Ο παιχταράς, ο τύπος που μπαίνει στο μαγαζί και όλα τα μωρά στάζουν! Με μια απλή κίνηση φασώνει τα πάντα! Ο άντρας επιβήτορας!
- Καλά ο τύπος είναι μεγάλο άτι!
Ο παιχταράς, ο τύπος που μπαίνει στο μαγαζί και όλα τα μωρά στάζουν! Με μια απλή κίνηση φασώνει τα πάντα! Ο άντρας επιβήτορας!
- Καλά ο τύπος είναι μεγάλο άτι!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για ειδική περίπτωση ψωλίτας. Και πάλι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με κοπέλα που αρέσκεται να καβλώνει τους δύστυχους άντρες και να συναναστρέφεται με πολλά κοντάρια (ή και όχι τόσα πολλά). Αυτό που περιγράφει την περίπτωσή της, είναι ότι κυκλοφορεί συχνά- πυκνά έξω ξεβράκωτη! Φοράει φούστες, τζινάκια, κολλανάκια, αλλά το μέσα απουσιάζει. Η δράση της μπορεί να εντοπιστεί και στα γυμναστήρια, όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί κολλάν, αλλά δίχως εσώρουχο. Στόχος της να προσελκύσει το μέγιστο αριθμό αντρών.
- Είδα την Άντζι σήμερα στο γυμναστήριο... φορούσε ένα κολλάν και διαγραφόταν ο κώλος της...
-Χμμ... και το στρινγκ της να υποθέσω;
- Αμάν... τώρα που το λες δεν το είδα... δεν πρέπει να φορούσε τίποτα...
- Και αυτή είναι ξεβρατογκόμενα τελικά...
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τη ονομασία του νομίσματος ''τάληρο'' που κατασκευαζότανε στο Joachimsthal της Γερμανίας και που, στη συνέχεια, κατέληξε να σημαίνει πέντε από το νόμισμα της χώρας (π.χ. πέντε δραχμές=1 τάληρο).
Κατ' επέκταση το τάλαρο δείχνει και μέγεθος ίσο με αυτό του εμβαδού του νομίσματος και χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει μεγάλη χλέπα και μεγάλες θηλές.
Χτες έκανα μεγάλη μαλακία. Έριξα ένα τάλαρο και φύσαγε και έσκασε πάνω μου.
Χτες την κατάφερα και μου έκατσε η Μαρία. Μαλάκα έχει τεράστιες βυζάρες και κάτι ρόγες τάλαρα. - Άντε ρε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος σχεδόν συνώνυμος της παρτούζας, με τη διαφορά οτι αφορά διαδοχικό γαμήσι από ομάδα ανδρών, σαν να είχε ο καθένας τους νούμερο προτεραιότητας. Ακούγεται στο αθάνατο καλτ αριστούργημα «Φυλακές Ανηλίκων».
Παιδιά τρέξτε! Ο -τάδε κακός- με την παρέα του ετοιμάζονται να πάρουν τα κορίτσια σας νουμεράδα!
Got a better definition? Add it!
Ιδιαίτερα ευφυής και δυναμική γυναίκα που επιλέγει τους καλύτερους διαθέσιμους νέους για νυκτερινούς συντρόφους, προκαλώντας αντιπάθειες και κουτσομπολιά και από τα δυο φύλα.
Σε ευρεία χρήση στο Νομό Χανίων.
Μάλλον πως προέρχεται από λατινογενή λέξη που έχει την έννοια της αλεπούς. Η λέξη zorra στα ισπανικά έχει και αυτή την έννοια.
- Είδες πάλι η Βαγγελιώ κουτούπωσε και το Μιχάλη, σκέτη μουλωχτή ζουρού.
- Και γιατί όχι! Τη χαίρομαι, ξέρει τι κάνει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για την κοπέλα εκείνη που ξεσηκώνει τους άνδρες με το ντύσιμό της -το οποίο είθισται να είναι προκλητικό- και με την συμπεριφορά της, που σαγηνεύει τους άνδρες οδηγώντας τους σε μυστηριώδη μονοπάτια του πόθου. Πρόθεσή της είναι να τους εξιτάρει, τονίζοντας την σεξουαλικότητά της. Βέβαια κάτι τέτοιο της βγαίνει πολλές φορές και φυσικά -χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια- αφού έχει την πουτανιά μέσα της, ενώ έχει φροντίσει να την εξελίξει σε ικανοποιητικό για αυτήν και για τους άλλους τυχερούς άνδρες βαθμό. Λέγεται ότι οι ψωλίτες αρέσκονται σε σεξουαλικές συνευρέσεις και μάλιστα δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο μία ψωλίτα να είναι επιφορτισμένη με την ταυτόχρονη ικανοποίηση πολλών αντρών.
Η ετυμολογία της λέξεως προέρχεται από την ψωλή, όργανο που αγαπά η ψωλίτα.
- Ρε παιδιά κοιτάξτε εκεί... Είναι μία τύπισσα που είναι ντυμένη προκλητικά και παίζει ταυτόχρονα με 3 άντρες...
- Ναι... είναι η Μαριαλένα... γνωστή ψωλίτα!
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικοποιημένο επίθετο: ο μιζμίζης, η μιζμίζω, το μιζμίζι.
Μιζμίζης είναι αυτός ο οποίος τριγυρνάει συνέχεια με ένα πνεύμα μιζέριας και γκρίνιας πρήζοντας πολλές φορές τα όργανα των άλλων, ή κάνοντας τον εαυτό του ανεπιθύμητο έτσι...
Χρησιμοποιείται για την εμφάνιση κάποιου. Επίσης χρησιμοποιείται και στο σεξ, όσον αφορά την σεξουαλική ζωή ενός η του ζευγαριού.
Προσοχή! Δεν ακολουθεί τον γραμματικό κανόνα «σ» πριν από «μ», συντάσσεται κανονικά ως Μι«ζ»μίζης, γιατί ηχητικά θα μπορούσε να είναι κάποιος που τριγυρνάει κάνοντας συνέχεια Μιζ-μιζ-μιζ-μιζ...
Σταμάτα ρε μιζμίζη...
Πώωω τι μιζμίζω που έχεις γίνει από τότε που χώρισες με τον Κώστα...
Πω ρε Τάκη τι μιζμίζης είναι αυτός ο κολλητός σου, πως τον παλεύεις...
ΚΑΙ ΜΗΝ ΜΟΥ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΟΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, ΕΝΤΑΞΕΙ; ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΕΞ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΝΕΙ ΜΙΖΜΙΖΙΔΕΣ...
βλ. και μιζερομίζερος
Got a better definition? Add it!
Σε Αποκόρωνα και Σφακιά, το ανδρικό μόριο σε στύση. Από το μακρουλό καρβέλι που προορίζεται για παξιμάδι, που λέγεται «παύλος». Ακούγεται και «παύρος».
- Γιάντα τρέχεις μωρή;
- Όχού, ο Λυμπέρης την είχε βγαλμένη όξω κ' ήτονε ένας παύλος, να...!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπόνος (αγγλιστί Boner): ο ερεθισμός του πέους καθώς και της κλειτορίδας.
Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στους άνδρες για τον ερεθισμό ή στην θέα μιας θεογκόμενας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.
Πωωωω μουνάρα, φίλε μου 'ρθε μπόνος.
Επίσης μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη «πόνος» στην γνωστή φράση: δώσε πόνο! ('Δώσε μπόνο'').
Got a better definition? Add it!
Χύσια-Θήκη: η γυναίκα που παραδόξως αφήνει έναν άντρα να χύσει μέσα της (συνήθως στην πίσω πόρτα).
Επίσης η γυναίκα που καταπίνει τα χύσια κατά την διάρκεια της πίπας.
Αλλά και η γυναίκα που όταν θέλει σεξ θυμάται τους πρώην (μάλλον γι 'αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται άλλη έκφραση, εκτός από πουτανάκι).
- Ρε με πήρε τηλέφωνο η τάδε, πολύ πιπατζού αλλά και χυσοθήκη, δεν αφήνει τίποτα, τα καταπίνει όλα'!
- Μαλάκες κάθεστε; Χθες έχυσα μια γκόμενα.''
- Έλα ρε, τι μας λες! Και 'γω νόμιζα ότι χύνουν μόνο οι μπαμπουίνοι...«
- Όχι ρε, μέσα στο μουνί''
-...Μπράβο μαλάκα, θα σε δούμε στα βαφτίσια''
Got a better definition? Add it!