Selected tags

Further tags

Σε περιπτώσεις μακροχρόνιας αγαμίας. Τα γάλατα είναι βέβαια το σπέρμα, καθώς όπως είναι γνωστό γίνεται πιο παχύρρευστο όταν η περίοδος μεταξύ των εκσπερματώσεων αυξάνει.

-Άσε φιλαράκι, από τότε που χώρισα με την Παναγιώτα έχω να πηδήξω, δεν πάει άλλο, σφίξανε τα γάλατα. Πρέπει να σπρώξουμε...

the plot chikens. (από jesus, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά. Σημαίνει το αντισυμβατικό σεξ που έχει μεγάλη δόση πειραματισμού, περιέργειας, και, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;, ανωμαλίας.

Στα αγγλικά ετυμολογείται από το ναυτικό όρο kink που σημαίνει συστροφή σχοινιού (πρώτη μαρτυρία το 1670). Το επίθετο kinky με την έννοια της εκκεντρικότητας μαρτυρείται από το 1889, ενώ με την έννοια της σεξουαλικής διαστροφής από το 1959. (Δες).

Στα ελληνικά παρουσιάζει ενδιαφέρον ως εισαχθείς τεχνικός όρος που χαρακτηρίζει είδος σεξουαλικής συμπεριφοράς. Στον γούγλη εμφανίζεται άλλοτε με αγγλικούς χαρακτήρες, άλλοτε ως κίνκι κι άλλοτε ως κίνκυ. Στην ιδιόλεκτο της σαδομαζοχιστικής κοινότητας αποτελεί μέρος μιας διαβάθμισης που προοδεύει στην ανωμαλία ως εξής: βανίλια < κίνκι < fetish < BDSM (=Bondage Sado-Masochism, ήτοι σαδομαζόχες για δέσιμο).

Επομένως, το κίνκι είναι βασικά το αντίθετο της βανίλιας, το αντίθετο του οικογενειακού, ιεραποστολικού, γουτσιστικού γκουφουέ σεχ. Από την άλλη έχει αυτήν την λεπτή διαφορά από το fetish, ότι όπως το θέτει η Βικούλα, το κίνκι προωθεί την οικειότητα και την ένταση του μοιράσματος και της εμπειρίας μεταξύ των παρτενέρ, της αλληλοπεριχώρησης, που λέω κι εγώ, ενώ το fetish φτάνει αντιθέτως έως την απροσωποποίηση του σεχ και μπορεί και να παρακάμπτει το πρόσωπο του σεξουαλικού συντρόφου. Λέμε τώρα, γιατί στην γλωσσική πράξη το κίνκι είναι συχνά γενικότατος όρος που περιλαμβάνει παν το μη βανίλια (από ένα απλό δέσιμο μέχρι νεκροφιλία με τον παππού σου). Για να αποτολμήσω πάντως ένα παράδειγμα, το ποδοφραπέ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κίνκι, ενώ η γοβολατρεία fetish. Ομοίως, η σπερματογαργάρα είναι κίνκι, άλλα άμα επιμένεις ο εραστής σου να χύσει μέσα στο ποτηράκι του σάκε, και συνεχίζεις να το γλείφεις ακόμη και μετά την τελευταία ρανίδα του σπέρματός του, τότε καθίστασαι φετισύποπτος. Το φετίχ, δηλαδή, έχει σχέση με την ηδονοποίηση ενός αντικειμένου, ενώ το κίνκι με τον πειραματισμό ως προς τον παρτενέρ. (Όλες βέβαια αυτές οι διακρίσεις μεταξύ φυσικού και τεχνητού χρήζουν εντέλει αποδομήσεως, όπως θα μας έλεγε και ο Jeanoir).

Για να πάρουμε μια γεύση από κίνκι, θα περιελάμβανα σ' αυτό δραστηριότητες, όπως: δέσιμο με χειροπέδες, σχοινιά και ταλιμπάν, λιώσιμο κεριού πάνω στο σώμα του ερωμένου / της ερωμένης, χρήση γαμπρών, σεξ με καρπούζια, σεξ με σαντιγί, σοκολάτα, σούσι, αεροπλάνα, ποδήλατα, χέρια, μαχαίρια, φίδια (όχι φίδια!), πού 'λεγε κι ο Χάρρυ Κλυνν, φραπέ με χέρια, πόδια, βυζιά, μασχάλες, αυτιά, ρουθούνια, πάρτυ με ούζα και με ταλιμπάν.

Σημειωτέα, τέλος, δύο τινά: α) Το κίνκι συχνά έχει μια αρκετά θετική αξιολογική σημασία για να χαρακτηρίσει έναν κουλ τύπο. Το urban dictionary ορίζει (μεταξύ άλλων) το κίνκι ως μια σύνθεση πουτανιάς και χαριτωμενιάς (slutty & cutie at the same time). β) Η λαϊκή φαντασία ανιχνεύει κινκοσύνη κυρίως σε πρόσωπα πέραν υποψίας, λ.χ. στις γνωστές χαμηλοβλεπούτσες, σε χοντρές τόφαλους, ή σε θεούσες. Ενίοτε, δηλαδή, υποπτευόμαστε κινκοσύνη ως υπεραναπλήρωση σεξουαλικής στέρησης. Ή ερμηνεύουμε μέσω αυτής και φαινόμενα τ. Γιόκο Όνο.

  1. Νήμα: Οι γυναίκες καταπίνουν το σπέρμα; (εδώ):

- Καλό είναι τα τα καταπίνει...αλλά άμα τα κάνει και γαργάρα μιά χαρά μούρη σου πουλάει και μένεις και λακαμάς:Ρ
- Συγνωμη Στατουλη...εσυ απο εκει καταλαβαινεις αν η αλλη κανει καλο στοματικο;;Με το να τα καταπιει;;Αμα στο κανει ετσι αλλα για δικο της λογο δεν γουσταρει βρε αδερφε να τα καταπιει,χωρις να εχει κατι προσωικο μαζι σου δεν σαρεσει να σε εχει στο στομα της;;;;
- Δίνει άλλη χάρη η γαργάρα. Είναι πιο κίνκι. Γααργαρρρργγρρρ..δοκίμασέ το και θα τον καταπλήξεις.

  1. Εγώ πιστεύω πως πρέπει να είναι Kinky η κοπέλα για να κάνει γοβολατρεία. Εαν δεν είναι kinky ειναι δύσκολο να το κάνει και ας αγαπά τον άνδρα. Δεν μπορούν καταλάβουν οι μη kinky γυναίκες το θέμα της πατουσολατρείας και γοβολατρείας. Οι μη kinky γυναίκες είναι οι Νο 1 υποψήφιες που βρίσκουν το όλο θέμα ανώμαλο, χαζό, βλακώδες, άσκοπο, κλπ.... Επίσης πρέπει να της αρέσει να φορά γόβες+μπότες. Υπάρχουν γυναίκες που για διάφορους λόγους δεν φορούν ψηλοτάκουνα. Αυτές οι γυναίκες νομίζω πως δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ένα λεπτο ζήτημα που λέγεται γοβολατρεία. Από την άλλη δε σημαίνει πως πρέπει και η γυναίκα να φορά κάθα μέρα high-heels. Πρέπει όμως να έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ψηλοτάκουνα.Οπότε στις αρχές της σχέσης ρωτά κάποιος την κοπέλα εαν θεωρεί τον ευατό της kinky. Εαν απαντήσει όχι, τότε μάλλον η σχέση καλύτερα να μη συνεχιστεί, διότι γοβολατρεία γιοκ...
    (εδώ)

  2. - Ακόμα χοντρή είναι και πλέον συζούν και όλας. Πλέον όμως δεν μας κάνει παρέα γιατί κανένας δεν συμπαθεί την γκόμενα του. Δεν μπορώ να καταλάβω πως κολλάνε έτσι μερικοί άνθρωποι.
    - Οι χοντρές είναι κίνκυ. Δεν ξέρεις τι παίζεται.
    - Οι κίνκυ χοντρές είναι γκόμενες που έχουν κάνει τα πάντα. Βρίσκονται σε τέτοια απόγνωση που είναι ικανές να κάνουν το χειρότερο πάνω στο σεξ. Αηδιαστικά πλάσματα. Σε αντίθεση με τις αξιοπρεπείς χοντρές που δεν κάνουν σαν τραβεστί στη συγγρού που δεν έβγαλαν τα αναγκαία.
    - κίνκι ξε-κίνκι δεν κάθεσαι με γκόμενα που σου απαγορεύει να βλέπεις τους φίλους σου
    (εδώ).

  3. Εντάξει, θα μπορούσαν να το θέσουν κι αλλιώς. Θα μπορούσαν να γράψουν π.χ. ότι ο Διάκος ήταν γκέι και ο θάνατος του προέκυψε από κάποια ατυχή έκβαση σε κίνκυ παιχνιδάκια με τους Τούρκους φίλους του. Υποθέτω ότι κάτι τέτοιο δεν θα προκαλούσε πρόβλημα στους όψιμους αναθεωρητές. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάλογα με τις δραστηριότητες που κάνουμε με το λαρύγγι μας, μπορεί να σημαίνει:

  1. Τον ρουφιάνο, τον σπιούνο, τον πληροφοριοδότη. Βλ. και χαμοκελάηδα, όπως και βαθύ λαρύγγι.

  2. Αυτόν /-ήν που κάνει βαθύ στοματικό σεξ, το βαθύ λαρύγγι, και ξελαρυγγιάζεται (αγγλιστί deepthroat, throatfuck).

  3. Την εντυπωσιακή φωνάρα.

  1. - Παρνασσέ, οφείλω να σε προειδοποιήσω, μέσα στην ομάδα σου έχεις ένα λαρύγγι!
    - Ποιον εννοείς, Γκιώνα;
    (Από ταινία για την Αντίσταση που δεν γυρίστηκε ποτέ).

  2. Δυστυχώς, οι κλειτορίδες των γυναικών βρίσκονται εκεί ακριβώς που πρέπει, οπότε το «βαθύ λαρύγγι» δε βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητές τους στη λίστα του τι θέλουν να κάνουν κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Αν η πεολειχία-γεώτρηση είναι αυτό που πραγματικά επιθυμείς, μάλλον θα πρέπει να το συζητήσεις πρώτα μαζί της. Το να χώσεις το πέος σου απροειδοποίητα βαθιά στο στόμα της, μάλλον θα έχει σαν αποτέλεσμα ασφυξία ή τάση προς έμετο. (Πορνοταινίες: Ποια sex tricks να μην αντιγράψεις)

  3. - Πω πω φωνάρα η δικιά σου δικέ μου, και το πρώτο λαρύγγι. Κοίτα να δεις! Τέτοια λαρύγγια και να τραγουδάνε στα νταμάρια!
    (Ο ήρωας Βασίλης του Χάρρυ Κλυνν, όταν πήγε στο Ηρώδειο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ένα επίθετο που στολίζει τον άντρα ο οποίος είναι γυναικάς και κυνηγάει τις πουτάνες, τα ξέκωλα κλπ.

- Πο, μαλάκα, κοίτα τι γκόμενα, τι κώλος, τι βυζί!!!!!!!!!!
- Είσαι πολύ στρινγκάκιας φίλεεε, άλλες 2 γκαβάτζα έχεις.

(από Khan, 03/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερωτική συνεύρεση ανδρών με γυναίκες μεγάλης ηλικίας, βλ. πουρό.

- Πού είναι ο Μιχάλης;
- Είναι με την Βίκη, σπίτι της.
- Κατάλαβα, πάλι πουρολαγνεία έχει το πρόγραμμα.

Πουρολαγνεία (από GATZMAN, 19/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ουσιαστικό)

Ο όρος αναφέρεται στη σεξουαλική ηθική (φιλοσ.). Η θεωρία των καθηκόντων και των υποχρεώσεων στη διαπροσωπική σεξουαλική ζωή. Σύνολο κανόνων που δεσμεύουν ηθικά στην εκτέλεση των σεξουαλικών καθηκόντων.

- Ρε συ, δεν είναι σωστό να πηδάς τη Μαρία ενώ σκοπεύεις να τη χωρίσεις, δεν είναι πεοντολογικά ορθό...

(από Τσακ εις την μέσην, 19/10/10)(από Τσακ εις την μέσην, 19/10/10)Manual (από GATZMAN, 19/10/10)(από Jonas, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αρέσκεται στο να γαμάει κώλο, είτε γυναικείο, είτε κώλο πούστη. Αυτός που γενικά γουστάρει τον κώλο.

- Ο Γιώργος χθες χώρισε με την Σούλα γιατί δεν του έδινε κώλο!
- Λογικό, αφού είναι μανιακός κωλογαμιάς, δεν το ήξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει γαμηθεί και του έχει ανοίξει ο κώλος, ο πούστης δηλαδή.

- Ρε συ χθες μου την έπεσε ο Νίκος! Δεν το ήξερα ότι ήταν πούστης!!!
- Ναι ρε συ, μεγάλος ανοιχτοκώλης! Τον γάμησε ένα φιλαράκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κτηνοτροφία στην ελληνική ύπαιθρο είναι παμπάλαια δραστηριότητα. Η αγελάδα είναι ένα βοοειδές χρησιμότατο που παράγει γάλα που, πέρα από την αυτούσια κατανάλωσή του, αποτελεί και θεμελιώδη πρώτη ύλη για αμέτρητες γαστριμαργικές δημιουργίες. Η αγελάδα συγχρόνως παράγει και απογόνους προς κατανάλωση βοείου κρέατος, παραγωγή δέρματος, κλπ αλλά και για την αναπαραγωγή του είδους. Τα παραπάνω προσπορίζουν ένα σημαντικό εισόδημα στον ιδιοκτήτη της.

Η εγγενής αδυναμία παραγωγής γάλακτος από τον άρρενα εκπρόσωπο του είδους (ταύρος, δαμάλι κλπ), καθώς και η γενικότερη απροθυμία του για συμμετοχή σε άλλες υποδεέστερες παραγωγικές ασχολίες, καθιστά την επί μακρόν εκτροφή και διατήρησή του, οικονομικά ασύμφορη στον ιδιοκτήτη του. Πλην όμως είναι απαραίτητος για την διαιώνιση του είδους και την αναπαραγωγή, με την παροχή του ως δότη αναπαραγωγικών κυττάρων μέσω του ζευγαρώματος με το θηλυκό.

Η συμμετοχή, χρονικά, του επιβήτορα στη διαδικασία της αναπαραγωγής είναι σχετικά βραχεία, ενώ η επαναληπτική ικανότητα και συχνότητα του είναι σχετικά μεγάλη. Ένεκα τούτου δεν απαιτείται μεγάλος αριθμός επιβητόρων για την εν λόγω πασίγνωστη δραστηριότητα, καθ' όσον ελάχιστα διαφέρει και από την ανθρώπινη τοιαύτη.

Έτσι λοιπόν, κάποιος από τους εκτροφείς αναλαμβάνει να εκτρέφει και να διατηρεί εν ζωή ένα δυνατό, υγιές και “βαρβάτο” αρσενικό, με αποκλειστικό σκοπό τον προαναφερθέντα. Πλην όμως, η αναπαραγωγική του δραστηριότητα και ενασχόληση του εν λόγω “ζωντανού” αποζημιώνεται έναντι ευλόγου χρηματικού ή άλλου συμπεφωνηθέντος τιμήματος, το οποίο και καταβάλλεται εξ ολοκλήρου στον ιδιοκτήτη του μετά την επιτυχή περαίωση του “έργου”, από τον ιδιοκτήτη της αγελάδας, ο οποίος και δικαιούται να παρευρίσκεται στο τόπο της συνεύρεσης, και που είναι κατά κανόνα ο τόπος του άρρενος (προς αποφυγή περιττών μετακινήσεων και διατήρηση ακέραιας της δύναμης του προς τον σκοπό της αναπαραγωγής).

Δεν αναφέρονται ιστορικά δεδομένα για παρακρατήσεις, εισφορές, επιβαρύνσεις, παράβολα, τέλη, δασμούς, χαρτοσημάνσεις κλπ της παραπάνω συναλλαγής.

Το αρσενικό αυτό τετράποδο λοιπόν, είναι ευρύτερα γνωστό στην ελληνική ύπαιθρο με το συμπαθέστατο όνομα-υποκοριστικό “μπίκας”.

Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για χαρακτηρίσει έναν άνδρα υπερδραστήριο σεξουαλικά, με πολλούς απογόνους από διαφορετικές γυναίκες, ερωτύλο, γυναικά κλπ.

  1. - Πού την πας ρε Μήτσο;
    - Στον μπίκα!

  2. - Τον είδες τον Γιώργο; Πριν μια ώρα κυκλοφορούσε με άλλη.
    - Είναι μεγάλος μπίκας.

(από iwn, 21/10/10)(από iwn, 21/10/10)Ὁ διοικητὴς τῆς ΕΥΠ κ. Κ. Μπίκας, «γερμανικής παιδείας και αμερικανικής πρακτικής» (από aias.ath, 15/11/11)

βλ. και μπίκος, μπήκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified