Selected tags

Further tags

Το γνωστό ισπανικό τραγούδι Besame Mucho σημαίνει «φίλα με πολύ», αλλά ο Νεοκύπριος που δεν κατέχει την ισπανικήν παρά μόνο την αγγλικήν του Lower απ' το University of Pouchester και την σλανγκικήν, το έχει κατανοήσει ως «παίξαμε μούτσο». Δεδομένης όμως της σημασίας του μούτσου στην κυπριακήν τε και καλαμαρικήν, η έκφραση χρησιμοποιείται για καταστάσεις ακραίας μαλακίας.

Πηγή: Λήμμα πέσαμε μούτσο και σχόλιο Vrastaman.

- Πώς πήγε η ομάδα.
- 'Ασ' τα! Παίξαμε μούτσο κι αποκλειστήκαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσουτσουνοπαίκτης στα κυπριακά.

Βλ. λήμμα μούτσος.

- Μουτσοπαίκτη πουστοκαλαμαρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίξαμε μαλακία, στα Κυπριακά.

Βλ. επίσης μούτσος και πέσαμε μούτσο.

Στο ατελιέ του Πανίκου στα Βυζακιά Κύπρου.

- Πέρι: Πανίκο μου, μαγειρεύεις θεσπέσια, η λούντζα σου ήταν ιn-croy-able !!!
- Πανίκος: Μα αίνει το πρώτον σου ταξίδι εις την μαρτυρικήν μεγαλόνησον Πέριν μου, έννα μη σε περι-ποιηθούμεν λαλώ-σε!
- Πέρι: Αχ τι έξυπνο λογοπαίγνιο Πανίκο μου (χαμηλώνει το φώς). Μου θυμίζεις την σκηνή από τον «Θάνατο στην Βενετία» όπου…
- Πανίκος: Μα ίντα που λαλείς κοπελούι μου, έννα παίξωμεν μούτσον καλύτερα!
[Το οργισμένο Λίλιαν σπάει με κλωτσιά την πόρτα του ατελιέ]
-Λίλιαν: Ώστε έτσι ε;;; Με τον γερομπινέ;;;
- Πέρι: Muchacho, μας την πέσανε!

(Λιλιάδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεηντάρ (εκ των πέος και ραντάρ) αποκαλείται η ενορατική ικανότητα κάποιας ή κάποιου να ραβδοσκοπεί το μέγεθος του πέους οιουδήποτε βάσει ευρετικών και μόνο ενδείξεων, όπως πχ. το μήκος του αντίχειρά του, την διάμετρο των αυτιών του, την υποτείνουσα της μύτης του, κ.ο.κ.

Το αντίστοιχο χάρισμα για την ανίχνευση ομοφυλόφιλων αποκαλείται γκειντάρ.

(Η Ironick παρουσιάζει, αλλά με γρίφους, τα μυστικά του πεηντάρ εδώ)

- poniroskylo: Ρε πστ, πάντα την είχα την απορία αυτά τα παλουκάρια που λένε ότι ο άλφα είναι μικροτσούτσουνος και ο βήτα μπάμιας ... πώς στον πούτσο το ξέρουν;

- ironick: από τα δάχτυλα

- Mes: Μύθος, μύθος...

- ironick: μπα μην το λές μες. εμένα μου έχει πετύχει 100 στα 100. αλλά θα σου εξηγήσω στο αυτάκι, μη γίνουμε ρόμπες

- Vrastaman: Και οι 100 ήταν μικροτσούτσουνοι ;!;!

- ironick: χεχεχεεεεε! όχι ρε ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published

Το μουνί, στα Κυπριακά. Προφέρεται sheestos, και πιθανότατα να ετυμολογείται από την λέξη σχισμή.

Βλ. επίσης: πούττος.

«Κανείς δε μιλάει στη γυναίκα μου έτσι! ΘΑ ΤΟΝΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΤΟ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΙΣΤΟ ΜΟΥ ΓΑΜΩ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ;» (Καλαμαρίστικη απόδοση κυπριακού θυμού εξεφραζόμενου με λέξεις.)

«Κανένας εν μιλά στη γενέκαν μου έτσι. Εν να τον ισκοτώσω τον μαλάκαν γαμώ τον σσιήστο μου γαμώ. Πούν' τον μαλάκα, πούν' τον;» (Πιστή απόδοση του πιο πάνω θυμού στα κυπριακά –εκτός αν ο Κύπριος άρχισε να καλαμαρίζει για να τον καταλαβαίνει η γκόμενα και να μην ξενερώνει στο κρεββάτι).

(Από δαμέ)

(από jesus, 29/06/09)παίζει γαμωτζαζ; (από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που έχει εμμονή στο να συνάπτει σχέσεις με πολύ μεγαλύτερους σε ηλικία. Εκεί οπωσδήποτε μιλάμε για βαρύ οιδιπόδειο. Μας έλειψε ή ο μπαμπάς ή η μαμά όταν είμασταν μικροί και τον/την αποζητάμε στο πρόσωπο κάθε πολύ μεγαλύτερού μας, ή, όχι μόνο δεν μας έλειψε, αλλά ήταν τόσο ανεπανάληπτη προσωπικότητα που δεν την χορτάσαμε και, ωσεκτουτού, δεν μπορούμε να αποζητήσουμε τίποτε παρόμοιο σε +/- συνομήλικούς μας. Ή, απλά, ο γέρος / η γριά έχει λεφτά.

Το φαινόμενο είναι σύνηθες στις κοπέλλες που, από το σχολείο, από τα 15 τους, εκδηλώνουν προτιμήσεις προς πολύ μεγαλύτερούς τους (40άρηδες). Η συνήθεια αυτή διαιωνίζεται και διατηρείται σε όλες τις ηλικίες. Όταν πια αυτές ακουμπήσουν τα πενηνταφεύγα και ο αγαπητικός τους είναι με το ένα πόδι στον τάφο, το μόνο που τους απομένει είναι τα λεφτά του, ή η απόγνωση -αν είναι πράγματι ερωτευμένες. Αλλά επειδή όλα είναι σχετικά και το τεκνό μπορεί να σου σκοτωθεί σε τροχαίο, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, ή τέλος πάντων μαζί με τον γέρο.

Η γεροντοφιλία μοιάζει ακατανόητη, σε όσους δεν την έχουν νιώσει, από την πλευρά του νεώτερου. Από την πλευρά του γηραιότερου όμως, χα!

Διάσημες γεροντόφιλες:
Η Ιουλίτα που την κόλλησε στον Ελύτη
Η πωστηναλένε που συνόδευε τον Μπόρχες

- Νόστιμο παστάκι η Αμαλία, γιατί μας την έκρυβες ρε παπάρα;
- Γιατί δεν είναι για μαλάκες σαν κι εσένα, της αξίζουν πιο ώριμοι άντρες και τέτοιους ζητάει.
- Δηλαδή;
- Να της ρίχνουν καμιά εικοσπενταριά χρονάκια, ντεφάκτο.
- Σοβαρολογείς; Η Αμαλίτσα γεροντόφιλη;

(από Vrastaman, 05/03/09)true lav (από pavleas, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικός τουρισμός σε πόλεις και χώρες, που φημίζονται για φτηνές και ποιοτικές σεξουαλικές υπηρεσίες, με σκοπό απλώς και μόνο να γαμήσουμε.

Επίσης αναφέρεται ως «σεξοτουρισμός».

- Γουστάρω! Μόλις πήρα διακοποδάνειο και φεύγω για διακοπές!
- Διακοποδάνειο για διακοπές; Ή πουτανοδάνειο για σεξοδιακοπές;

(από MXΣ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μουνότριχες, το εφήβαιον. Γαλλικής προέλευσης σλανγκ.

Ασίστ: Ιρονίκ.

«Για όλα φταίει το γκαζόν», γαλλική ταινία για τρίο με λεσβία.

Δες και το ποτίζει το γκαζόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάει πολύς καιρός που έχω να δω χαρά στα σκέλια μου, με έχει φάει η αγαμησία και όλα τα ζουμιά έχουν φτάσει μέχρι το κεφάλι μου, με αποτέλεσμα να βρίσκομαι σε σύγχιση και να έχω συμπτώματα άνοιας. Προκειμένου να αποφύγω τον εγκλεισμό σε τρελοκομείο, καταφεύγω ακόμα και σε ουάν νάιτ σταντ, για να ξελαμπικάρω και να επανέλθουν οι λειτουργίες του εγκεφάλου μου στα φυσιολογικά επίπεδα.

Πώς την έχεις δει ρε Θόδωρε; θα συνεννοηθούμε καμιά φορά; από τότε που σε παράτησε το Φωφάκι, ό,τι και να σου πω το μυαλό σου είναι στο μουνί... δε πας να βρεις να φας κανένα μύδι μπας και ξελαμπικάρει το μυαλό σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified