Selected tags

Further tags

Πολύ μικρό πέος.

- Τι να γαμήσεις ρε μ' αυτό το γαριδάκι που έχεις;

(από Galadriel, 01/03/09)(από GATZMAN, 14/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που γουστάρει πολύ κάθε είδους πούτσο.

- Μάντεψε ποια συνάντησα σήμερα με τον νέο της γκόμενο αγκαλιά: την Πιπίτσα.
- Α, την κυρία Χατζηπούτσογλου θες να πεις; Τι νέο γκόμενο μωρέ, ξεπέτα κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπέρμα.

Είχε μέρες να γαμήσει και έχυσε έναν κουβά τσουτσουνόζουμο.

Eβίβα! (από MXΣ, 17/05/10)-Για κατάθεση? Τρίτη πόρτα δεξιά! (από MXΣ, 17/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.

Από εκπομπή του Μητσικώστα:

«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δήθεν ερωτικός.

α. Πολύ τον σεξουλιάρη μας παριστάνει ο Μάκης...
β. Σεξουλιάρα γκόμενα, αλλά δεν την πήδαγα με τίποτα.
γ. Αγόρασα ένα φόρεμα πολύ σεξουλιάρικο. Να δούμε πού θα το φορέσω...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δήθεν ερεθιστικός. Για τις γυναίκες δεν χρησιμοποιείται ειρωνικά, συνήθως.
Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, κλπ

  1. Κοίτα το τέρας που κάνει και τον καυλιάρη...
  2. Πολύ καυλιάρα γκόμενα η Ανίτα!
  3. Πήρα ένα αυτοκίνητο πολύ καυλιάρικο (ακολουθεί ατελείωτη και βαρετή περιγραφή του αυτοκινήτου).

(από Khan, 03/10/12)

Βλ. και καβλιάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ

- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χώρισμα ανάμεσα στα βυζιά μιας γυναίκας, αλλά και η αρχή του χωρίσματος των κωλωμερίων γενικά, που είναι ορατή όταν σηκωνόμαστε, πάμε να κάτσουμε, γέρνουμε μπροστά κλπ.

Τράβα το μπλουζάκι σου, ο από πίσω εναπόθετει το βλέμμα του στη χαράδρα σου.

Βλ. και κωλοχαράδρα, κωλοσχισμή, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση τον/την παίζω (ενν. τον πούτσο / την πούτσα, αλλα χρησιμοποιείται ως αμετάβατο): αυνανίζομαι.
    Συνώνυμα: τραβάω μαλακία.
    Μεταφορικά, βαριέμαι, τεμπελιάζω. Συνώνυμα: τα ξύνω.

  2. Ως απρόσωπο ρήμα παίζει: (α) είναι πιθανό, ενδέχεται, μπορεί (β) είναι δυνατό, είναι εφικτό.
    Συνώνυμα: γίνεται.

  3. Φλερτάρω, ερωτοτροπώ.

  4. Στη φράση το παίζω (μεταβατικό): παριστάνω, προσποιούμαι.

  1. Ως πότε θα κάθεσαι και θα τον παίζεις απ' το πρωί ώς το βράδυ ρε μαλάκα; Τριάντα χρονώ γαϊδούρι; Πιάσε καμιά δουλειά να γίνεις άνθρωπος.

2.(α) Παίζει να 'ναι εκεί κι' η Φιλιώ με την ξαδέρφη της το θεόμουνο.

(β) - Στάξε κάνα πενηντάρι ρε φίλε που μου λείπει να πάρω κάνα πακέτο τσιγάρα...
- Μπα φίλε, δεν παίζει.

  1. - Και τη σούταρες έτσι, στον πρώτο μήνα;
    - Ε τι να κάνω ρε συ, να την βλέπω να παίζει με τον κάθε μαλάκα όπου την πάω; Δηλαδή πώς την είδε; Μας έχει καβάτζα και ό,τι γουστάρει κάνει; Δεν κατάλαβε καλά...

  2. Τι έγινε ρε φίλε; Έρχεσαι στο μαγαζί μου, γίνεσαι λιώμα, τα ρίχνεις στη γκαρσόνα σαν καραγκιόζης και πας ν' αφήσεις και πιστόλι απο πάνω; Μάγκας μας το παίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω, έχω οργασμό, «ολοκληρώνω».

Συνώνυμα: τελειώνω, έρχομαι (τρελός αγγλισμός, χρησιμοποιούμενος κυρίως από θήλεα νέας κοπής), φτύνω.

- Τι έχεις ρε μαλάκα και κατέβασες μαύρες πλερέζες;
- Μαλακία ρε συ, πάνω στη γκαύλα τις προάλλες με τη μικρή έχυσα μέσα της. Κι' ήταν και στις μέρες της...
- Και τώρα;
- Γάμησέ τα, μ' έχει φάει το μαύρο άγχος. Άμα είναι λέει θα το κρατήσει.
- Χά! 'Ντάξει, μη μασάς ρε μαλάκα, εσύ μπαμπάς κι' εγώ νονός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified