Selected tags

Further tags

Ο μαλακομουνόδουλος είναι μία σύνθετη λέξη, η οποία αποτελείται από τις επιμέρους: μαλάκας, μουνί, δούλος.

Σημασιολογικά αναφερόμαστε σε κάποιον ως μαλακομουνόδουλο, όταν τρέχει πίσω από κάποια γυναίκα λόγω σεξουαλικής στέρησης, η οποία όμως τον εμπαίζει διαρκώς, υποτιμώντας τον και μειώνοντας την αξιοπρέπειά του, χωρίς εκείνος να αντιδρά σε τίποτα από τα παραπάνω. Δηλαδή υποτάσσεται σε κάθε μορφή υποτίμησης από ανάγκη για σεξουαλική δραστηριότητα.

Συνήθως χρησιμοποιείται μεταξύ πολύ στενών φίλων ως συμβουλή, ότι δηλαδή κάποια γυναίκα κάνει ό,τι θέλει τον άντρα, ή πολύ προσβλητικά, ως βρισιά, προς μείωση του ανδρισμού κάποιου.

Ρε μαλακομουνόδουλε, αφού η γκόμενα σε έχει στο περίμενε, τι κάθεσαι και περιμένεις; Χέσ' την.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για την ερωτική συνεύρεση περισοτέρων των 2 ατόμων, για όσους όμως προτιμούν τα τσίπουρα από τα ούζα.

Χθες το βράδυ μου έκατσε μια τρελή παρτσιπούρα με τη Νατάσα και 2 τροχονόμους, άλλο πράγμα. Πάλι καλά που είχαμε πιει τα τσίπουρα και έφυγαν οι αναστολές της Νατάσας. Στο τέλος της έσβησαν και τις κλήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενίστικη εκδοχή του πούπουλα.

Ο σλανγκενεργός πλην εκνευριστικός αυτός όρος εκφέρεται κυρίως από πίπουλες με αρκούδως τρυφηλή, γκέϊκη και κίνκι διάθεση· συνειρμικά παραπέμπει σε πίπες.

Εναλλακτικά: πέπουλα, πίπιλα.

1. [Στο Athens Pride] αδυνατούσα να πετύχω αυτό το «προκλητικό» θέαμα της παρέλασης που έχω δει να αναφέρεται παντού: τους ημίγυμνούς ή θεόγυμνους, λαδωμένους ή γεμάτους glitter και πίπουλα τύπους που βγαίνουν έξω μόνο με ένα λαμέ στρινγκάκι για να επιδείξουν επιθετικά τη διαφορετικότητα τους και που, σύμφωνα με όλα αυτά τα άρθρα αποτελούν και τη γενική εικόνα της παρέλασης.

2. Ένιωσα σα να είμαι σε κάποια παλιά ασπρόμαυρη ταινία του Δαλιανίδη και πως από κάπου θα ξεπηδήσει με διπλό τόλουπ και ένα στρέμμα πίπουλα η Μάρθα Καραγιάννη. Ένιωσα μια αγνότητα και μια ανθρωπιά απερίγραπτη όπως σε αυτές τις παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου…

3. Τα πτερά και πίπουλα που στολίζουν διακριτικά τους βραχίονες, φτιάχνουν επίσης και πρωτότυπες κομμώσεις, όταν προσπαθεί το μοντέλο να πιει ένα ποτήρι Εβιάν. Χλωμά όμως φαντάζουν τα πίπουλα του Γκωτιέ όταν συγκριθούν με τη δημιουργία του Μακ Κουήν, αρχισχεδιαστή του οίκου Ζιβανσύ. Οικολογικότερος πάντων, προτείνει μια άμεση επιστροφή στον Αμαζόνιο και γενικότερα σε ζούγκλες, βάλτους, έλη.

4. Μας βάλαν σε ανάκλιντρα, μας κεράσαν πορτοκαλάδες και τσαμπιά σταφύλια, και κάτι ξώβυζες μας κάναν αέρα με πίπουλα απο στρουθοκάμηλο..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλα, κατελπίδα και στητά βυζιά.

  1. - a re xristinara ti kampanes einai autes;
    - sopa opou na nai 8a simanoun oi kampanes..... are XRISTINA
    (σχόλια στο γιουτιούμπ για το μπούστο της παρουσιάστριας εδώ)

  2. μας έχεις πρήξει με τα βυζιά... υποψιάζομαι πως πρέπει να γουστάρεις τη μαλτέζα που έχει βυζιά «καμπάνες»!! (από φόρουμ)

(από vikar, 05/07/13)

Σε άλλες γλώσσες: Glocken (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχεις με τη γκόμενα καλή χημεία-φυσικοχημεία στο κρεβάτι που είναι και η μόνη χημεία που μετράει.

- Με τη Σίσι έχουμε φοβερή χημεία, το αγαπημένο μας βιβλίο είναι οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι.
- Κι εμείς με τη Γιώτα έχουμε φοβερή φυστικοχημεία. Χτες αυτή έφτασε πέντε φορές, εγώ τρεις.

Δες φιστίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται απο τις λέξεις «εραστής» και «επιστήμονας», ως εκ τούτου είναι ο άνδρας ο οποίος έχει εντρυφήσει εις την τέχνην της αποπλάνησης και ερωτικής πράξης (γνωστό και ως ζζζζζμπρώξιμο, με όσο περισσότερα «ζ» τόσο και πιο γλεντζέδικο) σε βαθμό πανεπιστημιακού διπλώματος.

Ο εραστήμονας γνωρίζει πώς ακριβώς θα ρίξει μια (ή και περισσότερες) γυναίκα στο κρεβάτι, καθώς και πως θα την σηκώσει από εκεί ώστε να συνεχίσει το έργο του σε κάθε γωνία του οικήματος, έως και εκεί που κάνουν έρωτα οι αράχνες.

Επίσης, αυξάνει το ποσοστό ευστοχίας στις ελεύθερες ψωλές όλης της παρέας, παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες. Τον γοητεύουν οι επικίνδυνες αποστολές.

- Ρε Άγγελε πως θα την ζζζζζμπρωξω την μικρή Αννούλα; Παίζει να έχει και ζώνη αγνότητας η τύπισσα.
- Εύκολο ρε Μήτσογλα, θα εντοπίσεις τα αδύναμα σημεία της και θα αρχίσεις να της δημιουργείς περιέργεια για το πώς θα ήταν να πάει μαζί σου, και όλο αυτό με τρόπο όχι πλήρως κατανοητό, αλλά ελαφρώς ασαφή.
- Πωπω παργαλάτσε μου, είσαι εραστήμονας εσύ.

(από tornadoofsouls, 11/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει ένα χρόνο και πάνω να πατήσει στο εδώ.

Είναι ανάλογο με το ξεκουμπισμένος, αλλά στο δεύτερο μπορεί η απομάκρυνση να έγινε βίαια και όχι αφεαυτού.

Ο Μιτζνούρ είναι χαμένος.

Βέβαια δεν είμαι το μοναδικό παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published

Την πέφτω πολύ ενοχλητικά και παρενοχλώ σεξουαλικά. Από το τουρκικό murdar, που θα πει βρώμικος.

  1. Είπαμε να κάνουμε πλακίτσα αλλά όχι και να μας μουρντάρει τη γυναίκα ναούμε!!

  2. Έτσι όπως κουνιέται με τη στρινγκαδούρα, εγώ θα φταίω να τη μουρντάρω μετά;!

  3. Άντε Τάκη ένας κεφτές έμεινε, μούρνταρέ τον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάπως πιο δόκιμα σημαίνει τρώω κάτι με το κουτάλι.

  2. Καθώς αρχίζουν οι μεταφορές, το κουταλιάζω μπορεί να περιγράψει τον βαθυκούταλο που με περισσή λαιμαργία ρίχνεται στο φαγητό, ή ακόμη πιο μεταφορικά κάποιον που ρίχνεται αρπαχτικά σε οποιαδήποτε ηδονή, λεφτά, ρεμούλα, σεξ, ή που αρπάζει και παντελονιάζει κάτι που δεν του ανήκει κ.ο.κ.

  3. Στα μάγκικα παλαιότερων εποχών και στα καλιαρντά έχει την σημασία βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω.

  1. Αυτό που μ'αρέσει σε μένα ειναι οτι ενώ παραπονιέμαι για τις κοιλιές και τα μπούτια μου,συνεχίζω ακάθεκτη να κουταλιαζω το παγωτό (Εδώ).

  2. Μια χαρά είναι οι Έλληνες. Αλλού είναι το πρόβλημα: [...] Είναι ο γερομπισμπίκης που την χούφτωσε, τα χούφτωσε, την κουτάλιασε, τα ενθυλάκωσε και τώρα κατοικεί δίπλα στον επικεφαλής των κατακτητών. (Εδώ).

  3. Αχ, αδερφές και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published