Selected tags

Further tags

Το ξεπεταγμένο νεαρό τσουλάκι που έχει προοπτικές για κοντοπούτανο.

Αν έρθει η Μαρία να φέρει και την αδερφή της μαζί, το τσιμπουκουβρίδιο, είναι να σου παίρνει πίπες όρθια η τύπισσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πέφτει πούτσα μετά τα προκαταρκτικά και τα χάδια.

Έπεσε κοτολέτα μετά τα χαμουρέματα και τα μασαζάκια ή έμεινες με το πουλί στο χέρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρώπας που συνδυάζει τις αρετές του ανώμαλου και του μαλάκα, εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ.

Σχετικά σπάνιο μπινελίκι.

1. Δεν θα σε σκοτώσω ούτε έχω σκοπό να φέρνω χαρτιά με ψευτομολογίες του «κράτους»,ούτε θα μορφώσουν το παιδί σου ρασοφόροι ανωμαλάκες.

2. τον ''δοκιμασες'' κιολας; τις πουτσες τις εχεις μεσα στο στομα σου, εγω δεν το συνηθιζω...δεν ειμαι ''χαρουμενος'' gay... τη βρισκω αλλιως. καλη διασκεδαση.. πονηρουλη..! ανωΜΑΛΑΚΑ...!

3. Θα με βγαλεις φωτογραφια και θα με βαλεις στο face.Θελω να με δουν οι γκομενες και ο κοσμος γενικα,γιατι εχεις δωσει σ ολους την εντυπωση οτι ειμαι ενα ανωμαλο πουλι,ενω η ανωμαλακα εισαι εσυ. Εμενα θελω να με δουν ολοι. Να καταλαβουν οτι ειμαι ενα κανονικο κορακι με ευγενικη ψυχη που απλα κανω μπαφους για να σ αντεχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπό του αιδοίου ελαυνόμενος, κοινώς μουνάκιας. Όπως λέμε ιππήλατος άμαξα, κωπήλατος λέμβος, ατμήλατον πλοίον.

Ως γνωστόν η ελκτική δύναμις του αιδοίου είναι άπειρος, κοινώς «σέρνει καράβι».

Ο Γιάννης είναι δια βίου μουνήλατος: Σ' όλη του τη ζωή κυνηγάει το μουνί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικατάληκτο επίθετο (ο/η πουτσοφάγος) ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που δηλώνει αυτόν/ήν που τρώει πούτσες για να το πούμε εύσχημα. Μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί ως σεξιστική βρισιά για κάποιον που είναι ή θεωρείται ως ομοφυλόφιλος ή για να εξυβρίσει γυναίκα. Μπορεί, επίσης, να έχει και πιο κυριολεκτικές σημασίες σχετιζόμενες με την πεολειχία από στυλιαροκαταπότρες. Το -φαγος παραπέμπει και σε ζωολογική ταξινόμηση (τ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος, σπερματοφάγος) μάλλον επιτείνοντας τον σεξισμό της έκφρασης.

  1. - ποιά ναταλί φιλε; δωσε διεκρισιν\σεις γιατι υπαρχουν πολλες ναταλιες..που δουλευε; ετων; εθνικοτητα; την πουτσοφαγο λεμε ;D
    - γιατι ξερεις εσυ καμια σλαυα ναταλία που να μην ειναι πουτσοφάγος;;;
    - ηταν κανονικη πουτσοφαγος...δαγκωνε πουτσους...ειχε αφησει πληγες σε πολλους... (Διάλογος στο θρεντ «Αναζητήσεις χαμένων ιερόδουλων» σε μπουρδελοσάη).

  2. Eκτος απο ψωλαρπάχτρας και πουτσοφαγος εγινες και πουτσομετρης τωρα;; ΠΩς τις μετρας τις πουτσες; Με το στομμα; (Από βρις-οφ εδώ).

3. Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΠΟΥΤΣΟΦΑΓΟΣ ΕΓΙΝΕ ΤΩΡΑ ΔΕΝΔΡΟΦΑΓΟΣ!

4. Εμφανίστηκε κι αυτός ο πουτσοφάγος ο πρόεδρος του 4ου Ράιχ, με το όνομα που θυμίζει βήχα να ζητήσει συγνώμη. Είπε κάτι για «συμβολικές» αποζημιώσεις του κατοχικού ληστοδανείου, κάτι για τουρισμό και ότι μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Και μετά βγήκε περιχαρής σε όλες τις τηλεοράσεις της Γερμανίας και παίνευε την γαμημένη φάρα του: «Τι ανώτεροι είμαστε εμείς οι Γερμανοί, μέχρι και συγνώμη από τους Έλληνες ζητήσαμε». (Εκτός από βελανιδοφάγος...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεννητικά όργανα. Η λέξη έγινε γνωστή απο ομιλία του κ. Ζουράρι στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η λέξη «μέζεα» είναι αρχαία, και σημαίνει τα γεννητικά όργανα, ιδίως του ζώου. Ακριβέστερα, πρόκειται για παράλληλο τύπο του μήδεα που είναι τα γεννητικά όργανα του άντρα. Στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας βρίσκεται ολόγυμνος ναυαγός στο νησί των Φαιάκων και αντιλαμβάνεται τη Ναυσικά με τις φίλες της, κόβει ένα κλωνάρι φουντωτό, «ως ρύσαιτο περί χροΐ μήδεα φωτός» -να κρύψει τ’ αχαμνά του όπως μεταφράζει ο Ζ. Σίδερης. (https://sarantakos.wordpress.com)

Από την εν λόγω ομιλία:
«Πρόκειται περί ληστρικού κράτους. Και βεβαίως, υπενθυμίζω ότι μας έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος οι Γερμανοί ότι «τα κράτη έχουν συνέχεια». Επομένως, εφόσον το ναζιστικό καθεστώς αναγνώρισε τις δυο πρώτες δόσεις, το μεταναζιστικό καθεστώς πρέπει να συνεχίσει, διότι τα μέζεά μας, μας τα έχουν πρήξει.»

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενος τίτλος πρωινής μουσικής εκπομπής της «νέας» ΕΡΤ οψέποτε αύτη ήθελε λειτουργήσει.
Εις τον παιγνιοκατάλογον (βαρβαριστί playlist) να περιλαμβάνονται άσματα εγερτήρια του τύπου: «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους», «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ»,«Ντιμπι-ντιμπι- ντιμπιντάι», «Μεγιεμελέ-μεγιεμελέ» και τα τοιαύτα.
Την παρουσίασιν δε της εκπομπής να αναλάβουν εκ περιτροπής:
- Η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου.
- Η κυρία Ρενα Δούρου.
- Η κυρία Ελένη Αυλωνίτου. Εις περίπτωσιν καθ' ην αδυνατούν αι ως άνω, λόγω ανειλημένων υποχρώσεων, να μεταδίδονται ηχογραφημένα αποσπάσματα τηλεοπτικών διαξιφισμών των, με πολιτικούς αντιπάλους των.
Πιστεύω ότι η εκπομπή θα επιτύχει υψηλότατα ποσοστά ακροαματικότητος, ενώ παραλλήλως θα λύσει και το πρόβλημα της εγκαίρου πρωινής προσελεύσεως εις τους τόπους εργασίας και τα σχολεία. Ταυτοχρόνως, θα επιλύσει και το σοβαρότατον πρόβλημα πολλών γονέων, συζύγων κλπ. διά την πρωινήν έγερσιν των τέκνων, συζύγων και λοιπών «μαχμουρλήδων». Υπάρχει και άλλη εκδοχή, θαλασσινή αυτή τη φορά, που περιγράφεται στο δεύτερο παράδειγμα.

(Απόσπασμα τηλεφωνικής επικοινωνίας του μέλλοντός μας):
- Τι να σου πώ Σούλα μου! Ούτε στα πιό τρελά μου όνειρα! Σώθηκα με τα Μουσικώματα! Τώρα σηκώνονται τα χρυσά μου αμέσως, με την πρώτη τσιρίδα της Ζωής!
- Κι εγώ Νίτσα μου, είχα πάθει φαρυγγίτιδα με το Γιάννη. Τώρα με το που ακούει τη Ρένα, πετάγεται σαν ελατήριο! Αλλά και η Ελένη δεν πάει πίσω. Τι τίμπρο, τι μέταλλο!

Καλοκαίρι, γλυκοχάραμα, μπουνατσα, χαρά θεού. Ψαρεύουμε τσαπαρί στ'ανοιχτά και στη διπλανή βάρκα ο φίλος μου ο Γιώργος με το ράδιο στη διαπασών.
- Χαμήλωσέ το ρε Γιώργη, θα φύγουνε τα ψάρια!
- Τι λες ρε Μήτσο, αυτά μουσικώνονται! Δεν βλέπεις που τα πιάνουμε τώρα πιό ρηχά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρώει κώλους με τη μεταφορική σημασία του τρώω, ήτοι γαμεί. Ο κολομπαράς δηλαδή, ή ο κωλάκιας. (Θα μπορούσε θεωρητικά να έχει και την πιο κυριολεκτική σημασία του επιδιδόμενου σε πρωκτολειχία, αλλά δεν το έχω συναντήσει). Το βρίσκουμε σήμερα με αυτή τη σημασία του κολομπαρά ως τοπικό ιδιωματισμό στον κάμπο της Θεσσαλίας.

Το ενδιαφέρον της σλανγκιάς έγκειται, όμως, κυρίως στο ότι υπάρχει από τον καιρό της εθνικής παλιγγενεσίας και επανάστασης του 1821! Την διασώζει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούληςστα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ελλήνων 1821 -1833» ότι υπήρχε ως παρατσούκλι στη Ρούμελη, όπως διαπιστώνεται σε σχετικούς καταλόγους στρατεύσιμων (χιλιαρχίες) το 1826. Ο Κασομούλης προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, παρατηρώντας ότι μόνο στη Ρούμελη υπήρχε αυτή η συνήθεια να δίνονται χυδαία παρατσούκλια σεξουαλικής υφής και να τα φέρουν κιόλας οι ούτως επονομαζόμενοι αγογγύστως, ενώ αντιθέτως οι Μοραϊτες ήταν υπερβολικά περήφανοι για να δεχτούν κάτι τέτοιο. Δέον, λοιπόν, να προστεθεί και το μουνοφάγος μαζί με τα υπόλοιπα που διασώζει ο Κασομούλης στις σλανγκιές του 1821.

  1. Οἱ στρατιωτικοὶ κατάλογοι συνταχθέντες εἰς Δαμαλᾶν παρεδόθησαν μὲ ὀνόματα καὶ παρώνυμα τὰ ὁποῖα ἔφερεν ὁ καθείς, χωρὶς νὰ φέρουν τὰ πραγματικὰ πατρωνυμικά. Πολλοὶ ἐκ τῶν στρατιωτών εἶχον παρώνυμα ἐφηρμοσμένα εἰς αὐτοὺς σατυρικῶς δοθέντα λοιπὸν ἀπὸ αισχρολόγους. Ἄλλος π.χ. ἐλέγετο Γεώργιος Διπλοπούτζης, ἄλλος Διαρχίδης, ἄλλος Κωλοφάγος, ἄλλος Μουνοφάγος, ἄλλος Μαυραγκαθιᾶς, ἄλλος Τραγατζίκης κ.τ.λ. Ὁ κυβερνήτης, λοιπόν, ἐζήτησε τὰ ὀνὀματα τῶν πατέρων καὶ ὄχι τὰ παρώνυμα καὶ ἔγιναν ούτως οἱ κατάλογοι. Εἶναι πραγματικὰ απερίγραπτος ὁ πλοῦτος τῶν σατυρικῶν παρωνύμων (παρατσουκλιῶν) ποὺ στολίζει τὰ μητρῶα ἀρρένων καὶ τοὺς ἐκλογικοὺς καταλόγους τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρούμελης καὶ θαυμαστὴ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀνέχονταν τοὺς τόσο προσβλητικούς αὐτοὺς χαρακτηρισμούς ἀχώριστους ἀπὸ τὸ πρόσωπόν τους. Ἀντίθετα ὁ Μοραίτης, πολὺ καμαρωμένος στὴν προσωπική του παράσταση, δὲν ἀνέχεται προσωπικὰ παρατσούκλια. Οἱ ἐκλογικοὶ κατάλογοι τοῦ Μοριᾶ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀβλαβή, ἀλλὰ λαογραφικὰ ἐνδιαφέρουσα «ντροπή». Ἡ διαφορὰ δείχνει τὸν χαρακτήρα τῶν δυὸ λαῶν. Ὅσο γιὰ τὰ λήγοντα εἰς -φάγος, ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα «Κονοφάος» (Εἰκονοφάγος), λείψανο ἴσως ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια τῶν Εἰκονοκλαστῶν. Τραγατζίκης, ἀπὸ τὸ ταγάρι (τάργα), ταργαζίκι. Μαυραγκαθιᾶς ὁ πολὺ δασωμένος στὰ απόκρυφα μέλη. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, Αγωνιστού του Εικοσιένα, Μακεδόνος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, Τόμος Γ', σ. 86 στην έκδοση του 1942 από τις εκδ. Πελεκάνος).

2. exo ego enan fragkato apo mozambiki...megalo paketo! alla mayros katrami kai kolofagos! ti les egkrineis; (Οπαδοί από Βόλο).

Ο αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης, που διασώζει τη σλανγκιά. (από Khan, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τρώει μουνιά με τη μεταφορική σημασία του τρώω, ήτοι αυτήν της συνουσίας. Με μια πιο κυριολεκτική σημασία θα μπορούσε να σημαίνει και τον επιδιδόμενο σε αιδοιολειχία, αν και δεν βρίσκω αυτή τη σημασία μεταξύ των λίγων αποτελεσμάτων που δίνει ο γούγλης.

Το ενδιαφέρον της σλανγκιάς έγκειται κυρίως στο ότι υπάρχει από τον καιρό της εθνικής παλιγγενεσίας και επανάστασης του 1821! Την διασώζει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ελλήνων 1821 -1833» ότι υπήρχε ως παρατσούκλι στη Ρούμελη, όπως διαπιστώνεται σε σχετικούς καταλόγους στρατεύσιμων (χιλιαρχίες) το 1826. Ο Κασομούλης προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, παρατηρώντας ότι μόνο στη Ρούμελη υπήρχε αυτή η συνήθεια να δίνονται χυδαία παρατσούκλια σεξουαλικής υφής και να τα φέρουν κιόλας οι ούτως επονομαζόμενοι αγογγύστως, ενώ αντιθέτως οι Μοραϊτες ήταν υπερβολικά περήφανοι για να δεχτούν κάτι τέτοιο. (Η χαρακτηριολογική διαφορά Ρουμελιωτών και Μοραϊτών είναι, ως γνωστόν, από τα κύρια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής, καθώς επηρέασε τον αγώνα). Δέον, λοιπόν, να προστεθεί και το μουνοφάγος μαζί με τα υπόλοιπα που διασώζει ο Κασομούλης στις σλανγκιές του 1821.

  1. Οἱ στρατιωτικοὶ κατάλογοι συνταχθέντες εἰς Δαμαλᾶν παρεδόθησαν μὲ ὀνόματα καὶ παρώνυμα τὰ ὁποῖα ἔφερεν ὁ καθείς, χωρὶς νὰ φέρουν τὰ πραγματικὰ πατρωνυμικά. Πολλοὶ ἐκ τῶν στρατιωτών εἶχον παρώνυμα ἐφηρμοσμένα εἰς αὐτοὺς σατυρικῶς δοθέντα λοιπὸν ἀπὸ αισχρολόγους. Ἄλλος π.χ. ἐλέγετο Γεώργιος Διπλοπούτζης, ἄλλος Διαρχίδης, ἄλλος Κωλοφάγος, ἄλλος Μουνοφάγος, ἄλλος Μαυραγκαθιᾶς, ἄλλος Τραγατζίκης κ.τ.λ. Ὁ κυβερνήτης, λοιπόν, ἐζήτησε τὰ ὀνὀματα τῶν πατέρων καὶ ὄχι τὰ παρώνυμα καὶ ἔγιναν ούτως οἱ κατάλογοι. Εἶναι πραγματικὰ απερίγραπτος ὁ πλοῦτος τῶν σατυρικῶν παρωνύμων (παρατσουκλιῶν) ποὺ στολίζει τὰ μητρῶα ἀρρένων καὶ τοὺς ἐκλογικοὺς καταλόγους τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρούμελης καὶ θαυμαστὴ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀνέχονταν τοὺς τόσο προσβλητικούς αὐτοὺς χαρακτηρισμούς ἀχώριστους ἀπὸ τὸ πρόσωπόν τους. Ἀντίθετα ὁ Μοραίτης, πολὺ καμαρωμένος στὴν προσωπική του παράσταση, δὲν ἀνέχεται προσωπικὰ παρατσούκλια. Οἱ ἐκλογικοὶ κατάλογοι τοῦ Μοριᾶ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀβλαβή, ἀλλὰ λαογραφικὰ ἐνδιαφέρουσα «ντροπή». Ἡ διαφορὰ δείχνει τὸν χαρακτήρα τῶν δυὸ λαῶν. Ὅσο γιὰ τὰ λήγοντα εἰς -φάγος, ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα «Κονοφάος» (Εἰκονοφάγος), λείψανο ἴσως ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια τῶν Εἰκονοκλαστῶν. Τραγατζίκης, ἀπὸ τὸ ταγάρι (τάργα), ταργαζίκι. Μαυραγκαθιᾶς ὁ πολὺ δασωμένος στὰ απόκρυφα μέλη. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, Αγωνιστού του Εικοσιένα, Μακεδόνος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, Τόμος Γ', σ. 86 στην έκδοση του 1942 από τις εκδ. Πελεκάνος).

  2. -τραβα γαμησου μαλακιστηρι και βουλωστο
    - τι μουνοφαγος εισαι μωρε δυστυχισμενε; αφου εχεις να ακουμπησεις γυναικα απο τοτε που σε βαφτισαν χαχαχα
    - Δεν ακουμπαω οποια κι οποια ρε λιγουρη!!!!!! Την υπογραφη μας και το καυλι μας δεν το βαζουμε οπου κι οπου ειπαμε (Από βρις-οφ σε μπουρδελοσάη).

  3. Καλείται λοιπόν όποιος φασιστοκαβλωμένος ψωλοναζιστής μουνοφάγος Έλληνας Εθνικιστής παρακολουθεί και ψάχνεται να πάει. (Από εχθροπαθές εθνικιστικό ποστ που καλύτερα να μη λινκάρω).

  4. - Εμπρός σύντροφοι μουνόδουλοι στο δρόμο που χάραξε ο Σαρκοζύ!
    - Διαφωνώ, όποιος βάζει το πεός του εκεί που το έβαζε ο μιγκ τζάγκερ για μένα ειναι ήρωας, απλά ήρωας.... - Το μουνόδουλος άλλη έννοια έχει. Ο Τζάγκερ ήταν μουνοφάγος. (Διευκρινίσεις σε φοράδα).

Ο αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης, που διασώζει τη σλανγκιά. (από Khan, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το strap on, δηλαδή το φαλλικό ομοίωμα (dildo) που προσαρμόζεται σε ζώνη ή σε λουριά, φοριέται από κάποιον ερωτικό σύντροφο και χρησιμοποιείται για σεξ με διείσδυση.

Στη συνηθέστερη περίπτωση φοριέται από γυναίκα, στη μέση, ώστε το dildo να έρχεται περίπου στη θέση που θα ήταν το πέος, αν υπήρχε. Ωστόσο υπάρχουν διάφορες παραλλαγές, τόσο στη θέση που φοριέται, όσο και στο φύλο του δότη και του λήπτη, αλλά και του είδους της διείσδυσης (κολπική, πρωκτική, στοματικό σεξ).

  1. Από εδώ:

Είναι το ιδανικό δονούμενο ζωνάτο και για τους δυό σας. Τέλειο για συνευρέσεις γυναίκας με γυναίκα ή για εκείνες τις ιδιαίτερες πρωκτικές εμπειρίες.

  1. Από εδώ:

PLUS-SIZE STRAP-ON.. 94.. Επιτέλους ζωνάτο που ταιριάζει σε γυναίκες με καμπύλες..

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified