Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.
Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.
Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.
Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.
Got a better definition? Add it!
Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.
Εκ των εὖ και κῶλος.
Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).
Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.
Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο]
Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ!
[και μας έστειλε όλους!]
(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα της οποίας η μουνοσχισμή ξεκινά κάπως πιο ψηλά από το συνηθισμένο και δίνει την εντύπωση ότι και το μοϋνί της είναι κει πάνω. Πιθανόν και να είναι και έτσι, δηλαδή ανατομικά να το έχει κάπως πιο μπροστά. Σε αυτό θα μας απαντήσουν οι έμπειροι του σάιτ.
Επίσης είναι η γυναίκα που προτάσσει το μουνί της σαν όπλο για να προχωρήσει στη ζωή. Εναλλακτικά, μπροστομούνα = γυναίκα ελευθερίων ηθών, πουτάνα.
- Ρε παιδιά, να σας πω κάτι που δεν θα έπρεπε... Καλό γκομενάκι η Στέλλα, αλλά πολύ μπροστομούνα, το ψάχνω και δεν το βρίσκω...
- Χέσε ρε μαλάκα, ιδέα σου είναι...
- Είδες η κόρη της κυρίας Αντωνίας; Μια χαρά στο δημοτικό συμβούλιο είναι τώρα. Αυτά να βλέπεις...
- Άσε με ρε μάνα με τη μπροστομούνα τώρα...
Got a better definition? Add it!
Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...
Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.
Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.
-Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
-Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.
-Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
-Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!
Βλ. και ξύνω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βλέπε και στο «καυλέτο», μόνο που στο δεύτερο μόνο το βλέπεις και το σχολιάζεις.
Η καυλιάρα είναι το θήλυ που όταν έρχεται στον οργασμό, η κλειτορίδα μεγεθύνεται υπερβολικά και παρομοιάζεται με ανδρικό μόριο (καυλί) σε μικρογραφία. Αποτέλεσμα τούτου, οι άμεσοι οργασμικοί σπασμοί και η θέληση και για περισσότερα παίγνια κάτωθεν των σινδονίων. Ένα χαστούκι στα κωλομάγουλα, επιταχύνει τα παραπάνω.
- Δώσε μου ρε όμορφε, κάτι που θα με φτιάξει! Αυτό πίσω από τον καβάλο σου μήπως;
- Είσαι πολύ καυλιάρα μωρή καύλα! Θα σε πάρω πάνω από τα ρούχα, ΤΩΡΑ!
Σχετικά: καβλιάρης, καυλιάρης, πουτανογκαβλιάρα
Got a better definition? Add it!
Σλαγκικὸς τῦπος τῆς κοινῆς ἐκφράσεως «καὶ μιὰ ποὺ τ' ἀναφέραμε».
«Καὶ μιὰ πουτάνα φέραμε, ὁ πούστης καθέτου ἀποτελεῖ ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.»
Got a better definition? Add it!
Συγκεκριμένη συνομοταξία ευγαμήσιμων γκομενακίων 18-30 ετών, φοιτητριών ή αποφοίτων της πρώην γυμναστικής ακαδημίας, νυν ΤΕΦΑΑ, που όμως το ιδρώνουν το κορμάκι.
Διακρίνονται από τα εξής χαρακτηριστικά:
Πως επαληθεύουμε ότι μόλις εντοπίσαμε ένα πραγματικό τεφαρίκι;
- Πω πω τι μπήκε στο τρένο!!!
- Τι ρε;;
- Καλά ρε δεν τα βλέπεις τα δύο κολάν;;
- Πω φίλε έχεις δίκιο, αλλά μη χαίρεσαι, δεν προλαβαίνουμε να πάμε για πέσιμο, τεφατζούδες θα είναι, στην επόμενη στάση θα κατεβαίνουνε.
- Αυτές δεν είναι τεφατζούδες, είναι τεφαρίκια!!
Got a better definition? Add it!
Ὡς κοκοράκι χαρακτηρίζεται ὁ πάσχων ἐκ προώρου ἐκσπερματίσεως. Γίνεται συσχέτισις μὲ τὴν πολὺ σύντομη διάρκεια τῆς συνουσίας τῶν κοττερῶν (μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα).
Νὰ μή συγχέεται μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ «κόκορας», ποὺ παίρνει σημασίες ὅπως προπέτης, ἐπιβήτωρ πολλῶν θηλέων καὶ τὰ παρόμοια.
- Μαλάκα Γιούλη, ὡραῖο μουνὶ ὁ Λάκης. Νὰ τὸ πάρουμε;
- Τσσσ! Τὄχω πάρει. Κοκοράκι εἶναι. Δὲν λέει...
(Bλ. λῆμμα μουνί, τοῦ John Black).
Got a better definition? Add it!
Το σεξ, οποιαδήποτε ερωτική/ σεξουαλική πρακτική, αλλά κυρίως το γαμήσι με διείσδυση.
Πρόκειται για γιαλομιά ολκής αφού εξαίρεται το σεξ ως αδυσώπητη και αμείλικτη πάλη των φύλων, όπως λ.χ. στο σκανδιναβικό θέατρο και κινηματογράφο ενός Strindberg, ενός Bergman, ενός von Trier. Εντέλει το σεξ κατανοείται ως η άλλη πλευρά του θανάτου, όπως στους θρύλους της Ιουδίθ και της Λουκρητίας.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε ερωτική πρακτική (όπως στο πρώτο παράδειγμα). Ωστόσο, η κυρίως τεχνική σημασία του όρου περισσότερο αντιδιαστέλλει τα πρώτα θερμά επεισόδια (μπαλαμούτια, φασώματα, γλωσσόφιλα, γλωσσίδια και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις) ενός ακόμη κατά το μάλλον ή ήττον ακήρυκτου Ψυχρού Πολέμου, από την καθαυτό πολεμική σύρραξη, εναρκτήριο κήρυξη της οποίας αποτελεί το μπούκωμα από τον μπαργαλάτσο. Οι γνώμες των επιστημόνων διΐστανται περί του αν το στοματικό σεξ συγκαταλέγεται στις κυρίως ειπείν εχθροπραξίες, αλλά κττμγ, το δίχως άλλο ναι, ενώ σε μια πιο γκρίζα ζώνη μεταξύ ψυχρού και θερμού πολέμου ανήκει το φραπέ. Οι Γάλλοι χρησιμοποιούν σχετικά την έκφραση début des hostilités.
Όπως θα έλεγε κι ο Γκάτσμαν, οι εχθροπραξίες δέον να επιλύονται με διασπερματεύσεις και με την πίπα της ειρήνης. Αλλά καθώς η Λία είναι Βίσση και si vis pacem para bellum, δέον να διατηρείται η πολεμική εγρήγορση μέχρι να δοθεί το επόμενο casus belli.
Βασάνισε τον: τράβηξε τα μαλλιά του, τσίμπησε τις ρόγες του, δάγκωσε το αυτί του και γενικά φέρτον στα άκρα του. Εκείνος μπορεί να ανταποδώσει τις εχθροπραξίες, μέχρι να βρεθείτε να κυλιέστε (και φιλιέστε) στο πάτωμα και να κάνετε άγριο ζωώδες σεξ λίγα λεπτά αργότερα.
Got a better definition? Add it!
Ο λικνιστός και θηλυπρεπής πούστης.
Η λέξη παραπέμπει στην κίνηση του γνωστού οργάνου υφαντικής και ανθολογείται από τον Ηλία Πετρόπουλο στο βιβλίο Καλιαρντά. Στο ίδιο πνεύμα, ο Πετρόπουλος καταγράφει και στον όρο ανεμόμυλος.
- Τελικά δεν μου' πες βρε Λίλιαν, πού και πότε γνώρισες τον Πέρι;
- Πριν από κάτι καλοκαίρια στην Μύκονο σε κάποιο ωραίο μπαράκι. Αν θυμάμαι λεγόταν Pierro's. Πού να φανταστώ τότε Λάουρα ότι θα μου προέκυπτε νεραϊδιάρης...
- Μα στο νησί των ανέμων ρε μαλάκα; Χελόου!
Got a better definition? Add it!