Selected tags

Further tags

Το κενό (εσοχή) ανάμεσα στα κωλομάγουλα (κωλομέρια). Η κωλοχωρίστρα.
3 <--- κωλοχαράδρα

Όταν χέζεις, πώς σκουπίζεσαι; Κατά μήκος της κωλοχαράδρας από μπρος προς τα πίσω, ή από πίσω προς τα μπρος; Εγώ το δεύτερο...

Κωλοχαράδρα; Βυζοχαράδρα; (από Galadriel, 13/12/12)

Βλ. και κωλοσχισμή, χαράδρα, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μια πονηρή πράξη που κάνει κάποιος και ιδιαίτερα την σεξουαλική.

Της αρέσει το σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεχής απασχόληση με το σεξ.

Όλη μέρα ο νους του είναι στο καυλομαχητό. Κολλημένη πυξίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρινγκάκι.

Είχε έναν πισινό σαν την πλατεία Συντάγματος και φόραγε κουραδοκόφτη στην παραλία. Απίστευτο!

Βλ.και το βιβλίο του μαιτρ Ηλία Πετρόπουλου. (από Khan, 15/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχω γκόμενα και βολεύομαι μόνος.

Από τότε που τα χάλασε με την Καίτη κρατάει την κατάσταση στο χέρι.

Από το μάτς Ελλάδα-Αργεντινή. Μέχρι το 90, κρατάγαμε την κατάσταση στο χέρι (από GATZMAN, 01/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορίτσι στην εφηβεία.

Σοβαρέψου, είσαι κοτζάμ μαλλιαρομούνα, μεγάλωσες πια.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευμέγεθες πέος, συνώνυμο με τη λέξη κρεατόβεργα.

- Και ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν, ξαφνικά ο Μάρκος έσκασε μύτη από τη σκηνή κραδαίνοντας το κρεατομάτσουκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που συνέχεια χαλάει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος της ακατάλληλης στιγμής.

Την ώρα που ήμουν έτοιμος να στην βυσματώσω, ο αρχιδογαμιώλαρος χτύπησε το κουδούνι.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified