Αναφερόταν αρχικά σε αλλαγή ρόλων κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης μεταξύ ομοφυλοφίλων, αλλά σήμερα σημαίνει περιπαικτικά ή χιουμοριστικά την όποια αμοιβαία ανταλλαγή, κυρίως μεταξύ φίλων.
- Αυτό το αμάξι που οδηγάς δεν είναι του Γιώργου;
- Ναι, αυτός πήρε το δικό μου!
- Τι; Αλλαξοκωλιές κάνατε;
NOTE FROM THE MODERATORS TEAM
Υπάρχει και η έκφραση άλλαξ'ο κολιές κι έγινε βραχιόλι :).
Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.
Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.
-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!
Κάποια που (σχεδόν) παρακαλάει να δεήσει κάποιος να την τσιμπουκώσει (αν την πηδήξει δηλαδή κιόλας, θα κάνει Ανάσταση!). Συναντάται πολύ συχνά και σε γένος αρσενικό (βλέπε φωτό).
- Είδες πώς μου χαμογέλασε το μπάζο;
- Μεγάλη τσιμπουκοζητιάνα!