Selected tags

Further tags

Το πολύ εξασκημένο αιδοίο το οποίο μπορεί να αλλάζει σχήματα, παραμένοντας σε αυτά μετά την ερωτική πράξη.

Έχει μουνί πλαστελίνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:

  • Κρέμα ή φάρμακο για μουνολογικές παθήσεις.
  • Το γυναικομάνι, η θηλυκή εκδοχή του αρχιδόκαμπου.
  • Μουνικό οξύ, ένα οργανικό ισχυρό οξύ, μετρίως διαβρωτικό χωρίς ιδιαίτερες βιομηχανικές χρήσεις. Προσβάλλει το δέρμα και διαβρώνει και φθείρει τα εσώρουχα. Η οσμή του είναι ερεθιστική και θυμίζει καμένο ντουί. Το καθαρό μουνικό οξύ είναι τελείως άχρωμο, αλλά το μουνικό οξύ του εμπορίου είναι κιτρινωπό επειδή περιέχει προσμίξεις.

1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)

1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες

3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαίο λολοπαίγνιο πάνω στο μουνί και την ουρήθρα.

Εκφέρεται ποικιλοτρόπως:

1. Γι αυτό να προτιμάς τις κοπέλες με ξυρισμένη μουνίθρα.
(σε συζήτηση για μουνόψειρες)

2. πω ρε τι μουνίθρα ειναι αυτη....μου χει φυγει το κλαπέτο
(σε συζήτηση για φωτογραφίες από παρέλαση)

3. Τώρα ξεψαρώσαμε και δεν φοβόμαστε μη μας δώσουν τη μουνήθρα στο χέρι που λέμε κι εμείς

4. ΓΑΜΗΣΙ ΑΠΟ ΚΩΛΟ, ΒΑΖΕΛΙΝΗ ΜΕ ΑΜΜΟ ΚΑΙ ΞΥΛΟ, ΠΟΛΥ ΞΥΛΟ ΣΤΗΝ ΞΕΚΩΛΙΑΡΑ ΜΟΥΝΗΘΡΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερωτική συνεύρεση με γκόμενα.

Στον πληθυντικό, χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο όταν κάποιος γαμήσει τόσο που έχει να το θυμάται ή που απλά του έκατσε κάτι καλό. Για παράδειγμα σε περιπτώσεις που χτυπάει ένα γκομενάκι που είναι καύλα, σε παρτούζες και τα συναφή.

- Τι έγινε χθες με την πιτσιρίκα και τη φίλη της που κουβαλήθηκαν σπίτι; Εγώ στη θέση σου θα καύλωνα άσχημα με τα μικρά.
- Ρε φίλε δεν υπάρχει. Μου έκατσε τρίγωνο με τις μικρές! Μιλάμε έριξα κάτι γαμήσια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί και η θάλασσα είναι οι μήτρες της ζωής. Ωσεκτουτού, εμείς οι Έλληνες με 14.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή και αιώνες ναυτικής παράδοσης είμεθα κατ εξοχήν έθνος θαλασσόκαβλων. Η Ελλάδα μας είναι η γης όπου για πρώτη φορά έβερ μουνί έσυρε καράβι (και συνεχίζει να το πράττει).

Σαν λαός γνωρίζουμε καλά ότι το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι· με φουσκοθαλασσιές στο παντελονόψαρο ψωλαρμενίζουμε την πουτάνα τη θάλασσα και βουτάμε ως αφρο-δύτες στα βαθειά με καμάκι ανά χείρας εις άγραν θαλάσσιας μουνίδας.

Οι πιο τυχεροί θα βγάλουν καμιά χταποδιάρα, οι λιγότερο θα μπλέξουν στα δίχτυα κάποιας φαρμακομούνας μύδουσας. Άλλοι πάλι θα πάρουν τον λούτσο, τρώγοντας μυδοπίλαφο από κάποια λείψυδρη στρειδομούνα και θα μείνουν σαν μια πούτσα στο Αιγαίο. Οι πιο φρόνιμοι θα συνεχίσουν τον αέναο κύκλο: δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν την θαλασσινή μας μουνοπαράδοση με το μικρό αυτό θαλασσομουναπάνθισμα:

♪♫ Το μουνί και το δελφίνι
να ησυχάσω δε μ' αφήνει
πότε τρύπα πότε ψάρι
δε μου κάνουνε τη χάρη ♪♫

(Τζιπάκος)

() *Πηγή: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική σλανγκιά με δύο μεγάλες έννοιες:

1. δεν ειναι ανάγκη να πηγαίνει κανείς εξυπνάκιας στο «σπίτι» του άλλου κ να προσπαθεί με το στανιό να του δείξει πόσο λαθος ειναι,ποσο χαζός είναι,δεν εχει καλό γουστο,την εχει μικρή, ειναι μπαζοκράτωρ, κοπανος κλπ.

2. να ρωτησω κατι ασχετο;ποιες ηθοποιοι σας αρέσουν;η σαρλιζ θερον δεν ειναι μπαζοκρατορας και υπερεκτιμημενη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο κάθε φέρελπις νέος, οπαδός του καυλαντίσματος, ξαναμμένος και ετοιμοπόλεμος. Μπακούρι κατ' επιλογήν (ορ νοτ), ξεχωρίζει στο πλήθος ωσάν πελεκάνος με το ράμφος ανάμεσα στα πόδια.

Κυκλοφορεί συνήθως μόνος αλλά συναντάται συχνά και σε σχηματισμό αγέλης... Στην οποία περίπτωση βέβαια χαλάει το πράμα και η μπακουροπαρέα καταντάει αρχιδόκαμπος.

  1. Ο βλαστός του φρέσκου κρεμμυδιού που στη μέση της ανάπτυξής του είναι ολόισιος και στην άκρη του έχει το λουλούδι του κρεμμυδιού.

1...
- Με τα φιλαράκια μου τους έχουμε μοιράσει τους ρόλους, ο Μπάμπης είναι ο μαλάκας της υπόθεσης, ο Χάρης κάνει το χαβαλέ και κλαίμε και ο Τόλης σαν σωστός καυλικάνος ρίχνει καμία γκόμενα και άμα περισσέψει κάνα ψίχουλο τρώμε και οι υπόλοιποι...
- Και συ;...
- Το στρίβω...

2...
Πλένουμε και κόβουμε σε κομμάτια μια χεριά καυλικάνους, τους βάζουμε σε τηγάνι με ελαιόλαδο και τους τσιγαρίζουμε μέχρι να μαλακώσουν.
Ρίχνουμε 1 ποτηράκι νερό και βράζουμε να ψηθούν οι καυλικάνοι.
Χτυπάμε 4-5 αυγά σε ομελέτα και τα αδειάζουμε στο τηγάνι.
Μόλις ψηθεί από τη μια μεριά, γυρίζουμε από την άλλη και πασπαλίζουμε με τριμμένη φέτα, αλάτι και μπόλικο πιπέρι.(εκεί )

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφοντας πρόσωπα, πρόκειται για εναλλακτική εκδοχή των ξέμουνο, ξέψωλο, ξέκωλο.

Περιγράφοντας καταστάσεις, ξεμούνι επίσης αποκαλούμε το μαδομούνι ή με την ευρύτερη έννοια του μουνιού το ξέσκισμα.

1. έξαφνα, βλέπω μια κοπέλα αρκετά ξεμούνι, με φούστα σαν μπακαρα με 12 φιδάκια

2. ΞΕΜΟΥΝΙΑ ΚΟΜΜΑΤΟΠΟΥΣΤΕΣ ΣΤΟ ΓΚΩΛΟ ΚΑΝ'ΤΕ ΧΩΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΥΚΑΡΟΥΝ ΤΑ ΚΑΥΛΙΑ ΤΟΥ ΦΤΕΡΩΤΟΥ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

nice ass (από profesor, 19/02/13)agores (από profesor, 19/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το σεξ χωρίς προφυλακτικό, το ελεύθερο, το ξεσκούφωτο.

Χρησιμοποιείται πολύ στο μπουρδελοϊδίωμα, ως και καλούα καυλύτερη υπηρεσία προς κινκομαλάκες συμπολίτες μας που θεωρούν ότι «μπρος στα καύλη τι είναι οι αρρώστιες». Κυρίως χρησιμοποιείται για το άνευ προφυλακτικού στοματικό σεξ.

Αγγλιστί: bareback.

  1. Πλεον η ερωτηση πρεπει να αντιστραφει! Κοπελες που κανουν πιπα ΜΕ καποτα διοτι σχεδον ολες το προσφερουν το ακαποτο!!!

  2. Παντως ρε γμτ,το ακαποτο δεν το εχει η παλια γενια.Σε μια συζητηση με την μανα μου,ανακαλυψα οτι ακομα και τωρα χρησιμοποιει προφυλακτικο.

  3. Αυτο ηταν αρχισανε τα ζουμια να τρεχουν, μετα η κοπελα τα εδωσε ολα στο ακαποτο.

(Από διευθύνσεις για ενήλικες στο Διαδίκτυο και από το Κοζμοπόλιταν).

(από Khan, 15/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκομψο και σκληρό μπινελίκι, συνώνυμο της ξεκωλιάρας, της ξεσκισμένης, του ξέψωλου.

Εξ των γαμοσλανγκοπροθήματος ξε- και της κωλήθρας (απόληξη του πρωκτού εκ της οποίας εκβάλλονται τα αφοδεύματα).

1. ΜΑΣ ΤΟ ΠΑΙΖΕΙ ΠΑΡΘΕΝΑ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΝΕ ΓΑΜΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΞΕΚΩΛΗΘΡΑ!!!!!!!!!

[2.](Μουνόπανααααααααααααααααααα, άι καριόληδες γαμώ τα σπίτια σας ξεκωλήθρες.) Μουνόπανααααααααααααααααααα, άι καριόληδες γαμώ τα σπίτια σας ξεκωλήθρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified