Selected tags

Further tags

Η ριπή σπέρματος πάνω σε σώμα, η «χυσιά». Άλλος ένας όρος που χρησιμοποιείται στην ερωτική λογοτεχνία.

Ο όρος χρησιμοποιείται τόσο για τη ριπή του σπέρματος αυτή καθ' αυτή όσο και για το αποτέλεσμα της προσγείωσης της ριπής πάνω στο δέρμα. Με αυτή τη λογική χρησιμοποιείται και για να περιγράψει το χύσιμο στο στόμα (βλέπε παράδειγμα). Αποτέλεσμα της πέρλας στο στόμα είναι η σιμαδεμένη. Κατά τη γνώμη μου η πέρλα είναι κατά κύριο λόγο η καλοσχηματισμένη ριπή σπέρματος πάνω στο δέρμα. Σε περίπτωση που ο όρος χρησιμοποιείται και για το χύσιμο στο στόμα τότε δέον να περιγράφει μόνο τα ελάχιστα δέκατα του δευτερολέπτου κατά τα οποία το σπέρμα εκσφενδονίζεται προς τον στόχο του.

Το οπτικό αποτέλεσμα της πέρλας είναι συνάρτηση του χρώματος, υφής και ιξώδους του σπέρματος και φυσικά του χρώματος της επιδερμίδας. Η δε ένταση της οπτικής απόλαυσης εξαρτάται άμεσα προφανώς με το χρώμα της επιδερμίδας και τα γούστα του καθενός.

Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει ο όρος “pearl necklace” που χρησιμοποιείται για την ριπή σπέρματος πάνω σε στήθος, λαιμό, ή άλλο μέρος του σώματος από το στέρνο και πάνω.

Εμφανής η προέλευση από το χρώμα και σχήμα που έχουν οι πέρλες. Χρησιμοποιείται ευρύτατα από Εμπειρίκο και Τριαρίδη.

Έτσι αρχίζουν οι τρομερές ριπές του σπέρματος. Κι η πρώτη η χυσιά, μια πάλλευκη πέρλα, ριπίζεται, θαρρείς, συστημένη στην κοκκινομάλλα κοπελιά. Κι εκείνη την περίμενε με ανοιχτό το στόμα και τη γλώσσα να περιμένει παρακλητικά: κι όπως η πέρλα η θεϊκή πέφτει στη γλώσσα της, εκείνη την ανέβασε στον ουρανίσκο να νιώσει καλά τη γλύκα της και μετά μονομιάς την κατεβάζει στο φάρυγγα και στο στομάχι – ναι, μονομιάς, όπως κατέβαζαν το μάννα εξ ουρανού οι πεινασμένοι. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχει μαζευτεί μια μπακουροπαρέα και βρίσκεται σε φάση αράγματος, κουβεντιάζοντας για το νέο προπονητή του Γαύρου και άλλες μαλακίες, το «διαφημίσεις!» είναι το συνθηματικό για να σταματήσουν προς στιγμή οι βαθυστόχαστες αναλύσεις και να επικεντρωθεί η προσοχή της παρέας σε κάποιο ωραίο καυλάκι / καυλάκια που περνάνε εκείνη τη στιγμή από μπροστά. Η παρέα κάνει ένα κιτ-κατ και απολαμβάνει το θέαμα ενώ συνήθως γίνονται και κάποια χυδαία σχόλια. Μετά το διαφημιστικό διάλειμμα το πρόγραμμα επιστρέφει στην κανονική ροή του.

- Τώρα με Βαλβέρδε θα σας πάμε πίπα-κώλο παλιοβαζελάκια!
- Κάνε υπομονή μισό λεπτό κωλόγαυρε και θα σου απαντήσω. Προς το παρόν έχουμε διαφημιστικό.
- Πού βρε μαλάκα;
- Πίσω δεξιά. Κοίτα με τρόπο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλάτεραλ και κωλάντεραλ ντάματζ δεν είναι η παράπλευρη απώλεια (collateral damage), αλλά η ζημιά που προκαλείται στην κωλοτρυπίδα σου, όταν ο εραστής σου σου δώσει το κωλάντερο στο χέρι. Ως παράπλευρη απώλεια μπορεί να εννοηθεί βεβαίως και η απώλεια της άλλης παρθενιάς, παραπλεύρως του αιδοίου.

Πάσα: Χότζας (encore), xalikoutis.

  1. Κατάφερε η Αφροξυλάνθη να μείνει παρθένα μέχρι τον γάμο της, μόνο που είχε μερικές παράπλευρες απώλειες.

  2. Βασικά για το Λίλιαν πήγαινε ο Βάγγουρας. Ο Πέρι ήταν απλώς μια κωλάτεραλ ντάματζ.

I\'m gonna get medieval on your ass (από Vrastaman, 14/08/10)(από Khan, 28/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άπλωμα από παχιά, μαζικά και απολαυστικά φλόκια σε επιφάνεια κατά προτίμηση γυναικείας, λείας και νεανικής επιδερμίδας.

- Και πάνω στο καυλύτερο, λοιπόν, της χαρίζω μια πέρλα, όχι, τι λέω, τι πέρλα, ολάκερη φλοκάτη ήτανε...

Got a better definition? Add it!

Published

Σοφρίτο σημαίνει χαμηλό τηγάνισμα. Θέλει αρκετή υπομονή, χρόνο και ιδιαίτερη φροντίδα.

Κάπου εκεί όμως σταματάει κάθε ομοιότητα με το σουφρέτο, σλανγκογαμοχαϊδευτικό της σούφρας.

- αχαχαχαχα!! το σουφρετο ειναι το μπρος ή το πισω;
- Το πισω γαμω την ασχετιλα σας μεσα...
(διάλογος από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πισωκολάτα, ο μεζές δηλαδή που τσιμπάει ο πέοντας ως κωλάντεραλ ντάματζ κάθε φορά που δίνει A-level.

- Εμένα προσωπικά ότα γλύφω μα ρέσει να βάζω και κωλοδάχτυλο στην κοπέλα.την τελευταία φορά όμως που το έκανα έπαθα νίλα γιατί η κοπέλα πριν είχε φάει κάτι σουβλάκια και γέμισε το δάχτυλό μου με την βρωμερή μερέντα που είχε αποθηκευμένη μέσα της.
(εδώ)

- Κωλος πεντακαθαρος χωρις Μερεντα ειναι σαν Κοκορετσι χωρις σκατο !!! Με αλλα λογια δεν εχει νοστιμια !!! Οποτε Μερεντα πανω απο ολα !! ;) (εκεί)

- σκατουλες απο εδω, ψωλοχυματα με σκατουλες απο εκει, ουρα παραπερα...στο τελος θα βλεπω την κανονικη μερεντα (αυτη που αλειφεται στο ψωμι) και θα αηδιαζω.
(παραπέρα)

ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΜΕΡΕΝΤΑΣ (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 17/08/10)Kavli με Nutella (από Vrastaman, 18/11/12)(από Khan, 21/07/13)

Βλ. και σεράνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες κώλων:

Αφενός, ο κώλος- μονόδρομος, όπου λειτουργεί μόνο η έξοδος για την αφόδευση.

Και, αφεδύο, ο κώλος- Ιόνια Οδός, που αποτελεί ευρύτερο δρόμο διπλής κατεύθυνσης με έξοδο και είσοδο.

Η στιγμή της αλήθειας εδώ:

[...]
Μανωλίδου. Πες μου, είσαι από χωριό ή από πόλη;
Πούστης. Από χωριό.
Μανωλίδου. Ντρέπεσαι για αυτό;
Πούστης. Φυσικά και ντρέπομαι, άκου ερώτηση! Έλληνας δεν είμαι;
Μανωλίδου. Θεωρείς τους συγχωριανούς σου ως κατώτερους από εσένα;
Πούστης. Και βέβαια, διότι εγώ είμαι εξελιγμένο μοντέλο.
Μανωλίδου. Υπό ποία έννοια;
Πούστης. Εμένα ο κώλος μου είναι διπλής κατεύθυνσης, λειτουργεί και προς τα έξω και προς τα μέσα, ενώ εκείνοι τον έχουν κάνει μονόδρομο, μόνο προς τα έξω επιτρέπεται.
ΑΛΗΘΕΙΑ!
[...]

Fun fun fun in ze Autobahn (από Vrastaman, 16/08/10)Η στιγμή της αλήθειας για τις ειδικές δυνάμεις (από Khan, 16/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η ελληνική καθημερινή ονομασία του αστακοειδούς scyllarides latus (βλ. φωτό), η οποία προκύπτει από το ότι το ζωντανό αυτό κινείται χτυπώντας πάνω κάτω την ουρά / τον κώλο του.

Παρότι η λέξη ακούγεται και είναι επαρκώς σλανγκ, δεν απαντάται σε αμιγώς σλανγκική χρήση. Επιτρέπεται, ωσεκτουτού, κάθε αυτοσχεδιασμός.

Κωλοχτύπα θα μπορούσε λοιπόν να είναι το κωλοσκάμπιλο, το χαστούκι που σκάει ο άντρας στον κώλο της γυναίκας κατά τη διάρκεια του σεχ, ή, απλά, στο ανέβασμα της σκάλας, αντρική πρακτική που, κατά τη γνώμη της υποφαινομένης, προέρχεται από τον καιρό που ο άντρας καβαλούσε (με κάθε έννοια) το άλογό του ή τη μουλάρα του ή τον γάδαρο και έδινε και μια στα καπούλια για να πάρει μπρος το ζωντανό. Τώρα αν αρέσει αυτό στη γυναίκα ή όχι, είναι θέμα γούστου, ή και θέμα στιγμής.

Παίζει και σαν προστακτική: «Κωλοχτύπα με μωρό μου, κωλοχτύπα με!»

Επίσης κωλοχτυπιέσαι πχ σε χωματόδρομο με τζιπ.

(Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: το σαβουάρ βιβρ εξηγεί πως η μόνη περίπτωση κατά την οποία ο άντρας πρέπει να προηγείται της γυναίκας, είναι στις σκάλες (ανέβασμα), για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί αλλιώς φαίνεται το βρακί της και δεν πρέπει. Πιθανόν όμως να είναι και προς αποφυγή κωλοχτυπών, λέω γω.)

  1. Τώρα το καλοκαίρι, πριν βάλετε στο πιάτο σας χταποδάκι, αστακό ή κωλοχτύπα, σκεφτείτε το διπλά. Γιατί αυτά και άλλα μικρά θαλάσσια είδη απειλούνται με εξαφάνιση, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
    από εδώ

  2. - Σου έχω πει χίλιες φορές ότι μου τη σπάει να μου κάνεις κωλοχτύπες όταν ανεβαίνουμε τις σκάλες του σπιτιού μας!
    - Στο κρεβάτι αλλιώς μου τά 'λεγες μωρό μου...

(από ironick, 17/08/10)δείτε και αυτή την απίθανη μαλακία (από ironick, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω κατά τη διάρκεια της συνουσίας μέσα στο γυναικείο αιδοίο.

- Τι έγινε ρε γιατί είσαι αγχωμένος; Δεν πήγε καλά με τη Μαρία χθες;
- Καλά πήγε ρε, αλλά δεν φορούσα προφυλακτικό και τά 'δωσα μέσα όλα.
- Μαλακία, πες της να πάρει το χάπι μη γίνεις μπαμπάς από το πουθενά!

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετος όρος που αποτελείται από το πρόθεμα πουτσο- (με την κυριολεκτική έννοια αλλά και με την -για τον πούτσο- έννοια), και την σλανγκ, όπως απεικονίζεται στο σλανγκρ.

Ο όρος ομπρέλα αναφέρεται:

α) σε όλα εκείνα τα πιπεράτα λήμματα που ανθούν στο σλανγκρ, τύπου αδημουνώ, αχλαδομουνοπατσαβούρα, εθελοντής πουτσοδότης, πουτσομεζές κ.λ.π., τα οποία αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο των λημμάτων.

β) στα ίου λήμματα, τα οποία ακροβατούν μεταξύ σεξουαλικού και εμετικού περιεχομένου. Ο λόγος είναι ότι στα ιταλικά, πούτσα (puzza) σημαίνει βρώμα (ουσιαστικό αλλά και ρήμα στο γ' ενικό).

Παράγωγo: πουτσοσλανγκιστής (ο σλάνγκος με έφεση στα πουτσολήμματα και όχι ο σλάνγκος για τον πούτσο)

Άμα περπατήσει ο όρος, θα βάλω και παραδείγματα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified