Selected tags

Further tags

Επίθετο που χρησιμοποιείται από συναθλητές κυρίως, για αθλήτριες χαμηλών αθλητικών επιδόσεων, οι οποίες όμως διαθέτουν ωραίο κώλο.

- Ρε φίλε αυτή δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της!
- Μπορεί να τρέχει τα 100μ. σε 20'' αλλά είναι τρελή κωλάτζα...

(από christospetropoulos, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με οικείο ή και φιλικό τόνο), θα σε σενιάρω, θα σε τακτοποιήσω, θα σε βυσματώσω/βολέψω.

    Απευθύνεται από φίλο/συγγενή προς φίλο/συγγενή όταν θέλει να βοηθήσει τον δεύτερο να ξεμπερδέψει από κάτι κτλ. Από βύσμα προς βυσματία όταν θέλει να εφησυχάσει τον δεύτερο για το σίγουρο αποτέλεσμα της πρόσληψής του σε μια Ιδιωτική ή Δημόσια επιχείρηση/οργανισμό, την καλή μετάθεση του υιού στο ΓΕΣ κτλ. Ακόμα κι από έναν συνοικιακό έμπορα(μανάβη, κρεοπώλη, ιχθυοπώλη κτλ.) προς έναν συχνό του πελάτη όταν θέλει να πείσει σε φιλικό τόνο τον δεύτερο για την υψηλή ποιότητα του προϊόντος που θα του δώσει.

  2. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με απειλητικό ή και εχθρικό τόνο), θα σε κανονίσω, θα σε τακτοποιήσω με μαφιόζικο/μάγκικο τρόπο.

  3. Θα σε κάνω Μάγκα ή Γιώργο Μάγκα! Μεταφορική, απειλητική και με σεξουαλικό υπονοούμενο έκφραση συνήθως προς μια γυναίκα. Μιας και υπονοεί ότι θα την κάνει εκείνος που το λέει, εξπέρ στο «κλαρίνο»(στοματικό σεξ, κοινώς στην πίπα) ταυτίζοντας την μαεστρία που θα αποκτήσει στην πίπα η εν λόγω γυνή με εκείνη του πασίγνωστου δεξιοτέχνη Τσιγγάνου κλαρινοπαίχτη από την Λιβαδειά Γιώργου Μάγκα.

  1. - Θα της μιλήσεις ρε φίλε να τα ξαναβρούμε; Σε παρακαλώ κι από εμένα ότι θες!
    - Μην ανησυχείς καθόλου, θα σας τα ξαναφτιάξω εγώ. Τί φίλοι είμαστε;

  2. - Σε έδωσε στο αφεντικό ρε έμαθα ο Άκης γι'αυτά που συζητούσαμε προχθές στο γραφείο.
    - Άσ'τον, θα'ρθει η ώρα του σύντομα. Θα τον κάνω μάγκα εγώ τον τύπο!

  3. Τί τσιμπουκόχειλα έχει αυτό το μωρό απέναντι, κοίτα, κοίτα ρε φίλε... Πω πω, την κάνεις ή δεν την κάνεις Μάγκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο κόπανος για την σύνθλιψη, κονιοποίηση, πολτοποίηση και ανακάτεμα στερεών και λιπαρών ουσιών/συστατικών στου γουδί. Μπορεί να είναι ξύλινο, ορειχάλκινο, inox, πλαστικό, μαρμάρινο ή απο ηφαιστειακή πέτρα. Η λέξη είναι σύνθετη από τις λέξεις «Ίγδιον»(γουδί) & «χείρ»(χέρι). Χρησιμοποιείται ακόμα μιας και υπάρχουν παρασκευές που απαιτούν λεπτότερους χειρισμούς από εκείνους ενός αυτόματου πολυκόπτη/multi(σκορδαλιά, ταραμοσαλάτα, γουακαμόλε, σύνθλιψη υλικών για κοκτέιλ τύπου Mojito, Caipirinha κτλ.).

  2. Παρομοίωση για το μεγάλο, χοντρό και σκληρό σαν το γουδοχέρι πέος. Το ουσιαστικό «γουδοχέρι» ακολουθεί συχνά επιφώνημα θαυμασμού (ωωω, α, πωωω κ.α.) καθώς και την αντωνυμία «τί»(γουδοχέρι είναι αυτό;). Ειπώθηκε σαν ατάκα και στην Cult ερωτική ταινία του Νικ Τζάκσον «Ποιός θα πηδήξει την γοργόνα;»(1984). Παρατίθεται και σχετικό οπτικοακουστικό υλικό της εν λόγω σκηνής.

  1. - Με το multi το έφτιαξες αυτό το τέλειο γουακαμόλε; - Ποιό multi ρε μεγάλε, με το γουδοχέρι του Jamie Oliver, lάλλη φάση!

  2. - Πωπωπω μια ψωλάρα, τί'ν αυτό; Σαν γουδοχέρι είναι! (η ατάκα από την ταινία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της platinum πλέον έκφρασης «σκίσε με ν'αλλάξω ράφτη» των 80's/late 90's. Όπως πολύ σωστά είχει επισημανθεί στον κλασσικό ορισμό(κατά τον acg) η απέλπιδα προσπάθεια εξήγησης της ανεξήγητης διαστροφής αυτού του λαού κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το μέγεθος του σκισίματος παρομοιάζονταν αστοχία υφάσματος ή κακοτεχνία του ράψαντος με αποτέλεσμα την ανάγκη αλλαγής ράφτη από τον ατυχή ιδιοκτήτη του ρούχου. Ο/η εκφέρων/εκφέρουσα έδειχνε να χαίρεται και να αποζητά μάλλον το σκίσιμο κτλ. κτλ. κτλ.

Μερικές δεκαετίες μετά, η διαστροφή αυτού του λαού δεν έχει αλλάξει αλλά έχουν αλλάξει οι ρυθμοί ζωής και το lifestyle(προς το ακόμα πιο ανεξήγητο και διεστραμμένο) και ο διαθέσιμος χρόνος του σύγχρονου Ευρωπαίου πλέον Νεοέλληνα. Εν πάσει περιπτώση ειρήσθω εν παρόδω, σήμερα οι ράφτες έχουν χάσει επαγγελματικά την παλιά τους λάμψη και έχουν απωλέσει τις παλίες ένδοξες 80's μέρες τους. Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα μεγάλα πολυκαταστήματα με ετοιματζίδικα ρούχα αλλά και το δυσβάσταχτο πλέον για τον μέσο Ευρωπαίο Νεοέλληνα κόστος ραφής ενός κουστουμιού/φορέματος κτλ.

Οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής του Ευρωπαίου Νεοέλληνα, τα εξαντλητικά και πολλές φορές βάρβαρα ωράρια εργασίας που χτυπάει για τον άρτον τον επιούσιον, τα λούσα της συζύγου/γκόμενας κτλ. τον έχουν αναγκάσει αυτόν τον λίγο ελεύθερο χρόνο που διαθέτει(και εκεί έγκειται ο ουσιώδης λόγος ακριβώς, στο ότι είναι περιορισμένος ο ελεύθερος του χρόνος) να θέλει να τον διαθέτει σε πολύ πιο ενδιαφέρουσες ή/και extreme δραστηριότητες.

Το rafting(ράφτινγκ) είναι μία από εκείνες που παρουσιάζουν τον τελευταίο καιρό στην χώρα μας μεγάλη άνθιση και απήχηση στο Νεοελληνικό κοινό. Το Ράφτινγκ είναι ομαδικό σπορ κατάβασης ποταμού με φουσκωτή βάρκα. Εν έτει 2014 ο/η εκφέρων/εκφέρουσα δεν έχει καμμία διάθεση να του/της χαλάσει κάποιο ένδυμα πάνω στο σκίσιμο(στο δυνατό γαμήσι δηλαδή) και να πάει στον ράφτη. Άλλη εποχή, άλλες οι απαιτήσεις και τα ενδιαφέροντα του κόσμου. Αντ'αυτού θα προτιμήσει να φάει το σκίσιμο(το γαμήσι του/της δηλαδή) και να πάει για ράφτινγκ στον Βοϊδομάτη να πάρει και τον καθαρό αέρα του/της μακρυά από το άγχος της πόλης και να διατηρήσει και σε φόρμα το κορμί.
Κλείνοντας να τονισθεί ιδιαιτέρως ότι καμμία αλλαγή δεν επήλθε μετά από μερικές δεκαετίες στην αποζήτηση του σκισίματος(του δυνατού γαμησιού) σε αυτόν τον γαμημένα ανεξήγητο και ανεξήγητα γαμημένο λαό...

- Κοίτα μωρή τί άντρας περνάει, να σε σκίσει αυτός να πας για ράφτινγκ στον Λάδωνα!

(από Mpiliardakias, 09/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. 'Η αλλιώς κιτρικό οξύ. Είναι μια φυσική χημική ουσία που περιέχεται σε υψηλή ποσότητα στα λεμόνια και άλλα εσπεριδοειδή και σε μικρότερη περιεκτικότητα σε άλλα φρούτα (φράουλες, ανανά κ.α). Χρησιμεύει σαν φυσικό συντηρητικό/πηκτικό και σαν ρυθμιστής οξύτητας σε κονσέρβες, μαρμελάδες κ.α. Χρησιμοποιείται σε μικρή ποσότητα αντί του λεμονιού.

  2. Στον μαγικό μικρόκοσμο των πρεζάκηδων χρησιμοποιείται για το τελετουργικό του «βαρέματος», το λεγόμενο «βράσιμο» ή προπαρασκευή, την διαδικασία δηλαδή που μετατρέπεται το «βραχάκι» (η πρέζα, η ηρωϊνη) σε υγρό για να γίνει ενέσιμη. Γίνεται σε κουταλάκι με νερό και λίγο ξινό πάνω από καμινέτο ή/και αναπτήρα αν πρόκειται για hardcore πρεζάκι που βιάζεται τόσο να τρυπηθεί και το καμινέτο φαντάζει εκείνη την στιγμή περιττή πολυτέλεια.

  3. Σαν μέρος της έκφρασης «Μου/σου/του/της αρέσουν τα ξινά», αναφέρεται κυρίως σε ερωτικές καταστάσεις που «τσούζουν» σαν το ξινό, αλλά ταυτόχρονα αρέσουν συνάμα (σεξ από γκώλον, μικροοργιάκια, kinky καταστάσεις κ.α.). Μπορεί να ειπωθεί για όλους, γυναίκες, γκέι, κωλομπαράδες κτλ.

  1. - Βάζε στην μαρμελάδα πάντα μετά το βράσιμό της λεμόνι ή ξινό για να μην κρυσταλλώνει.

  2. - Με δουλεύεις ρε μαλάκα; Ξέχασες το ξινό; Πώς θα βαρέσουμε ρε τώρα; Πάμε στο μανάβη να πάρουμε κανά λεμόνι έτσι όπως τα'κανες!

  3. - Ωραίο μωρό η Γιώτα έτσι; Δεν λέει πολλά από φάτσα αλλά έχω μάθει από γνωστό μου που την πήρε ότι είναι πολύ χαλαρή κατάσταση και της αρέσουν τα ξινά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να κουνάς τον κώλο σου και να κάνεις με αυτόν διάφορες τσαχπινιές για να μαζέψεις τα βλέμματα. Το λέει ο Τάκης Ζαχαράτος.

Καλό είναι να έχει καλό βιογραφικό η γραμματέας, αλλά το σημαντικότερο είναι να σου κάνει τσαχπινοκωλιές!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Koelreuteria paniculata & Κοelreuteria apiculata. Μικρού έως μεσαίου μεγέθους δέντρο που απαντάται σε αρκετά μέρη του κόσμου. Λόγω της oμοιότητάς του όταν ανθοφορεί με εκείνη της χρυσής βροχής πήρε την ονομασία «golden rain tree».

  2. Από την αγγλική «golden rain» ή εναλλακτικά «χρυσό ντουζ»(golden shower) από το χρυσαφί χρώμα προφανώς που έχουν τα ούρα. Πρόκειται για παραφιλία. Στην ψυχολογία και σεξολογία, παραφιλία είναι η σεξουαλική διέγερση που προκαλείται από ενέργειες ή καταστάσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με τον συνηθισμένο τρόπο σεξουαλικής συνεύρεσης. Κατά την Wikipedia υπάρχουν κλινικά 8 μεγάλες μορφές παραφιλικής συμπεριφοράς: Ι. Επιδειξιομανία ΙΙ. Φετιχισμός ΙΙΙ. Εφαψιμανία ΙV. Παιδοφιλία/Παιδεραστία V. Σαδισμός VI. Μαζοχισμός VII. Παρενδυσία VIII. Ηδονοβλεψία.

Έχουν καταγραφεί επίσης περισσότερες από 100 περιπτώσεις που δεν προσδιορίζονται αλλού, μεταξύ αυτών και η Ουρολαγνεία αγγλιστί «pissing» στην οποία ανήκει η «χρυσή βροχή» (golden rain) η διέγερση δηλαδή με τη θέα, οσμή ή κατάποση ούρων. Ιδιαίτερη μνεία στην ουρολαγνεία γίνεται σε γράμματα και βιβλία του Μαρκησίου ντε Σαντ.

Στις 4 Οκτωβρίου του 1779 γράφει χαρακτηριστικά προς τον υπηρέτη του Martin Quiros(La Jeunesse):

« [...] It is true that I act like a bulldog, and when I see all that pack of curs and bitches yelping around me, I just lift a leg and I piss on their noses... »

Στο βιβλίο του «120 ημέρες στα Σόδομα» γράφει:

« [...] by God yes, you'll piss in my presence and, what's worse, you'll piss upon me [...] off you go my little one piss cried he, flood my prick with that enchanting liquid whose hot outpouring exerts such a sway over my senses. Piss, my heart, care not but to piss [...] »

  1. - Κοίτα κάτι πορνίδια που κάθονται απέναντι μας. Τατουάζ απ' το μπούτι μέχρι την πλάτη και βαμμένες κάργα. Να τις γαμάς και να τις χύνεις ασταμάτητα. - Να τις γαμάς, να τις χύνεις και να τους κάνεις και golden rain στη μάπα! Τέτοια καριολοπούτανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του μαλακισμένος, όταν αυτό το τελευταίο το εννοούσαν και κυριολεκτικά. Δηλαδή, αυτός που δεν έχει ακόμα βαρέσει μαλακία, ο σεξουαλικά άγουρος, ο ψυχονοητικά ανώριμος, ο ακόμα παιδί.

Δεν το άκουσα, αλλά το διάβασα, και είπα να το σημειώσω, μέρες πού' ναι, γιατί κατά τη γνώμη μου είναι μνημειώδες.

Ο ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΟΣ

Ἐσύ δέν κάνεις γιά δῶ
εἶσαι ἀκόμη «ἀμαλάκιστος», τοῦ εἶπαν
καί τόν ἔδιωξαν.

Ἦταν δέν ἦταν ἕντεκα χρονῶ
καί πῶς νά τά ᾿βγαζε πέρα μέ τά θηρία τῆς λαχαναγορᾶς·
μά ποῦ νά ἤξεραν
τήν εὐδόκιμη μετ᾿ οὐ πολύ θητεία του
στό θανάσιμο γιά τά ἤθη ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἁμάρτημα
-μιά ἱστορία ἐξίσου ὀδυνηρή
ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος-

Θά ᾿βρισκε ἀλλοῦ δουλειά
θά χτυποῦσε ἄλλες πόρτες
τί ἄλλο τοῦ ἔμενε μέ τόν πατέρα του στίς ἐξορίες
καί τή μανούλα του ὁλημερίς στίς φάμπρικες.

Μοῦ ἀφηγήθηκε τό περιστατικό χρόνια μετά
ψημένος πιά γιά τά καλά μέ τίς δικές του ἐξορίες
τή δικηγορική καί τά κρυφά χαρτιά του,
διόλου τουτέστιν «ἀμαλάκιστος»!

Λευκόθριξ
γάστρων ὀλίγο λόγω τῆς οἰνοφλυγίας
μ᾿ ἕνα μπαλονάκι στήν καρδιά
στ᾿ ἄπατα πνιγμένος
ἀπό τή μαλακία τῆς λεγόμενης μεταπολίτευσης.

(Ποίημα του Χρήστου Ρουμελιωτάκη, απ' εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα δόκιμα, μολυβήθρα αποκαλείται το μολύβδινο βαρίδι που δένεται στα δίχτυα ή στην πετονιά για να παραμένουν στον πάτο, η καντηλήθρα (rhymes with κωλήθρα), και το μολύβδινο έλασμα των παλαιών οπισθογεμών όπλων.

Όπως είπε κι ο Πετρόπουλος στο “Μπουρδέλο”, η αργκό των θαλασσινών και του υποκόσμου είναι συγκοινωνούντα δοχεία, εξ ου και η κουτσαβάκικη σλανγκοποίηση της μολυβήθρας για την χιλιοτραγουδισμένη σούφρα. Ο Πετρόπουλος γράφει ότι υιοθετήθηκε τοιουτοτρόπως περί τα έτη '45-'46.

Το λήμμαν συνήθως συνοδεύεται με άκρως μπουτς ρήματα τ. θα σου ξεσκίσω, θα σου σπάσω, θα σου τρυπήσω, και πάει λέγοντας.

Βλ. και μολυβοθήκη.

Ασίστ: HODJAS, εδώ.

1.
γλίστρησε κι έπεσε, σα *μολυβήθρα *στον ***πάτο***.
(Ν. Καββαδίας)

  1. Τὸ δὲ παράδειγμα εἶναι μᾶλλον ἀτυχές, διότι σιγὰ μὴν περίμενε ἡ γεροντόπουστα νὰ τὸν σπάσουν τ΄ ἀγοράκια. Ἡ μολυβήθρα της θὰ εἶχε προφανῶς ἀκράτεια ἀπὸ χρόνια.
    aias.ath, εδώ

3.
Πίσω λαμόγια! Πίσσα και πούπουλα! Καμμένε σκίστους τη μολυβήθρα!!!!!

4.
Στα αρχαία και λόγια συνώνυμα του πρωκτού συμπεριλαμβάνονται τα: αφεδρών / έδρα / πυγή / οπίσθια κτλ. Στα σύγχρονα συνώνυμα προέχουν τα: κώλος / πισινός / πάτος / καπούλια / το νόθο μετόπισθεν και άλλα. Στην αργκό του υποκόσμου βρίσκουμε τα συνώνυμα: χαλκάς / δεκάρα / μολυβήθρα / πάτος / σούφρα / κλανιάς / κεφτές / διαφορικό κτλ.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

Got a better definition? Add it!

Published

Γαμάω. Καταφέρνω τελικά και βρίσκω τρύπα να το χώσω.

- Τελικά ο Τάκης έβγαλε καμιά γκόμενα στο χτεσινό πάρτι; - Δεν τον φοβάμαι, όλο και κάπου θα βρήκε να κουφώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified