Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.
- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.
Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.
- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.
Got a better definition? Add it!
Η ακαταστασία, το ρημαδιό, το χάος.
Επίσης η δυσμενής, δυσάρεστη κατάσταση.
- Πρόσεχε με την πορτοκαλάδα ρε Μήτσο, το έκανες το χαλί σκατέ ολέ.
- Με πήρε χτες τηλέφωνο και είχα και τα νεύρα μου, της τα έχωσα και γίναμε σκατέ ολέ.

Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έντονος γέλωτας ο οποίος συνοδεύεται από ακατάσχετο, ανελέητο, βροντερό και εν πάση περιπτώσει φρικτή ευωδία. Συνηθέστερο δε είναι ύστερα από κατανάλωση αμυλούχου γεύματος ήτοι φασόλια και άλλα ψυχανθή.
Φαίδων:
- Έξοχο αστείο! Χα χα (πρρρρρρρ...) χε χε (πρρρ..)
Τίμων:
- Εάν εγνώριζα ότι θα πρόβαινες εις κλάνογελον τέτοιας ισχύος, θα σιωπούσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γενικώς βρώμικο και αηδιαστικά φτιαγμένο έτοιμο φαγητό. Θα το βρείτε κυρίως σε πλατείες όπου οι βαθύτατα φιλόζωοι μαγαζάτορες επιτρέπουν στα πεινασμένα και κακομεταχειρισμένα περιστέρια να βρουν καταφύγιο εντός του εστιατορίου...
- Πάμε πλατεία να φάμε κάνα σάντουιτς;
- Πάλι περιστερόπιτα...

Got a better definition? Add it!
Το σκατό στα καλιαρντά. Γνωστό και ως κουλ-κουλ
Ο Πετρόπουλος υποθέτει οτι προέρχεται ή από το τουρκικό kule (πύργος) ή από το Ιταλικο culo (πάτος).
Επίσης χρησιμοποιείται και ως έκφραση: «κουλά»! (σκατά, τρίχες!)
Τα έφτιαξες με λατσομπουριάρη τζαζμπερντεροπουρό; Μμμμ τι μας λες! Κουλά ντε Παρί!!
Got a better definition? Add it!
«Πηχτή», ή «ζαλατίνα», ή «σιλαδιά»: Έδεσμα από ζωμό χοιρινού (βλέπε ιστό για συνταγή).
Το κάτι άλλο που κάνει να ζούμε τη ζωή και όχι απλώς να υπάρχουμε (δυναμωτικό + αφροδισιακό).
Επίσης λέγεται και το εκσπερματιζόμενον υγρό, λόγω χρώματος και υφής, ιδίως εάν έχει να εξέλθει μία ολόκληρη εβδομάδα.
Εμ, πως ήθελες να βγει μωρό μου, μια εβδομάδα με τα ρούχα σου, τι περίμενες, με το μαχαίρι το κόβεις.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:
Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).
Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).
Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.
Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...
- Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
- Όχι!
- Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί;
-Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
- Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
- Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
- Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...
- Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
- Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...
- Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
- Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!
- Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
- Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
- Και τώρα;
- Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα αηδίας. Χρησιμοποιείται με τον ανάλογο τόνο και την ανάλογη ένταση φωνής και κυρίως από γκόμενες κάθε είδους.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αστεϊσμός ή ειρωνεία από άτομα οποιουδήποτε φύλλου και για σχεδόν οποιονδήποτε λόγο. Θεωρείται λέξη-μπαλαντέρ.
- Κοίτα Νίνα! Μια σκουληκαντέρα!
- Ίιιιιου! ΠΑΡ' ΤΗΝ ΑΠΟ 'ΔΩ, ΠΑΡ' ΤΗΝ ΑΠΟ 'ΔΩ!!!
- Το λατρεύω αυτό το συγκρότημα, είναι τέλειοι!
- Ίου.
- Άντε χάσου ρε!
- Τσέκαρε το μουστάκι του απέναντι! Είναι κιτρινωπό και έχει ένα κομμάτι υγρής μύξας στην άκρη!!!!
- Σίγουρα μύξα; Μήπως είναι...;
(με μια φωνή)- ΙΟΥΥΥΥ!!!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα!»
- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....
Got a better definition? Add it!
Παράφραση για κάλυψη-απόκρυψη του χέσιμο, διότι τα ποδανά έχουν γίνει ευρέως γνωστά.
Διαδοχικά: Χέσιμο => σιμόχε(ν) => σιμάο.
- Λοιπόν πρέπει να πάω για σιμάο επειγόντως.
- Βάστα ωρέ λίγο...
- Δεν γίνεται! Μου παίζει φώτα!
Got a better definition? Add it!