Selected tags

Further tags

Η χρυσή εποχή για τις λεκανατζούδες έληξε σχετικά απότομα στη δεκαετία 1950-1960, όταν όπως φαίνεται έγινε υποχρεωτικό το κάθε μπορντέλο να διαθέτει τρεχούμενο νερό.

Παλαιότερα η λεκανατζού έφερνε στην κοπέλα μια λεκάνη με νερό για να πλύνει το γατί της και το πουάρ ή κλύσμα για μια εσωτερική πλύση αν ο πελάτης ήταν από τους καλούς που τους επιτρεπόταν και χωρίς σκουφίτσα.

- Κάποτε σ' αυτό το σπίτι ήταν η Τασία. Τι να 'γινε άραγε!
- Τι θες να 'γινε! Τόσα χρόνια έχουνε περάσει. Λεκανατζού θα 'ναι σήμερα, η φουκαριάρα.

Λεκάνη (από nikolaosvlas, 09/10/11)Πουάρ για εσωτερική πλύση (από nikolaosvlas, 09/10/11)Η κοπέλα (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλείσμα για εσωτερική πλύση (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεότυπη ἔκφρασι, ποὺ δίδεται ὡς ἀπάντησι στὴν κουτσομπολικὴ ἐρώτησι «τί δουλειὰ κάνει ὁ πατέρας σου».

Ἡ εἰκονοπλασία εἶναι μοναδικοῦ διαστροφικοῦ, οὐ μιν, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἐπιπέδου, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθῇ κανεὶς τὴν τραγικότητα τῆς συνθήκης νὰ εὑρεθῇ κουλός, ταυτοχρόνως δὲ καὶ καυλωμένος (βλ. λῆμμα). Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ κάτι σὰν ἐπάγγελμα καὶ λειτούργημα μαζί, ένα πράμα.

᾿Οφείλει ἐν προκειμένῳ νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ έν θέματι σύλληψις εἶναι πολὺ προγενεστέρα τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ φραπέ. Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ ἀναγάγῃ τὸ ὅλον εἰς ὅρους φραπέ, τότε ὁ διαφορισμὸς τῶν δύο ἐννοιῶν θὰ ἦτο «φραπὲ κατ᾿ ἀνάγκην (ἐπὶ κουλαμάρας), καὶ φραπὲ κατ' ἐπιλογήν, ὅπως περίπου λέμε δηλαδὴ business or pleasure.

Assist: οο9οο, μὲ τὸ λῆμμα που να μείνεις κουλός και καυλωμένος

Περιττεύει

Έχω κουραστεί, δε θέλω να εξηγώ, πρέπει εσύ να την παίξεις. (από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και βαράει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περιπτώσεις μάταιης προσμονής.

Κυκλοφορεί κυρίως στην ελληνική επαρχία όπου η σεξουαλική στέρηση ωθεί σε φαντασιώσεις με χήρες.

- Υπομονή ρε μαλάκα, ο ψηλός είπε πως θα σε διορίσει στο Δασαρχείο
- Τι υπομονή ρε! Υπομονή και υπομονή σαν της χήρας το μουνί. Εδώ δε με διόρισε πέρσι και θα με διορίσει φέτος που έχουμε και κρίση!

Ιώβια υπομονή (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται πολύ λιγότερο σε ένα στόμα που λόγω κάποιων ανατομικών λεπτομερειών, όπως λ.χ. τα τσιμπουκόχειλα, φυσικά ή κονάτα, θα προσέφερε ηδονjική αίσθηση κατά την τέλεση πεολειχίας, ενώ περισσότερο είναι βρισιά που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να απαιτήσουμε από τον συνομιλητή μας να σωπάσει άμεσα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, περισσότερο σε φράσεις τύπου «μην πιάνεις το τάδε στο τσιμπουκόστομά σου», «να πλένεις το τσιμπουκόστομά σου όταν μιλάς για το τάδε», «βούλωσε το τσιμπουκόστομά σου» κ.τ.ό. Εννοείται ότι το στόμα του συνομιλητή είναι μιασμένο και για αυτό δεν έχει το δικαίωμα να ομιλεί για ορισμένα θέματα, που χαρακτηρίζονται από ιερότητα.

Δευτερευόντως, βέβαια, ο όρος μπορεί να αναφερθεί και κατά την περιγραφή μιας αναγεννησιακής πουτανόφατσας, ή ως γαμησιάτικο μπινελίκι κυρίως κατά την τέλεση CIM.

  1. Αυτη η καριολα-παλιοπουτανα-βιζιτου-ξεκολιαρα κ.λ.π. κ.λ.π...μην τολμησει να ξαναβαλει στο γαμημενο το τσιμπουκοστομα της ξανα το ΠΑΟΚ μας. (Εδώ).

  2. Κατά τα άλλα το «Για όλα φταίει ο εθνικισμός» ξέρουν να το πιπιλάνε στο τσιμπουκόστομα τους, αλλά ξεχνάνε ότι ΚΑΙ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους οι «κακοί» εθνικιστές ματώσανε..... (Εδώ).

  3. Αν θελετε να μιλησετε για Μακεδονια να πληνετε το τσιμπουκοστομα σας εκατο φορες με μπεταντιν και μετα. και μετα να κανετε πλαστικη γλωσσας (Εδώ).

  4. Και χαίρονται οταν ακούνε απο ένα Τσιμπουκόστομα μιάς Πουτανας..να λέει ...¨ΟΛΟ ΣΤΟΜΦΟ....«ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ !!!!! (Εδώ)

  5. είναι μια αδύνατη κοπέλα με μεγάλα τουρμπινάτα συλικονάτα στήθη tits και ένα απίστευτο τσιμπουκόστομα. (από μπουρδελοσάιτ)

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτηδευμένη μάλαξη της κωλοτρυπίδας με τη μύτη κατά τη διάρκεια γλειψίματος του αιδοίου ενώ η γυναίκα είναι στα τέσσερα.

Όταν ο φίλος μου ο Βασίλης κάνει στα γκομενάκια μυτοκώλι τον πονάει η μύτη του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίτεχνος τρόπος σεξουαλικής ικανοποίησης γυναικών με το χτύπημα του αιδοίου με τη φτέρνα.

Σε ευρεία χρήση, ως λέξη και πρακτική, στην ορεινή Κρήτη.

- Τι έγινε με την Ελένη, ρε;
- Τι να γίνει! Απ' ότι κατάλαβα δεν έχει χρόνο για σχέσεις. Ετοιμάζεται για το Πολυτεχνείο.
- Α, δηλαδή ο φτερνίτης πάει σύννεφο!

Κάπως έτσι! (από nikolaosvlas, 30/09/11)Το όργανο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κοινή γνωστή, σωτήρια, αγία καπότα.

Η έκφραση «ναι αλλά μόνο με σκουφίτσα» ήταν το διαφημιστικό σλόγκαν της πρώτης καπότας ελληνικής κατασκευής μετά τον Πόλεμο. Η διαφημιστική αφίσα απεικόνιζε ένα νεαρό με κόκκινο σκούφο που έκλεινε πονηρά το μάτι. Σε χρόνο dt έγινε η φράση της ημέρας πανελληνίως.

- Πού πας ρε Μανώλη;
- Φεύγω, έχω δουλειά!
- Τι δουλειά ρε! Πας να δεις το πρόσωπο! Μόνο με σκουφίτσα, έτσι;

Πάντως η φατσούλα της ..σκουφίτσας θα μπορούσε να \'ταν τραβεστί (από sstteffannoss, 29/09/11)\'Αλλες μάρκες εποχής (από Vrastaman, 30/09/11)

Και σκουφάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή εκφορά της λέξης βαπόρι (< vapeur = ατμός ΚΑΙ ατμόπλοιο κατά συνεκδοχή στα γαλλικά), στην έκφραση «'μ' έκανες βαπόρι» με τη σημασία «με θύμωσες, μ' εξόργισες ώς το μη περαιτέρω», ή μου προκάλεσες ακατανίκητη σεξουαλική διέγερση.

  1. Μ' αυτό που μου είπες... μ' έκανες βαπόρι.

  2. Απ' αυτό που άκουσα... έγινα βαπόρι.

  3. Μη μου κάνεις τέτοια... γιατί γίνομαι βαπόρι.

  4. Μ' αυτά που βλέπεις στα περιοδικά... γίνεσαι βαπόρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε με κόσμιο τρόπο -συνήθως μεταξύ άλλων- ότι δεχθήκαμε παροχή υπηρεσιών ιερόδουλου.

  1. - Τελικά πήγες για ποτό εχθές; - Όχι ρε, το απόγεμα μόνο πετάχτηκα και ψώνισα ένα ξανθό παλτό.

  2. - Ρε συ, γιατί πάει ο Μπίλης κάθε Σ.Κ. στη Βουλγαρία; - Α, δε το ξέρεις; Έχει καλά ξανθά παλτά μέσα ρε...

βλ. και κουβερτούλα ορ. ironick

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. ανήλιαγο.

Το άκουσα στο Αμύνταιο από γριά να σχολιάζει τα μίνι του 1971 (τότε που ράβανε φόρεμα με 1m 10 cm): Μ' αυτά που φοράνε... φαίνεται το σκοτεινό τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified