Selected tags

Further tags

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος τηλεοπτικής σειράς του 1991 που παραφράζει τον τίτλο της ταινίας Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου του Steven Spielberg. Έχουμε, δηλαδή, μια σειρά από τροπές. Η ταινία του Spielberg αναφερόταν σε επαφές με το εξωγήινο υπερπέραν, ενώ η πρώτη τροπή αναφερόταν σε γείτονες που κρυφακούν ο ένας τον άλλο μέσα από τρύπες του τοίχου.

Πλέον η έκφραση χρησιμοποιείται ως σεχουαλικό υπονοούμενο και γενικό, αλλά κυρίως για να μεταφερθεί γλωσσικώς στα ελληνικά η πρακτική της glory hole ήτοι της τσιμπουκότρυπας ή τρύπας της χαράς, κατά την οποία δύο εραστές (συχνά άγνωστοι) έρχονται σε επαφή μέσω τρύπας σε τοίχο λ.χ. δημόσιας τουαλέτας ή αλλού. Οι τοιούτοι εραστές έχουν έτσι το πλεονέκτημα της ανωνυμίας, αλλά και της εντρύφησης σε σαδομαζοχιστικά παίγνια, εξ ου και η έκφραση χρησιμοποιείται μεταφορικώς ανάλογα.

Μόνο στην εξέδρα λέγονται αυτά και κυρίως από εκείνους τους οπαδούς που είναι σε τέτοια κατάσταση, ώστε να νομίζουν πως ο Ολυμπιακός (ή ο Παναθηναϊκός) έχει τουρλωτό πισινό, πρόθυμο για στενές επαφές τρύπιου τοίχου μαζί τους. (Εδώ).

Και "στενές επαφές με τρεις τύπους" από τα Ημισκούμπρια (από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το κρέας που βουλώνει τον κώλο - μουνί - στόμα, άρα το καυλί.

Έλα να σε κεράσω κρεατοφελλό μωρή χαμούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ερωτοτροπώ χαζοειδώς, σαλιαρίζω.

  2. Χαζολογάω, ασχολούμαι με μη σοβαρά πράγματα σε άκαιρο χρόνο.

  1. Η γυναίκα του είναι στο νοσοκομείο κι αυτός όλη μέρα καυλομανάει με τις πιτσιρίκες στο γραφείο.

  2. Επιτέλους θα έρθεις να μας βοηθήσεις; Εμείς πνιγόμαστε στη δουλειά και συ καυλομανάς στον υπολογιστή και στο κινητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακεκορευμένη, κοινῶς ξεπαρθενεμένη.

Λέξι τοῦ συρμοῦ τὴν ἐποχὴ ποὺ πήγαινα δημοτικό. Οἱ πιτσιρικάδες χαρακτήριζαν ἔτσι κάποια ἀπ´ τὰ κορίτσια, μὲ συνομωτικὸ τρόπο. Ἡ ἔκφρασι ἐμπεριέχει ὅλη τὴ μαγεία τῆς ἄρρενος προεφηβίας, ὅπου μπερδεύεται ὁ ἄγουρος καὶ ἀνεπίγνωστος ἔρως, ἡ τόσο χρήσιμη στὴ φᾶσι ἐκείνη ἐχθρότης πρὸς τὸ ἄλλο φῦλο, οἱ προκαταλήψεις τῆς ἐποχῆς καὶ ἡ ἐξ ἀκριτομυθιῶν γνῶσι γιὰ τὰ συμβαίνοντα στὰ ἀπόκρυφα τῶν κοριτσιῶν. Στὸ μυαλὸ τοῦ πιτσιρίκου τῆς 5ης-6ης τὸ ξεπαρθένεμα ἐφάνταζε ὡς μείζων ἀναπηρία γιὰ τὸ κορίτσι, μὲ συνέπειες ἀκόμη καὶ στὸν τρόπο βαδίσματος.

- Πῶς πάει ἔτσι ἡ Σοφία, ρὲ μαλάκα;
(συνομωτικά):
- Εἶναι σπασμένη, ρὲ μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιασμάν (ή, σπανιότερα, πιασμεντέν): το μπαλαμούτι, τα πιασίματα, το σεξάκι, τα σαλιαρίσματα, τα σαχλά, όλ' αυτά ή ένα απ' όλα. Από το ρήμα πιάνω, εννοείται, και την και καλά γαλλική κατάληξη -ent.

Μην πάτε εκεί για νυχτερινά γυρίσματα, είναι στέκι όπου πάνε τα ζευγαράκια για πιασμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοίτα το πουλάκι: τα βγάζω όλα έξω, εμφανίζομαι τσιτσίδι! Κλασικός μπαμπαδισμός.

Βλ. και βυζανάδειξη.

- Μολονότι η ηθοποιός Jessica Biel ομολογεί στην Daily Mail ότι φρίκαρε από το γεγονός ότι είδε τις γυμνές σκηνές με την ίδια να κατακλύζουν το internet, υποστηρίζει ότι δεν θα είχε πρόβλημα να τα «ξαναπετάξει» για κάποια άλλη ταινία στο μέλλον.
(εδώ)

- India Reynolds... για άλλη μια φορά τα πετάει έξω και μας αναστατώνει...! (εκεί)

- Η Holly Peers τα πετάει όλα έξω… μην την χάσεις με τίποτα!
(παραπέρα)

H Αγγέλα τα πετάει. (από Vrastaman, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπεριφέρομαι σαν γκέι, αδερφοφέρνω, τοιουτίζω.

Λέγεται για περιπτώσεις που δεν έχουν βγει από την ντουλάπα και απλώς είναι ύποπτοι για γκεϊλίκι, λόγω χαρακτηριστικών κινήσεων και ιδιωμάτων. Θεωρητικά είναι δυνατόν κάποιος να πουστοφέρνει χωρίς να είναι πούστης, ιδίως αν το κάνει μέσα στο πλαίσιο τακτικής (βλ. παράδειγμα 2).

  1. - Ευγενικό παιδί ο Πάνος, αλλά ρε γαμώτο, πουστοφέρνει λιγάκι...

  2. οταν καμακωνω προσπαθω να πουστοφερνω λιγακι κανω πιο γλυκεια τη φωνη μου αυτο αρεσει στις γυναικες πολυ!!! (Αποστάγματα σοφίας του πορνομετανάστη εδώ).

  3. Για μένα άλλο το πουστοφέρνω άλλο το είμαι (Και οι πούστηδες έχουν δικαίωμα στον αράπη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος που μοιάζει με μανιτάρι επειδή έχει δυσανάλογα μεγάλο πουτσοκέφαλο.

Η πούτσα του ήταν μετρίου μεγέθους αλλά πολύ χοντρή, μανιταρόπουτσα, με ένα πουτσοκέφαλο θηριώδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς αποδεκτό ως σουτιέν.

Μωρή τα είδες τα καινούρια βυζιά της Μαρίας; θα της σκίσουν τα βυζοσάκουλα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified