Selected tags

Further tags

Η διείσδυση στο σεξ και ιδίως η ώρα του οργασμού, όπου και σκοράρεις. Και το πρωκτικό είναι γκολ, αλλά με οφσάιντ.

  1. Βάλε γκολ, βάλε γκολ κι άσε τα πολλά κοντρόλ
    (Δες σχόλιο electron εδώ).

  2. Καλύτερη κι από γκολ σε τελικό Μουντιάλ! Ποια; Αυτή! 1-0.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξομετανάστης είναι ο τύπος ή η τύπισσα που μεταναστεύει για καθαρά σεξουαλικούς λόγους. Ο όρος αφοράει κατά κύριο λόγο greek hot lovers που, μετά τη λήξη του πρωταθλήματος (του καλοκαιριού ντε), κάνουν τουρ και βρίσκουν τις κατακτήσεις του καλοκαιριού εκτός έδρας. Ο βασικός λόγος είναι το σεξ, αλλά παίζει και ο βιοποριστικός, διότι τα καμάκια συνήθως είναι και μπατάκια.

Κάποιες φορές ο όρος αφορά σε κοντινότερες αποστάσεις, και μέσα στην ίδια χώρα, π.χ. Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Πάτρα-Κρήτη. Σε αυτές τις περιπτώσεις αναφερόμαστε σε εσωτερική σεξομετανάστευση. Στυλ ιταλικής μετανάστευσης (νότος/βορράς) μετά τον πόλεμο.

- Πού είσαι ρε Μήτσο, χαθήκαμε...
- Στη Γαλλία, πήγα δυο μήνες να αράξω με την Μο(υ)νίκ, που είχα γνωρίσει το καλοκαίρι. - Σεξομετανάστης δλδ.
- Ακριβώς, αλλά δεν άντεξα. Πολύ υγρασία ρε παιδάκι μου... Πονέσανε τα κοκαλάκια μου.
- Και τώρα;
- Και τώρα, οικοδομή!

(από electron, 02/09/10)με σαουντρακ το διπλανο (από jesus, 26/04/11)(από jesus, 26/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορνομετανάστης χαρακτηρίζεται αυτός/-ή που μεταναστεύει σε ξένη χώρα με σκοπό να ξεφύγει από την αγαμία που τους έχει φάει. Συνήθως μεταναστεύουν σε βόρειες χώρες όπως Ρωσία, Ρουμανία, Μολδαβία, Πολωνία κ.τ.λ.

Το λήμμα συναντήθηκε αρχικά στα βίντεο από το Δημήτρη τον πορνομετανάστη της Αγίας Πετρούπολης στον εσύ-σωλήνα.

(Απόσπασμα από forum)
«εγω ειμαι Αγια Πετρουπολη εδω και 15 χρονια σαν πορνομεταναστης.για το Μινσκ λενε οτι ειναι πολυ καλητερο και ποιοτηκα και απο ποσοτητα και απο ευκολια στο γαμησι.κατι Ιταλοι που πηγανε ξετρελαθηκανε!!!«

(από ddaskal, 03/09/10)(από ddaskal, 03/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουμπανιασμένο, θεωρείται κάτι που βρίσκεται στα απώτερα όρια του. Προφ, η λέξη προέρχεται από το τέντωμα του δέρματος πάνω στο ξύλο, ώστε να κατασκευαστεί ένα αξιοπρεπές και αποτελεσματικό τύμπανο.

Βάση αυτού του χαρακτηριστικού του τύμπανου, η λέξη έχει σλανγκοποιηθεί σε άπειρους τομείς. Οι κυριότεροι από αυτούς:

  • auto moto: α) τουμπανιασμένο αυτοκίνητο είναι αυτό που μετά τις μετατροπές, καταλαμβάνει τον διπλάσιο όγκο. Αεροτομές, φτερά, τριπλάσια λάστιχα, προβολείς. Τουμπανιασμένη μηχανή είναι αυτή που επίσης έχει πάνω της όλα τα έξτρα αξεσουάρ του εργοστασίου, συν ότι aftermarket έχει κυκλοφορήσει. β) τουμπανιασμένος κινητήρας είναι αυτός που έχει φτάσει τα όρια του. Άλλος ένας ίππος και μπουμ!
  • γυμναστική: από τις ντόπες και την γυμναστική, γίνεσαι τούμπανο, τουμπανιάζεις. Δλδ τσιτώνουν οι μυς όπως το δέρμα του τύμπανου, και φαίνεται ότι λίγο να σφιχτείς, θα σκιστεί το δέρμα. Προ τουμπανιάσματος αγόραζες Μ(edium), και μετά XXL(large). Σαν το ανθρωπάκι της Michelin ένα πράμα.
  • φαγητό μέχρι σκασμού: η λαϊκή (ακροβατούμε μεταξύ σλάνγκ και κυριολεξίας) μεταφορά του επιστημονικού όρου «τυμπανισμός». Αμάν έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο, μία γουλιά νερό μπορεί να σε σκάσει. Επιστημονικά ο «τυμπανισμός» είναι το φούσκωμα, είτε από δυσλειτουργία του πεπτικού, είτε από εκτεταμένη ασιτία, είτε από πνιγμό. Στη σλανγκ, μιλάμε για κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού ή ποτού, ή και τα δύο.
  • οικονομικά / τεχνολογία: α) για πιστωτικές κάρτες που είτε είναι στα όρια τους, ή τα έχουν περάσει, και πληρώνεις κάπου 30% τόκο! η χαρά του τραπεζίτη! β) φορτωμένες κάρτες, ή σκληροί δίσκοι.

auto / moto
...........
Σήμερα το έκλεισα.Πολύ καλό σαν καινούριο πραγματικά και τουμπανιασμένο με top case μπαγκαζιέρες bagster παροχή ρεύματος ψηλή ζελατίνα Givi.Ο φίλος το σκότωσε πραγματικά γιατί ήταν κοντούλης και πήρε ένα CBF
...........

γυμναστική
............
Τουμπανιασμένος δεν θα γίνει ούτως ή άλλως για΄τι η εφεδρίνη δεν προκαλεί πρήξιμο. ...........

(από electron, 04/09/10)(από electron, 05/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανότατα προέρχεται από το αγγλικό cockblocked που δηλώνει την διακοπή της σεξουαλικής πράξης από τρίτο πρόσωπο, από αμέλεια ή δόλο.

- Και πάνω στην ώρα που είμαι έτοιμος να μπω, χτυπάει η πόρτα και είναι η ξαδέρφη της που έχουν να μιλήσουν από πέρσι και έπαθα κοκομπλόκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται πολύ στον αθλητισμό. Βγαίνει από το αγγλικό lob, που σημαίνει το ρίξιμο της μπάλας στον αέρα έτσι ώστε να σχηματίσει υψηλό τόξο. Η αγγλική λέξη μαρτυρείται από το 1824.

Η λόμπα χρησιμοποιείται κυρίως στο τένις, όπου είναι μια υψηλή και δυνατή μπαλιά, κυρίως όταν ο αντίπαλος είναι κοντά στο φιλέ, αλλά έχει διάφορες παραλλαγές, όπως φαίνεται στο άρθρο της Βικούλας.

Στα ελληνικά η λόμπα χρησιμοποιείται κυρίως στο ποδόσφαιρο, όπου είναι «η μπαλιά μεταξύ σέντρας και σουτ που γίνεται την ώρα που ο επιτιθέμενος βλέπει τον τερματοφύλακα εκτός θέσεως και προσπαθεί να τον «κρεμάσει»», δες εδώ για πλήρη ορισμό. Άλλες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται για τον ξευτιλισμένο από την λόμπα μεσολογγίτη τερματοφύλακα είναι «τον κρέμασε» και «τον τέντωσε». Για τις λόμπες είναι διάσημοι οι λατινοαμερικάνοι.

Με παρόμοια σημασία χρησιμοποιείται και στο μπάσκετ για την ψηλοκρεμαστή μπαλιά- πάσα- ασίστ που «κρεμάει» τους αντιπάλους και βρίσκει επιτιθέμενο στην καρδιά της ρακέτας, ιδίως σε αιφνιδιασμό. Αν ο πασαδόρος είναι κωλόφαρδος μπορεί και η λόμπα να καταλήξει στο καλάθι, ή αντίστροφο ένα σουτ-αερόμπαλα να το αδράξει συμπαίκτης και να σκοράρει οπότε να θεωρηθεί α πουστεριόρι ως λόμπα, όπως έγινε με ένα εξαιρετικά αμφίσημο σουτ-πάσα του Μίλος Τεόντοσιτς του Ολυμπιακού.

  1. Η λόμπα είναι επίσης ό,τι και ο λόμπας, ήτοι η κωλόμπα που της φάγανε τον κω. Από το περσικό gulampare βγαίνει το τουρκικό kulampara, - και τα δύο σημαίνουν τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο-, και από εκεί το κολομπαράς. Με μια εντυπωσιακή ολίσθηση του σλανγκοσημαίνοντος έχουμε με σλανγκικές αποκοπές και αναπτύξεις και λολοπαίγνια τα: κωλόμπα, κωλόμπος, λόμπας, λομπίσκος, λο, ενώ από τον Χότζα έχουμε ακούσει και τα εθνικά/ εθνοτικά: κολομβιανός, λομβαρδός, λογγιβάρδος.

  2. Η παρδαλή λέξη αναφέρει ότι στα λευκαδίτικα (και ίσως όχι μόνο) η λόμπα είναι ό,τι και η λούμπα, δηλαδή η λακούβα. Η λούμπα πάντως σύμφωνα με το Βικάκι «προέρχεται από το αγγλικό lube bay. Στα συνεργεία αυτοκινήτων πριν εφευρεθούν οι υδραυλικοί ανυψωτήρες, η αλλαγή λαδιών γινόταν πάνω από ένα λάκκο, τη λούμπα», δες.

  1. α. Μπενφίκα: Στραπάτσο με λόμπα. [...] Ο 24χρονος Βραζιλιάνος φορ βγήκε στην αντεπίθεση και με μια εξαιρετική λόμπα από μεγάλη απόσταση, κρέμασε τον Ρομπέρτο, πετυχαίνοντας ίσως το καλύτερο γκολ της εβδομάδας στην Ευρώπη.
    (Δώθε).

β. Στην επόμενη φάση ο Καρνέζης βγήκε από την εστία του και ο Κλέιτον τον «κρέμασε» με μια βραζιλιάνικη «λόμπα» κερδίζοντας το χειροκρότημα των συμπαικτών του. (κείθε)

γ. Επιστροφή με λόμπα. Εάν ο παίκτης στον φιλέ σε τρώει ζωντανό, τότε η επιστροφή με λόμπα είναι καλή λύση. Ο συμπαίκτης σας πρέπει να μείνει πίσω. Προτιμάτε τις διαγώνιες λόμπες γιατί σας προσφέρουν καλύτερο στόχο. (παραπέρα).

δ. Με λόμπα καλάθι ο Τεόντοσιτς. (Από τον κόκκινο πλανήτη)

  1. α.- Τονε βλέπεις το Γιώργο; Μεγάλη λόμπα! Παλιός ποδηλατάς βλέπεις…
    - Περσινός κωλομπαράς - φετινός πούστης! Αυτό ξέρω εγώ…

β. - Είναι Λομβαρδός, γιου νόου, Μιλάνο, Πάβια, Κρεμόνα; οι Λογγιβάρδοι επιτίθενται, ένα πράμα (ο Χότζας περιγράφει μια λόμπα σε πρόσφατη συνάντα)

  1. Παραδέξου ότι έπεσες σε λόμπα. Δεν είναι κακό.
    Το αστέρι της Βεργίνας (όπως έγινες γνωστό) ή ήλιος (οκτάκτινος, 16κτινος κλπ) όπως ήταν γνωστό πριν την Βεργίνα, ήταν πανελλήνιο σύμβολο και το χρησιμοποιούσαν όλες οι ελληνίδες πόλεις-κράτη και βασίλεια. (Από φοράδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναικεία ευαίσθητη περιοχή, λόγω του ότι στην αγγλική του μετάφραση παραπέμπει ξεκάθαρα εκεί.

- Ρε Τζώνη, δε μου δίνεις λίγο την ηλιοπροστασία;
- Πάρε το υπόστρωμά σου, ρε!
- Δε γίνεται, αν το σηκώσω η σκηνή θα γεμίσει αρκούδια. Έχει καθαρό ουρανό σήμερα, ρε, και θα πάω να δείξω στην Κούλα τ' αστέρια.
- Και τι σε νοιάζουν τ' άστρα κι όραμα και ο καθαρός ουρανός, ρε, πύραυλο θα εκτοξεύσεις;
- Ναι ρε, με προορισμό το φεγγάρι, αγγλιστί!
- .........................

(Ο Τζώνης δεν έχει πάρει ούτε το Elementary της Palso)

- Κούλα, πάμε να μου δείξεις το φεγγάρι;
- Αμέσως!! (Αχ,είναι τόσο ρομαντικός. Σιγά μην ξανακούσω την Ελεονόρα που λέει ότι οι άνδρες έχουν συνέχεια «εκεί» το μυαλό τους!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έμμεσο τρόπο περιγραφής γυναίκας που δεν το έχει και τίποτα να γαμηθεί στο άρπα-κόλλα και μάλλον το ευχαριστιέται και το συνηθίζει κιόλας. Το λήμμα χρησιμοποιείται κυρίως από λαϊκές γυναίκες για να περιγράψουν άλλες, αποφεύγοντας να χαρακτηριστούν οι ίδιες αθυρόστομες, και ίσως επιδιώκοντας να δείξουν την απαξίωσή τους προς αυτές. Συνήθως ανήκουν και αυτές στη ίδια κατηγορία.

Συνώνυμα: το πάει το γράμμα, το πνίγει το κουνέλι

Ξέρεις τι λένε γιατρέ, .. οι Σερραίες το σερβίρουν το κανταΐφι, οι Καβαλιώτισες είναι νευρικές και εμείς οι Δραμινές είμαστε όμορφα και καλά κορίτσια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά των λέξεων: Για Τον Πούτσο Καβάλα.

Χρησιμοποιείται κυρίως απο μαγκάκια που είναι, ή πρόσφατα διετέλεσαν, φαντάροι για να εκφράσουν τηλεγραφικά την αποδοκιμασία ή/και απόρριψή τους προς κάποιο άτομο ή κατάσταση. Προσδίδει αέρα «αφ' υψηλού» σε αυτόν που το εκφράζει και αντίστοιχα «κλειστής κάστας» σε αυτούς που τον καταλαβαίνουν (και συμφωνούν, εννοείται).

Σε περίπτωση ανάγκης έμφασης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το ΓΤΠΚ-Μ (γου-του-που-κου-μου) που βασικά σημαίνει: για τον πούτσο μου καβάλα, και δίνει μια πιο «προσωπική» και άμεση διάσταση στο όλο θέμα.

- Πήγα στο καψιμί να πάρω τσιγάρα και περίμενα μισή ώρα, δικέ μου. Καλά, μιλάμε και για πολύ ΓΤΠΚ ο καινούργιος καψιμιτζής. Πώς τα βρήκενε με τον Δίκα και του έδωσε το ΚΨΜ άνεξήγητο. Αλλά και ο Δίκας, μεγάλος μαλάκας, δικέ μου... - ΓΤΠΚ-Μ και οι δύο τους, σειρούλα, σε 13 μερούλες απολελέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιταμίνη G: Η βιταμίνη της σεξουαλικής δραστηριότητας, κυρίως στοματικής.

Βρίσκεται σε ερωτογόνα σημεία, τα επονομαζόμενα «σημεία G» του ανθρώπου και προσλαμβάνεται από τον ερωτικό παρτενέρ, κυρίως από το στόμα, με την λειχία των σημείων αυτών και με κατάποση των διαφόρων οργανικών παραγώγων τους και λιγότερο από τα γεννητικά όργανα (μέσω της τριβής μεταξύ των σημείων G των δύο ερωτοτροπούντων, μπορούν να μεταφέρονται μικρότερες ποσότητες της βιταμίνης, απ' ότι δια στόματος).

Μακροχρόνια έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζει συμπτώματα όπως, άσπρισμα μαλλιών και τριχόπτωση, νευρωτικούς σπασμούς, τραύλισμα, εκνευρισμό κ.α. Συνώνυμο της έλλειψης βιταμίνης G: η αγαμία.

Η μερική έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζεται όταν η σεξουαλική πράξη καταντά ανιαρή, καθότι ο παρτενέρ του πλήττοντος δεν ανταποκρίνεται στη φαντασία του και στις ανάγκες του και τον αφήνει να τα κάνει όλα μόνος του και κουράζεται, επομένως δεν αφομοιώνει ο οργανισμός σωστά τη βιταμίνη.

  1. - Φίλε, κάτι πρέπει να κάνουμε φέτος, έφτασα 35 και ακόμα προσπαθώ να ρίξω κανένα πιτσιρίκι, αλλά με ζορίζουνε, δεν μου κάθονται εύκολα, θέλουν χρόνο [κουλουπού]...

  2. - Φίλε, κάνε κάτι διότι έχεις έλλειψη βιταμίνης G και αυτό φαίνεται στη συμπεριφορά σου... Έχει αγριέψει το πρόσωπό σου. Κυνήγα καμιά θεία, που δεν θα σε δυσκολέψει και θα έχει και τις ίδιες απαιτήσεις με σένα, μπας και εξομαλυνθεί η λειτουργία του οργανισμού σου και ηρεμήσεις λίγο...

Προσαρμόζοντας το β παράδειγμα// Φίλε Γρηγόρη, έχεις έλλειψη βιταμίνης G , έχει αγριέψει το πρόσωπο σου... (από GATZMAN, 13/09/10)(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified