Selected tags

Further tags

Σημαίνει ότι και μικρή να είναι η γκόμενα, άμα είναι καυλάκι είναι αποδεκτό. Κρύβει πάντως μια δόση αγαμίας...

- Κοίτα τι περνάει ρε μαλάκα απ έξω!
- Τι λες ρε μαλάκα; Αυτή είναι το πολύ λύκειο!!!
- Μωρέ... Σκίστηνα στα τέσσερα κι ας ειν' και δεκατέσσερα...

Δες και λολίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα μεταξύ αρσενικών που συνδυάζει το μύθο του βασιλιά Μίδα με το άκρον άωτον του ερωτικού ξενερώματος. Όπως ο βάτραχος που μ' ένα φιλί γίνεται ακαριαία πρίγκηπας (αλλά με την αντίστροφη έννοια), έτσι, όταν το χαμούρεμα προχωρά γλυκά γλυκά, το χέρι εγκαταλείπει τα βυζάκια και γλιστράει προς τα κάτω και ο πούτσος μεγαλώνει και σκληραίνει, τη στιγμή λοιπόν που το χέρι έχει συρθεί μέσα από το γκαζόν και τα δάχτυλα αγγίζουν τα μουνόχειλα και ετοιμάζονται ν' ανοίξουν τις πύλες του παραδείσου, τσακ! το μουνί μετατρέπεται σε πούτσα και η γκόμενα σε Μήτσο, δασύτριχο και μάλιστα γκαβλωμένο. Το αιφνίδιον και απεχθές της μεταμορφώσεως παραπέμπουν σε ταινία του Στήβεν Κινγκ.

Κατάρα κατάλληλη και για λεσβίες.

-Κοίτα ρε το φλώρο με τι μουνάρες που κυκλοφορεί, θα τρελαθώ ρε πούστη μου, μα τι του βρίσκουν του μαλάκα που μουνί να πιάνει πούτσα να γίνεται;

Κάπως έτσι δλδ... (από joe909, 01/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.

Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.

- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;

Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον ο οποίος πάει γυρεύοντας...

(Σε παρέα που παίζει 21):
- Για δώσε άλλο ένα.
- Ε α γαμήσου, δεν κάηκες πιά;
- Όχι ρε μαλάκα, τι θες εσυ τώρα; Χμμμμ... Άλλο ένα...
- Κώλος χορτασμένος, κάστανα γυρεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βαθμό στην ιεραρχία της πουστροσύνης. Ανήκει στις υψηλές βαθμίδες (από ταξίαρχος και πάνω) και για να αποκτηθεί πρέπει η αδέλφω να έχει περάσει πολλά σχολεία και ειδικότητες, όπως:
Το Σ.Α.Μ. (Σχολείο Αιχμαλώτων Μυκόνου) Το Σ.Τ.Α. (Σχολείο Τσιμπουκιού με Άπνοια) Την Σ.Ε.Α.Α (Σχολή Επιμόρφωσης Ανωτάτου Αδελφάτου) κ.α.

Μετά από το χρίσμα, έχει την εξουσιοδότηση να προσηλυτίζει και να επιμορφώνει άλλες μικροαδελφές που ξεκινάνε τώρα την καριέρα τους και ανήκουν σε υποδιέστερες βαθμίδες, όπως πουστρόνια, ψευδοgay, metrosexual κ.τ.λ.

Ικανή προϋπόθεση για να γίνει κάποιος κουδούνα, είναι να έχει διατελέσει κρυφόπουστας και δη παντρεμένος με παιδιά (προάγεται άμεσα από αρχιπούστρας σε κουδούνα).

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό top το οποίο και σημαίνει κορυφή, κορυφαίος γενικότερα, και το συνθετικό μουν- από την λέξη μουνάρα. Αυτονοήτως αντιλαμβάνεσθε ότι πρόκειται για την κορυφαία μουνάρα γκόμενα στην κυριολεξία.

Σπανιότερα χρησιμοποιείται και για αντικείμενα που τυγχάνουν σεβασμού για την σχεδιασή τους, όπως αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες κ.ά.

- Και νόμιζα την Τασία για μουνάρα, μέχρι που είδα την Ασπασία!!! Τι τοπ-μουν είναι αυτό!!!!!!!

Δες και τοπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικάς, αυτός που κυνηγάει κάθε γυναικεία φούστα.

Πρόσεχε τον καθηγητή της Φαρμακευτικής, είναι πολύ μουρντάρης, δεν έχει αφήσει φοιτήτρια για φοιτήτρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικά ελκυστική, συνήθως νεαρή γυναίκα, η οποία μπορεί να είναι λεπτή ή χοντρούλα. Δεν είναι μεγάλου μεγέθους. Δεν συμπίπτει με τους χαρακτηρισμούς «μουνάρα» ή «μούναρος».

Κατά τη γνώμη μου ευρύτερος όρος από το «μουνίτσα» που αφορά σχεδόν αποκλειστικά τηνέιτζερς.

– Πολύ καυλιάρα η Ελενίτσα!
– Ναι, είναι ωραίο μουνάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απορίας για ορμές υπερφυσικά παρατεταμένης διαρκείας από (ξανθές συνήθως) γυναίκες.

Περιέχει εμφανή παρομοίωση του γυναικείου αιδοίου με εξοπλισμό μαγειρέματος συμβατικής τεχνολογίας.

Κυρίως εκφράζεται από έκφυλα θήλεα, μαστιζόμενα τόσο από αγαμία όσο και εθισμένα σεξομανή.

-Μαρία μου, που να σ' τα λέω. Έχω φτάσει σε τρελά επίπεδα αγαμίας. Το μουνί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified