Έτσι αποκαλείται ευρέως γηραιός νυν μητροπολίτης της βορείου Ελλάδος, λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων.
.
Έτσι αποκαλείται ευρέως γηραιός νυν μητροπολίτης της βορείου Ελλάδος, λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων.
.
Got a better definition? Add it!
Είναι σύντμηση της φράσης θα σε σκίσω ή μη σου σκίσω. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει απειλή προς κάποιον πως θα τον δείρεις, είτε προς φίλους για να υποδηλώσει θυμό κτλ.
Εναλλακτικά, δηλώνει επιθυμία για ερωτική επαφή με κάποιον, ειδικά όταν το αντικείμενο πόθου είναι προκλητικό.
- Φύγε από δω κωλόζωο μη σ'σκις τίποτα!
- Καλά ντε, χαλάρωσε...
Got a better definition? Add it!
Το αιδοίο από 'rear-view' οπτική γωνία.
Για να καταλάβει κάποιος την ακριβή έννοια του όρου, θα πρέπει να το δεί στην πραγματικότητα. Ένα super επιτυχημένο 'μύδι' επιτυγχάνεται ως εξής:
Αν όλα τα παραπάνω γίνουν με τη σωστή σειρά, τότε ο 'αναζητητής του όρου' θα μπορέσει να απολαύσει ένα υπέροχο μύδι.
Η εικόνα του αιδοίου σε αυτή την στάση θυμίζει έντονα το δημοφιλές οστρακοειδές, εξ' ου και ο όρος. Γι' αυτό:
(α) Τα μύδια είναι τόσο δημοφιλή και νόστιμα
(β) Θεωρούνται μεγάλο αφροδισιακό
Είχα την τύχη να ακούσω για πρώτη φορά τον όρο από έναν επίστρατο Θεσσαλονικιό - τελείως λαϊκό τύπο. Η στιχομυθία είναι πραγματική:
Είμαστε στην καρότσα μιας Καναδέζας και ο τύπος φοράει γυαλί μάσκα, με φραπεδιά στο χέρι και μπεγλέρι. Χαζεύουμε στο δρόμο, ώσπου ξαφνικά βλέπουμε Ρωσίδι να κάνει την κίνηση-μύδι. Ο τύπος πετάγεται απ'το κάθισμα σαν τρελλός (γνωρίζοντας το τι θα ακολουθούσε) και γουρλώνει τα μάτια λέγοντας:
- Μαλλλάκα...Κοίτα το μωρό! Φαίνεται το 'μύδι' της!!!
- Το ποιο;;;;;
- Το μύδι ρε φιλλλαράκι, το μύδι!!!! Μωρρρροοό μου!!!!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άντρας με το υπερβολικά μεγάλο πέος.
Ο όρος προέρχεται από την γνωστή ασφαλιστική εταιρία INTERAMERICAN, με το ιστορικό πλέον σλόγκαν 'Μεγάλη και σίγουρη!', ο οποίος καθιερώθηκε μετά από την πρεμιέρα της ομώνυμης τσόντας 'INTERARAPICAN: Μεγάλη και σίγουρη', όπου πρωταγωνιστές ήταν μαύροι με αλογίσιες ψωλές.
Χρησιμοποιείται κυρίως για τύπους για τους οποίους έχει κυκλοφορήσει φήμη ότι την έχουν 2 μέτρα, ή για άτομα που κυκλοφορούν απίστευτες γκόμενες, που όμως είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα εμφανή χαρακτηριστικά τους (π.χ. κοντοί, φαλακροί, χοντροί, κ.τ.λ.) οι οποίες όμως ΔΕΝ ξεκολλάνε από πάνω τους και συνήθως τους τρίβουνε το πόδι όπου και να βρίσκονται.
Επίσης, παίζει πολύ και η χρήση του όρου για interracial ζευγάρια (όπου ο άντρας είναι μαύρος). Ειδικά σε χώρες όπου η mixed λογική δεν είναι και πολύ αποδεκτή (βλ. Ελλάδα), όταν βλέπουμε ένα τέτοιο ζευγάρι, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι στάνταρ αυτό.
- Ρε ψηλέ, τσίμπα με να δω αν είμαι ξύπνιος!!! Τι δουλειά έχει αυτή η μουνάρα με τον αράπακλα;;;
- Πού ζεις αγόριιιι μουυυυ;;; Δεν τον βλέπεις τον τύπο; 'ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ: Μεγάλη και σίγουρη'!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση επευφημίας, συνήθως μεταξύ κολλητών, που αναφέρεται στο ρίξιμο ή στο πήδημα μιας γκόμενας...
Η έκφραση ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον σπίκερ Βασίλη Σκουντή στο τρίποντο του Δημήτρη Διαμαντίδη στον ημιτελικό αγώνα του Eurobasket με την Γαλλία.
- Το κάναμε τελικά χθες με την Μαρία
- Έτσι μπράβο! Βάλ' το αγόρι μου...
- Φέυγω, έχω πρώτο ραντεβού με την Κικίτσα...
- Βάλ' το αγόρι μου...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος
Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά
- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.
Got a better definition? Add it!
Η λυσσάρα, η πεινασμένη, η νυμφομανής, η τρελαμένη, η γυναίκα που διψάει για άντρες...
Έμεινε στην προφορική ιστορία από τα χαρακτηριστικά της ομώνυμης γάτας - ηρωίδας του Αρκά.
- Κοίτα τη Λουκρητία πως με κοιτάζει και γλύφει το καλαμάκι του καφέ...
Got a better definition? Add it!
Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης τσό-ντα.
(Ηχητικά η λέξη παραπέμπει στην μάρκα Datsun και ίσως γι' αυτό επικράτησε στα ποδανά, καθώς είναι φορτισμένη και με τους συνειρμούς που προκαλεί η συγκεκριμένη μάρκα).
- Το παιχνίδι χθες ήταν πολύ ντατσό!
Got a better definition? Add it!
Προσομοίωση σεξουαλικής πράξης. Ο κουμπαράς παρομοιάζεται με αιδοίο λόγω της σχισμής, όπου μπαίνουν τα κέρματα.
- Πρέπει να κάνω αποταμίευση γιατί περνάω δύσκολα. Πρέπει να βάλω τη δραχμή στον κουμπαρά της Κικίτσας!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα η οποία πηδάει, δεν πηδιέται. Το κάνει τακτικά, με διάφορους και με ενθουσιασμό.
- Καλά, η Πόπη προχτές έφυγε με το Βασίλη, χτες είπε ότι θα την πήγαινε σπίτι ο Τζο και σήμερα χαμουρεύεται με το τεκνό... Πώς τό 'χει δει;
- Το 'χει δει πρώτη πηδούκλω, φιλάρα... Και κάνεις τέτοιες ανόητες ερωτήσεις διότι προφανώς δεν σ' έχει σύρει στη σπηλιά της ακόμη... Αλλά, θά 'ρθει και σένα η ώρα σου και άμα σε πιάσει θα σε τσαταλιάσει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified