Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψακί-μουνί: η γυναίκα - κοπέλα που δεν κάνει χρήση του ξυραφιού στο συγκεκριμένο σημείο ή έχει να κάνει μπάνιο από το Πάσχα. Συνήθως χρησιμοποιείται για κοπέλες πού έχουν κάνει το σεξ καθημερινότητα... και όχι με τον ίδιο άντρα!

  1. Πω ρε φίλε χτες γάμησα μία ψακομούνα, τρία προφυλακτικά έβαλα.

  2. Μέσα σε μπαρ-κλάμπ (αντροπαρέα)
    - Ρε φιλέ ωραία γκόμενα αυτή.
    - Άσε ρε μαλάκα, αυτή είναι ψακομούνα, έχει πάρει όλη την περιοχή.

βλ. και παρτόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περίεργη, η κουτσομπόλα γκόμενα, αυτή που θέλει να τα ξέρει όλα και στήνει αυτί συνέχεια.

Ρε Βίκυ τι θέλεις γαμώτο; Σα τη χεζόμυγα έρχεσαι δίπλα μου σε ότι λέω και ότι κάνω τόση ώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει ένα χρόνο και πάνω να πατήσει στο εδώ.

Είναι ανάλογο με το ξεκουμπισμένος, αλλά στο δεύτερο μπορεί η απομάκρυνση να έγινε βίαια και όχι αφεαυτού.

Ο Μιτζνούρ είναι χαμένος.

Βέβαια δεν είμαι το μοναδικό παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.

Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.

- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;

(από nobody, 16/08/11)(από nobody, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άκρον άωτον της μουνίλας, που συνίσταται σε κοκτέιλ κολπικών υγρών, εκκρίσεων της περιόδου και μπαγιάτικων ούρων, σε συνδυασμό με την επιμελή παράλειψη της ατομικής υγιεινής για ικανό αριθμό ημερών. Αυτό που η ironick στο κλασικό λήμμα της περιγράφει ως την «αρνητική όψη του φαινομένου» - όχι για όλους αρνητική πάντως. Συνώνυμα: καμένο ντουί.

Η ειδικοτητα μου ειναι τα βρωμικα μουνια...Να ξυπναω χαραματα κ να αλλαζω σεντονια απο την τσικνα στο δωματιο...κιτρινα σημαδια στα σεντονια, που εχουν φτασει στο στρωμα...κοκκινοι λεκεδες λες κ ειχα κανενα σφαχτο στο κρεβατι.
Γαμησε τα!!!
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην οδηγία κατά την οποία η συνουσιάζουσα καλείτε να αρπάξει το ανδρικό μόριο για το οποίο για άγνωστο λόγο ο κατέχων νιώθει υπερήφανος.

Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από γεωργό ο οποίος τα μπέρδεψε με την τσάπα και προσπάθησε να οργώσει το χωράφι με την τσαπού.

Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ και το ΕΣΟΥΡΟΥ απαγόρεψαν σχετικές αναφορές και παραδείγματα. Την ως άνω αναφορά προσπαθεί να μεταφράσει και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.

(από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ασχημη και δύσοσμη (μασχαλίλα, κακοσμία στόματος) γυναίκα.

Η γυναίκα που με τη συμπεριφορά της ή τη στάση της απωθεί τους άντρες ή λειτουργεί ξενέρωτα κι ανοργασμικά.

Η γυναίκα που δε τηρεί τα στοιχειώδη της θηλυκότητας (τρώει τα νύχια της, αφήνει τριχοφυία στο πρόσωπο κ.α.).

(Πραγματική περίπτωση με μια Αγγλίδα).

- Του τάδε δεν του σηκώθηκε...
- Εεε...βέβαια, αφου η τύπισσα ήταν σπερματοκτόνο. Μόλις τα κατέβασε, βρωμούσε τόσο που το παλικάρι έκανε τον άρρωστο για να ξεφύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιλαμβάνει το Χαμούρα και το Σιχαμένη.

Η μέτρια προς άσχημη γυναίκα που είναι πονηρή, μοχθηρή και εύκολη. Έχει μια τάση να κριτικάρει μπροστά ή πίσω από την πλάτη του άλλου, επικαλούμενη την ηθική των άλλων γυναικών. Όμως είναι η πιο ξιπασμένη και σιχαμένη ως προς το πως την μεταχειρίζονται αυτή τα αρσενικά.

-Όσο ήμασταν στο μαγαζί παρακολουθούσε το μπάρμαν πότε πηγαίνει τουαλέτα για να πάει, μπας και του πάρει πίπα. -Και αυτός; - Δεν της έδινε σημασία. - Είναι σιχαμούρα τελικά η Ελένη και μας έλεγε παρτόλες τις φίλες της.

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified