Διαλύω, χαλάω κάτι.
- Το βράδυ έχω κουβαλήματα και θα χρειαστώ το αυτοκίνητο.
- Σήμερα βρήκες; Μου γάμησες το πρόγραμμα!Τι φάλτσα ήταν αυτά; Το γάμησε το τραγούδι!
Αυτός ο άσχετος πήγε να μου φτιάξει τον υπολογιστή και μου τον γάμησε...
Διαλύω, χαλάω κάτι.
- Το βράδυ έχω κουβαλήματα και θα χρειαστώ το αυτοκίνητο.
- Σήμερα βρήκες; Μου γάμησες το πρόγραμμα!
Τι φάλτσα ήταν αυτά; Το γάμησε το τραγούδι!
Αυτός ο άσχετος πήγε να μου φτιάξει τον υπολογιστή και μου τον γάμησε...
Got a better definition? Add it!
Βασικά είναι ο μαλάκας (με όσες σημασίες μπορεί να υποδηλώνει), αλλά από πιο ποιητική σκοπιά...
Αξιοσημείωτο είναι ότι η λέξη παράγεται από το ουσιαστικό ψωλοβρόντι (το), με προέλευση από τα καλιαρντά.
Πάλι αυτόν τον ψωλοβρόντη κάλεσες στο πάρτυ;
Βλέπε ακόμη: βροντάω την ψωλή μου, πεοκρούστης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.
Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.
Σχετικά: μουνόδουλος, μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ιδιότητα του μαλάκα, κυριολεκτικά ο αυνανισμός. Μετριέται σε κιλά.
Ήθελα νά 'ξερα πόσα κιλά μαλακία κουβαλάει αυτός ο παίχτης...
Got a better definition? Add it!
Η σεξουαλική πράξη κατά την οποία η γυναίκα κρατά ενωμένα τα στήθη της ενώ ο άντρας μετακινεί παλινδρομικά το πέος του ανάμεσά τους. Η στάση αυτή μπορεί να εκτελεστεί μόνο όταν τα γυναικεία στήθη είναι αρκούντως ευμεγέθη.
Συνώνυμα: ισπανικό, ισπανική μαλακία, ισπανική πίπα.
- Του Μήτσου του αρέσει πολύ η βυζομαλακία: γι' αυτό τα φτιάχνει μόνο με βυζαρούδες!
Got a better definition? Add it!
Είναι κάθε τύπου σεξουαλικό περιεχόμενο, για να μην καταλαβαίνουν οι μεγαλύτεροι (προέρχεται από την ομώνυμη ταινία Rambo για προφανείς λόγους...)
- Έπ! Τι κανεις εκεί; Πάλι ράμπο βλέπεις;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βρισιά Λαρισαϊκής προελεύσεως, συνώνυμη της πανελλαδικώς διάσημης μαλάκας.
Υπερθετικά: Χατζηκαυλάρας (συνηθέστερο), Καρακαυλάρας.
Πήγε να την πέσει στο μωρό και σκάλωσε... Τι καυλάρας!
Got a better definition? Add it!
(πληθυντικός μόνο) Εμφατικός χαρακτηρισμός των οπισθίων. Συνήθως συνοδεύεται από την έκφραση «θα σου/ της ξεσκίσω τα».
- Τι άλογο είναι αυτή η Ελένη!
- Ε ρε και να την βάλω κάτω, θα της ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ψηλή γκόμενα με τα ανυψωμένα, καλλίγραμμα οπίσθια.
- Την είδες την καινούρια γυμνάστρια;
- Πωωω ρε φίλε, τι είναι αυτή;!
- Άλογο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα ποδανά (=ανάποδα): το μουνί. Αναφέρεται σε πρόσωπο, οπότε μπορεί να θεωρηθεί και αντωνυμία.
Πού είσαι ρε φίλε, τι έγινε; Κανά νιμού, παίζει;
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified