Selected tags

Further tags

Το προφυλακτικό. Η καπότα. Λέγεται και κράνος. Πρβλ. ποτέ στη μάχη δίχως κράνος.

Ασίστ: Ανχελίτο.

Καλά, και φοράς περικεφαλαία και τραβιέσαι; Ε, είσαι βλάκας με περικεφαλαία!

(από GATZMAN, 25/05/09)με περικεφαλαία, ε; (από BuBis, 25/05/09)πουτσοκέφαλος; (από BuBis, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά χρήση της λέξης για το προφυλακτικό, λόγω του υλικού κατασκευής του, αλλά και της ελαστικότητας και μυρωδιάς του.

Συνηθιζόταν και στον πληθυντικό.

- Ρε μεγάλε, σου βρίσκονται τίποτε λάστιχα γιατί είμαι με ένα φίνο γκομενάκι και μπορεί να τρέξει κάτι απόψε;
- Όχι ρε κολλητέ, δεν κουβαλάω τίποτε απάνω μου… αλλά από την άλλη γιατί δεν τραβιέσαι απλά ;
- Άσε ρε, τραβιόταν κι ο άλλος και πήρε το επίδομα για το τέταρτο… δεν διαβάζεις slang.gr;
- Ρε δίκιο έχεις ρε… και γαμώ τα site για σεξουαλική διαπαιδαγώγηση!

(από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο gay περιωπής, ο οποίος ανέβηκε ιεραρχικά με τον καιρό στις τάξεις τους, διότι:

  1. η σκούφια του κρατάει από καλό τζάκι, από γνωστή οικογένεια κλπ,

  2. εδώ και χρόνια στο κουρμπέτι δούλευε υπερωρίες, με αποτέλεσμα να φτιάξει καλό όνομα,

  3. είναι καραξεφωνημένη, κανείς δε θυμάται πριν πόσα χρόνια ακριβώς βγήκε από την ντουλάπα και σα να μην έφτανε αυτό, έχει «βοηθήσει» κι άλλους να βγουν απ' αυτήν.

Ακολουθεί απολαυστικό μήδι.

- (Μ)πέηζιλ: Γεια σας αγόρια!
- Αγόρια: Ίσα μωρή προϊσταμένη!

(από Jonas, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-καμάκι, η οποία απευθύνεται στην υπέρτατη θεογκόμενα. Έχει μάλλον φανταρίστικη προέλευση και παραπέμπει σε παλιές καλές εποχές ιπποτισμού, όπου κάποιος αποτίει φόρο τιμής με τη μορφή της απόλυτης αυτοθυσίας στον τυχερό που φιστικώνει το κελεπούρι.

Ποιος σε γαμεί, να του πάρω πίπα, μανάρα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΑΤΜ που έχει ενσωματωμένο, μεταξύ αφαλού και γονάτου, κάθε ανθρωπίνα.

– Ρε Λίτσα τι αφραγκιά είναι αυτή! Μας βλέπω φέτος και τις δύο να μαυρίζουμε στο μπαλκόνι.
– Εγώ Πόπη μου προτιμώ να ανοίξω το τριχωτό πορτοφόλι παρά να κάτσω να λιώσω στα τσιμέντα.

απ΄το μουνί της τό \'βγαλε το κέρμα; (από jesus, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συσσωρευμένο και, ενδεχομένως, πηγμένο σπέρμα που προκύπτει από εκτεταμένη ξηρασία, μακρά περίοδο αγαμίας.

Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής μετά από τέτοιες περιόδους ξηρασίας (αν και όταν, με το καλό), καθώς κομμάτια μυτζήθρας είναι δυνατόν να προκαλέσουν τραυματισμούς καθώς εκτοξεύονται από το ανακουφισμένο πέος μαζί με τα υπόλοιπα φλόκια.

Συνίσταται η χρήση ειδικής καπότας από κέβλαρ.

- Κάνε κανά ψυχικό ρε Ματούλα! Κοντεύω να ανοίξω τυροκομείο από τη τόση μυτζήθρα που έχει μαζέψει το παπάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σκύβει καθ' έξιν, με τις αναμενόμενες συνέπειες, δηλαδή να του τον φορέσουν, ή πιο ελαφρά, να του τον σφυρίξουν. Περισσότερο είναι αυτός που κάθεται να τον γαμήσουν, ο υποτακτικός, το θύμα. Οπότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για μη παθητικούς ομοφυλόφιλους, που γαμιούνται όμως από την ζωή και το περιβάλλον τους, ενώ τα θέλει κι αυτών ο κώλος τους με την παθητικότητα που έχουν.

Σαπουνομαζώχτρα είναι ο κωλόμπας. Ο επαγγελματίας σκύφτης. Αυτός που πιάνει το σαπούνι σε όλα τα ντούς.

(Παραθέτω τον ορισμό του Marco de Sade λόγω σλανγκιπενίας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενειακός, old school χαρακτηρισμός χυμώδους γυναίκας με καπούλια καθαρόαιμου και γεμάτα κουμπούρια. Της γυναίκας δηλαδή που θα αναστατώσει τους πάντες στο πέρασμά της, που θα κάνει τα κεφάλια να γυρίσουν και τα σάλια να τρέξουν. Δεν χρειάζεται να έχει απαραίτητα ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, η περιρρέουσα θηλυκότητα κάνει τη διαφορά.

Η αυθόρμητη φαντασίωση που οφείλει να ξυπνά στον θαυμαστή μια φρεγάτα είναι μια δροσερή βουτιά στις πλούσιες καμπύλες της, ένα παραδοσιακό ορμητικό χούφτωμα στα γεμάτα οπίσθια με προαιρετική αναφώνηση «μανάρα μου» και ΟΧΙ απλά τη διάθεση να τη πηδήξει σα σκυλί χωρίς να πάρει καν μυρωδιά γνήσιου θηλυκού.

- Πω πω μάγκα τί αρχοντομούνι είναι αυτό;
- Φρεγάτα γυναίκα ρε καρντάσι, το παίρνει μαλλί και το βγάζει πουλόβερ.

ναυαρχίδα... (από palathuelos, 30/05/09)(από palathuelos, 30/05/09)φρεγάδα μου! (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του modelizer, του τυπικά μεσήλικα άνδρα ο οποίος συναναστρέφεται αποκλειστικά με μοντέλα τα οποία και εναλλάσσει/ανταλλάσσει με έτερους μοντελοπνίχτες.

Κάποιος γίνεται μοντελοπνίχτης αφενός επειδή μπορεί δεδομένης της οικονομικής του επιφάνειας και αφεδύο, όπως ισχυρίζονται οι γιαλόμες, επειδή είναι ανασφαλές και κομπλεξικό χαμαντράκι που πασχίζει να υποκαταστήσει το ελλειμματικό του ύψος και μάκρος.

Ο νεολογισμός εισήχθη στην καθομιλουμένη από τον διακεκριμένο ποινικολόγο Αλέξη Κούγια ο οποίος πρόσφατα αναδείχτηκε με την ψήφο σας ο Μεγαλύτερος Έλληνας Μαλάκας όλων των εποχών.

Τελευταία χρησιμοποιείται και μεταφορικά, με την έννοια του ρηξικέλευθου πρωτοπόρου που προσπερνά τα πεπατημένα πρότυπα/μοντέλα σε πεδία όπως την πολιτική και τον αθλητισμό.

Εκ του μοντέλα και του κουνελοπνίχτη.

  1. «Επειδή ξέρω πως είσαι μοντελοπνίχτης, εγώ θέλω οικογένεια. Κανόνισε την πορεία σου» (Βατίδου προς Κούγια, βλ. μύδι)

  2. Στο τέλος, οι μοντέλες γίνονται το Βατερλό του μοντελοπνίχτη. Του τρώνε την περιουσία και τον ρεζιλεύουν σε όλη την κοινωνία. Η μοντέλα πνίγει το μοντελοπνίχτη και γίνεται μοντελοπνιχτοπνίχτρα. (Πιτσιρίκος)

  3. Στα αναπάντητα από τους πολιτικούς μας ερωτήματα (...) άρχισε να απαντά η ελληνική κοινωνία. Η αντίδραση της κοινής γνώμης (...) στρέφεται, πλέον, εναντίον εκείνων που δημιούργησαν, υποθάλπουν ή ανέχονται αυτά τα «μοντέλα» πολιτικής συμπεριφοράς και εκλογικής επικρατήσεως. Κάπως έτσι ανέκυψε η πρόβλεψη ή –αν προτιμάτε– η ελπίδα του υπογράφοντος, πως ωρίμασαν οι συνθήκες για την εμφάνιση ενός πολιτικού «μοντελοπνίχτη» στη δημόσια και κοινωνική ζωή του τόπου… (Καθημερινή)

Κουνελοπνίχτης (από Vrastaman, 31/05/09)Αξίως ο νο1 μαλάκας, το αντίστοιχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου! (από Hank, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το πνίγει το κουνέλι. Καθώς το κουνέλι είναι στην ελληνική σλανγκ, και μάλιστα στην αρχαία (από την εποχή που το φραπέ λεγόταν ανασεισιφαλλίζειν), το πέος («κόνικλος»), ο κουνελοπνίχτης είναι αυτός που πνίγει κάποιο κουνέλι σε σεξουαλικά υγρά κάνοντας αχαλίνωτο σεξ. Μπορεί να είναι το δικό του κουνέλι, οπότε είναι γαμίκος. Μπορεί η κουνελοπνίχτρα να είναι γυναίκα παρτόλα (με την καλή έννοια). Αλλά επειδή η σύνταξη του «το πνίγει το κουνέλι» ακολουθεί τη υποκείμενη δομή (που θά 'λεγε κι ο Τσόμσκυ) του την τρίζει την όπισθεν, μπορεί να είναι και γκέουλας.

Τέλος, για τους αμερικλάνους, κουνέλι είναι και η playmate του Playboy, οπότε μπορεί να πνίγει και αυτήν, στο σεξ εννοείται. Από έναν συνδυασμό όλων των παραπάνω (τι πολυσημία, αλήθεια!) προέκυψε και η λεξιπλασία μοντελοπνίχτης.

Assist: Vrastaman.

  1. Έφτασε τα 80 ο Χιού Χέφνερ και εξακολουθεί να είναι μέγας κουνελοπνίχτης!

  2. - Μεγάλος κουνελοπνίχτης είσαι δικέ μου!
    - Κάτσε, όπα, όπα... Με την καλή ή με την κακή έννοια, γιατί και το slang.gr δεν μας τα πολυξεκαθαρίζει...

Ο ορίτζιναλ κουνελοπνίχτης (από Dirty Talking, 31/05/09)Αχ, και την Ντάσα Αστάφιεβα, ο πούστης! (από Hank, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified