Selected tags

Further tags

Πρόκειται για συνώνυμο των λέξεων χύσι, φλόκι, ψωλόχυμα, το γνωστό δηλαδή λευκό παράγωγο του ανδρικού γενετήσιου μορίου.

- Τι έγινε τελικά με την γκόμενα, το κάνατε;
- Ναι ρε φίλε, είχα και καιρό να γαμήσω και όταν έχυσα της άδειασα μισό κιλό ψωλέλαιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς η έννοια της λέξεως αυτής αναφέρεται στο κατάρτι ενός πλοίου. Μεταφορικώς περιγράφει ένα ευμέγεθες και μακρύ ανδρικό μόριο (συνήθως όταν είναι σφόδρα ερεθισμένο).

- Πως περάσατε χτες με την Βούλα, βγήκατε;
- Πολύ ωραία φίλε. Φορούσε και ένα μίνι και φαινόταν τα μπούτια της, και μου σηκώθηκε το άλμπουρο.

Δες και κατάρτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα όφωνο αλλιώτικο απ' τ' άλλα. Με αυτό, ορισμένες αξιέπαινες κυρίες που ζουν ανάμεσά μας, δίνουν κανονικά ρεσιτάλ. Ο λυτρωτικός και καθαρτικός χαρακτήρας μιας υψηλής τέχνης απαιτήσεων.

Το πέτσινο μικρόφωνο θέλει να το πονάς, θέλει να το ματώνεις. Η επιτυχία στο άθλημα επ' ουδενί πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απαιτείται μακροχρόνια τριβή με το αντικείμενο, στοχοπροσήλωση, συνέπεια και συνέχεια. Πάνω απ' όλα πρέπει να το αγαπάς το άθλημα. Όχι «πιάσαμε όλοι από 'να μαρκούτσι και την είδαμε τραγουδιστές». Όχι αγάπη μου, δεν είναι τόσο απλό.

Όροι επομένως όπως πέτσινο μικρόφωνο, κλαρίνο ή βουκολική φλογέρα, υπογραμμίζουν τον εξόχως συναγωνιστικό χαρακτήρα της εν λόγω αγαθοεργού και θεαρέστου πρακτικής. Δεν είμαστε όλες ίσα κι όμοια, πώς να το κάνουμε. Άλλες το 'χουν, άλλες δεν το 'χουν. Όπως σημειώνω και στα παραδείγματα εδώ, η πεολειχία ελάχιστα απέχει από την αναγόρευσή της ως επισήμου ολυμπιακού αθλήματος. Τα όργια (διαγωνισμοί τσιμπουκιού) που έκαναν οι αγγλίδες σε θέρετρα όπως Φαληράκι Ρόδου, Λαγανάς Ζακύνθου, Κάβος Κερκύρας κ.ο.κ., δεν σοκάρουν όπως παλιά την ελληνική καθημερινότητα.

Και μια τελευταία βελτσιά, έτσι να μην ξεχνιόμαστε: οι πεολειχιάστρες αποτελούν τους σύγχρονους συνεχιστές μιας μακράς και αγλαούς προφορικής παράδοσης, εκπρόσωποι μιας αειθαλούς κουλτούρας προφορικότητας. Παράδοση που ξεκινά απ' τον Όμηρα, τους ραπ-σωδούς και τους αοιδούς, την αρχαϊκή ποίησις της Σαπφούς και του Αλκμάνα, συνεχίζεται εν τη Ρωμανία με τον Διγενή Ακρίτα και τα λοιπά άσματα του ακριτικού κύκλου, περνάει κι απ' τα Δημοτικά Τραγούδια. Με τις υγείες σας.

- Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό που σου έχουν πει για τον κώλο σου;
- Πολλά έχουν πει: «Ποπο κωλάρα!», «Τι κωλάρα είν' αυτή!», «Να σε σκίσω!» κλπ. Δεν μ' αρέσουν όμως αυτές οι ατάκες...
- Τραγουδάς στο μπάνιο σου;
- Όχι, δε μ' αρέσει.
- Έχεις τραγουδήσει ποτέ στη ζωή σου με πέτσινο μικρόφωνο;
- Τι εννοείς; (σ.σ.: γέλια) Σα δε ντρέπεσαι!

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από συνέντευξη μιας κάποιας κιουρίας Μάρσιας Αλεξάνδρου, η οποία φωτογραφίζεται με αδαμιαία περιβολή στο MAXIM Δεκεμβρίου (αυτό με τη Σάσα Μπάστα). Όποιον ενδιαφέρει, ας ρίξει μια ματιά εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mία γυνή η οποία ερωτικά προτιμάει άτομα του ιδίου φύλου, κοινώς η λεσβία. Συνώνυμες εκφράσεις είναι τριβάδα, τζιβιτζιλού, πλακομουνού, λέσβω. Ντοντ τράι δις ατ χόμ!!!

- Τελικά φιλαράκι πολύ την γουστάρω την Κική, πολύ ωραία κοπέλα δεν είναι;
- Άστο φίλε, γκουνιότα είναι, δεν βλέπεις ότι πάει χεράκι-χεράκι με την άλλην;
(και ο νεαρός από τότε έπεσε σε κατάθλιψη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς, πρόκειται για εξάρτημα πυροβόλου όπλου το οποίο χρησιμοποιείται για ελαχιστοποίηση/καταστολή του ήχου και της λάμψης που προκύπτουν από την πυροδότηση αυτού, γνωστός και ως καταστολέας ήχου/λάμψης (σουπρέσσορ αγγλιστί).

Μεταφορικώς όταν χρησιμοποιείται, αναφέρεται στο προφυλακτικό, εξάρτημα του πέους που χρησιμοποιείται για την ελαχιστοποίηση/καταστολή της τριβής και του φλοκίου που προκύπτουν από την πυροδότηση αυτού, γνωστό και ως καταστολέας τριβής/σπέρματος (ντίκ σάιλενσερ αγγλιστί)

Μπαμπάς: - «Που πας παλικάρι μου, θα βγεις;»
Γιός: - «Ναι πατέρα, θα βγω με την Δανάη, την κοπέλα μου»
Μπαμπάς: - «Μπράβο παλικάρι μου, μην ξεχάσεις να βάλεις σιγαστήρα όμως, έτσι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λύνω την αντιδικία του σεξ παίρνοντας τον νόμο στα χέρια μου, ήτοι αυνανίζομαι, άρχομαι χειρών αδίκων, επιδίδομαι στην χειροτεχνία, κάνοντας χειροποίητα εργόχειρα και λοιπές χειρωνακτικές εργασίες, αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν τον κάνω σφεντόνα.

Δεν άντεξε το παιδί να βλέπει απ' το πρωί την Πετρούλα να λέει τον καιρό με την στρινγκαδούρα, στο τέλος χειροδίκησε.

Got a better definition? Add it!

Published

Σε συμπλήρωση των ορισμών για τη λέξη «τούφα», προσθέτω χωριστά την σημασία «μουνί», καθότι έχει αναφερθεί μόνο σε σχόλια άλλων ορισμών για τη λέξη.

Χρησιμοποιώ τον ορισμό του Αίαντα:

Τὸ «μουνὶ» σχετίζεται ἀπόλυτα καὶ διαχρονικὰ μὲ τὴν ἔννοια «τοῦφα», ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσφάτως ἀνακαλυφθεῖσα ἐτυμολογία του (μουνί (σγχρ.) < μνίον (μεσ.) < μνοῦς (ἀττ.) < χνοῦς (ἀττ.) < ....), ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι νὰ εἶναι natutel, μὲ τὴ φοῦντα του. Σὲ τριχοφοβικὲς μουνοκαταστάσεις εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ βροῦμε ἄλλες λέξεις, πχ βερύκοκο (Ἐμπειρῖκος). Σὲ ἐνδιάμεσες καταστάσεις ὅμως, πχ Brasilian κλπ, θὰ δοκιμασθῇ πράγματι ἡ λεξιπλαστική μας ἱκανότης. Ἐμπρός, σλάγκαρχοι! Ἰδοῦ πεδίον δόξης λαμπρόν.

Επιπροσθέτως έχω να δηλώσω ότι, προφ, λέγεται «τούφα» καθότι είναι τούφα, είναι δηλαδή μια πυκνή συστάδα από τρίχες, η οποία ξεπροβάλλει στα καλά καθούμενα μες τη μέση ενός άτριχου μέρους του σώματος. Γι' αυτό και το λέμε για την γυναικεία και όχι για την αντρική αντίστοιχη περιοχή: ο άντρας έχει παντού εκεί τριγύρω τρίχα, άρα η έντονη τριχοφυΐα της περιοχής εμφανίζεται με fade in και όχι απότομα, δεν είναι τούφα δηλαδή.

Παραδόξως δεν το λέμε για τις τρίχες της μασχάλης.

Κάτι αντίστοιχο είναι το γαλλικό gazon. Το οποίο για όλα φταίει, παλιά ιστορία.

- Μη μου το ξαναπείς τούφα, χωρίσαμε!

η γνωστότερη τούφα έβερ (από ironick, 20/12/09)(από rigo21, 21/12/09)Όλα τα στυλάκια, διαλjέχτε. (από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κοπέλα τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα, τουτέστιν, το απόλυτα θηλυπρεπές πουσταρέλι.

Η εικόνα παραπέμπει στο αρχέτυπο του ξεφωνημένου πουστοσέξουαλ μόδιστρου.

- (Πούστης / αδελφή:) Οι σχετικοί όροι είναι πολλοί, έτσι, π.χ. η αδελφή αναφέρεται και ως αγορίτσι, γυναίκα σκέτη, ντούρντουλο, σουρλουλού, κραγμένη, ξεφωνημένη, γυναίκα τελειωμένη μέχρι στρίφωμα, κλπ.
(«Αποκωδικοποιώντας τη γλώσσα της μαρκέτας: ομοσεξουαλικότητα και εμπορεύσιμη αρσενικότητα», εδώ)

(από Vrastaman, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντούρντουλο αποκαλείται ο καρναβαλικά πλουμιστός, τσαγιεροειδώς θηλυπρεπής και τελειωμένος μέχρι το στρίφωμα γκέουρας.

Ίσως να σχετίζεται με την Ελληνική εκδοχή του χορού της βροχής, κατά την οποία η ντουντούλα – κάποιος τοπικός ήρωας μασκαρεμένος με χόρτα και πρασινάδες – λικνίζεται στα σοκάκια του χωριού εκλιπαρώντας τους θεούς για βροχή καθώς οι συγχωριανοί του τον μπουγελώνουν κατά βούληση. Περισσότερα εδώ.

Ασίστ: poniroskylo από ΔΠ.

- Η γλωσσική αυτοπαρουσίαση, μέσω των ιστοσελίδων τους, ανδρών που παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες απευθυνόμενοι σε άλλους άνδρες, γνωστών και ως escorts ή rentboys, ενδέχεται να φωτίσει τόσο πτυχές της γλωσσικής παραγωγής των ομοφυλόφιλων αντρών όσο και της αρσενικότητας γενικότερα (…) σε πολύ μεγάλο ποσοστό αποτρέπουν τους θηλυπρεπείς, τις κραγμένες αδερφές, τις κουκλίτσες, τις σκέτες, τα ντούρντουλα ενώ αυτοχαρακτηρίζονται συχνά ως straight-acting, ανδροπρεπείς, αντράκια, αθλητικοί, παιδαράδες, κλπ. Έτσι η ερωτικοποίηση της αρσενικότητας μοιάζει να προϋποθέτει τον εξοβελισμό της θηλυκότητας. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται και η σιωπή σχετικά με τον ενδεχόμενο παθητικό ρόλο των escorts.
(«Αποκωδικοποιώντας τη γλώσσα της μαρκέτας: ομοσεξουαλικότητα και εμπορεύσιμη αρσενικότητα», εδώ)

Ντούρντουλο (από Vrastaman, 21/12/09)Το έθιμο της "ντουρντούλας" (από Vrastaman, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified