Πέτρος: Βλέπω καλά;Ο Μάρκος δε μας έλεγε πριν λίγο πως θα λιώσει στον ξύλο τον Γιάννη; Απ' ότι βλέπω ο Γιάννης τον έχει πλακώσει στις ανάστροφες από τα πρώτα λεπτά.
    Κώστας: Έτσι κάνει ο Μάρκος πάντα. Κάνει τον νταή, λέει πως θα γαμήσει τον άλλον, αλλά στην πράξη τον γαμάει με τον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ικανότητα θήλεος να θέλγει τα αρσενικά σε βαθμό που να θέλουν να το... πιτσιλίσουν.

Σύνθετη λέξη εκ του πιτσιλάω και του αγγλικού ability.

Η κλίμακα κυμαίνεται από το -8 (π.χ. η κ. Λουκά) έως το +13 (σε Αντζελίνα Τζολί ένα πράμα).

- Πώς σου φαίνεται το παιδί στην γωνία;
- Ενα οκτώ στην πιτσιλισαμπίλιτυ θα το δώσω!

Δες και πιτσιλάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία του όρου αναφέρεται στο φυτό Calystegia sepium της οικογένειας Convolvulaceae που είναι πολυετές φυτό και έχει αναρριχώμενους βλαστούς μήκους έως 2 μ.

Η σημασία του όρου που δίνεται εδώ σχετίζεται με την ιδιότητα των αναρριχώμενων βλαστών της περικοκλάδας που παρομοιάζονται με τα κέρατα που φορά κάποιος/α (κερατάς). Μιλάμε δηλαδή για τα κέρατα που φορά κάποιος/α που έχει καταντήσει ρούντολφ και τάρανδος λόγω υπερβολικού και συχνού κερατώματος.

  1. Μαντινάδα

Κι άμα θα δεις τη κοπελιά να κάνει χωρατάδες να ξέρεις πως τα κέρατα βγάνουν περικοκλάδες

  1. O τύπος δεν μπορεί να περάσει τα διόδια από τα κέρατα που έκαναν περικοκλάδες... (τάρανδος ο κύριος)

http://paiktis.pblogs.gr/2008/05/286454.html

  1. Βέβαια το κέρατο που φοράει μπορεί να της έχει γίνει περικοκλάδα (έχει τρυπήσει το ταβάνι η τρελλοκαμπέρω) και να μη το 'χει πάρει χαμπάρι μ' όλο που σκύβει για να μπει απ' τη πόρτα.

http://gnomi.9.forumer.com/index.php;showtopic=115

  1. Το να σε στολίζει ο καλός σου με λουλούδια και περικοκλάδες στην εξοχή, πάει κι έρχεται... Το να διασκεδάζεις τις Απόκριες ντυμένη διαβολογυναίκα με τα κερατάκια στα μαλλιά σου κι αυτό δικαιολογείται... Το να είσαι, όμως, μια χαρά φυσιολογικός άνθρωπος και να διαθέτεις κέρατα μεγαλύτερα κι από κείνα του γηραιότερου ταράνδου, τότε σημαίνει πως κάτι λάθος έχεις καταλάβει, κι αντί για τον Παναγιωτάκη από τα Κίουρκα, έχεις μακρινό ξάδερφο το Ρούντολφ...

http://www.inath.gr/sxeseis/apo-do-i-ginaika-mouki-apo-do-to-aisthima-mou.htm

  1. Μα να λες ότι μύρισε η άνοιξη και να θες να καμαρώσεις μια περικοκλάδα στην εξοχή και να σου λέει ο καλός σου, είναι μακρυά, που να τρέχουμε τώρα, και εγώ... το όρνιο, ναι το όρνιο καλά λέω, να μη θέλω να καταλάβω πως εννοούσε ο κύριος πως αντί να πάμε μακρυά, ας μείνουμε εδώ αφού η περικοκλάδα, υπάρχει στο κεφάλι μου. Και μάλιστα όσο με κεράτωνε ο κύριος, τόσο αυτή θέριευε.

(από GATZMAN, 07/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος εφηβικής ηλικίας που δίνει έντονα την αίσθηση ότι όταν γίνει ενεργός σεξουαλικά θα γίνει γκέης.

Ο Γιώργος ήταν φοβερό πουστάκι μικρός. Πώς έγινε τόσο μουνάκιας μεγαλώνοντας, είναι απορίας άξιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified